ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΜΟΥ εἶναι γυναῖκες. Εἶναι οἰκιακὲς
βοηθοί, κομμώτριες, μαγείρισσες, γκουβερνάντες, ἐπιμελήτριες
κειμένων καὶ δακτυλογράφοι. Ἡ Δεξιὰ κάνει ὅλες τὶς δύσκολες δουλειές,
εἶναι ἀκούραστη, δυνατὴ καὶ ὀργανωμένη. Ἀκούει τὸν κάθε ψίθυρο,
βλέπει ἀκόμη καὶ στὸ σκοτάδι, παίρνει πρωτοβουλίες. Ἡ Ἀριστερὴ
δὲν κάνει τίποτα. Μοιάζει τυφλὴ καὶ κουφή, δὲν τῆς ἔχω καμία ἐμπιστοσύνη.
Δὲν τῆς δίνω σημασία, δὲν τῆς ἀπευθύνω ποτὲ τὸ λόγο. Κάποιες φορὲς
μονάχα, σὲ μιὰ δύσκολη στιγμή, ξυπνάει ἀπὸ τὶς φωνὲς τῆς Δεξιᾶς
καὶ ἀδέξια τὴ βοηθᾶ. Ὕστερα ξαναπέφτει σὲ λήθαργο. Μονίμως ἀποῦσα.
Ἐξάρθρωση δεξιοῦ ὤμου, λέει ὁ γιατρὸς κοιτάζοντας
στὸ φωτεινὸ ταμπλὸ τὶς ἀκτινογραφίες μου. Πλήρης ἀκινησία δεξιοῦ
χεριοῦ γιὰ τρεῖς ἑβδομάδες. Δὲν ξέρει ὅτι ἡ Ἀριστερὴ πάντα κοιμᾶται.
Δὲν λέω τίποτα καὶ γυρίζω σπίτι. Θέλω νὰ πιῶ λίγο νερό. Ἡ Δεξιά, ἂν
καὶ μὲ βαριὰ κάκωση, φωνάζει στὴν Ἀριστερή, Ξύπνα! Φέρε νερό! Ἡ
φωνὴ της σπασμένη.
Ἡ Ἀριστερὴ εἶναι ἀργὴ καὶ ἀδέξια, ἡ Δεξιὰ θυμώνει, ὅμως πονάει καὶ μένει ἀκίνητη. Ἀναγκαστικά. Βλέπω ὅτι δὲν ἔχω ἄλλη ἐπιλογή. Πρέπει νὰ ἐκπαιδεύσω τὴν Ἀριστερή. Νὰ τὴ μάθω νὰ στρώνει μόνη της τὸ κρεβάτι, νὰ μοῦ κάνει μπάνιο, νὰ φτιάχνει ἁπλὰ φαγητά, νὰ μὲ ταΐζει, νὰ μοῦ πλένει τὰ δόντια, νὰ βάζει πλυντήριο, νὰ σηκώνει τὰ τηλέφωνα, νὰ πληκτρολογεῖ τὰ κείμενά μου. Στὴν ἀρχὴ κουράζεται εὔκολα, τῆς πέφτουν πράγματα, σπάει πιάτα, κάνει λάθη, γράφει ἄσχετες λέξεις. Ὕστερα συνηθίζει, κρατάει σωστά τὸ πιρούνι καὶ μὲ ταΐζει, πλένει τὴν Δεξιά, τὴν χαϊδεύει καμιὰ φορά. Τὰ βράδια μένει ξάγρυπνη. Τὴν παίρνει ὁ ὕπνος τὰ χαράματα, ἀλλὰ κοιμᾶται ἐλαφρὰ κι ἀμέσως ξυπνάει νὰ μᾶς φροντίσει. Ἔγινε περίπου σὰν τὴ Δεξιά, ἀκούει τὸν κάθε ψίθυρο, βλέπει ἀκόμη καὶ μέσα στὸ σκοτάδι.
Ὡστόσο, τώρα τελευταία τὴ βλέπω σκεπτικὴ καὶ
ἀφηρημένη . Φοβᾶμαι μὴν κουραστεῖ κι ἀλλάξει στάση ξαφνικά. Μήπως
σταματήσει νὰ νιώθει αὐταπάρνηση, ἀλληλεγγύη, αὐτοθυσία. Μὴν ὁδηγηθεῖ
σταδιακὰ σὲ ἀκραῖες θέσεις. Μήπως ἀρχίσει ν' ἀδιαφορεῖ γιὰ τοὺς ἀνήμπορους,
τοὺς διαφορετικούς, τοὺς ἀντιπαραγωγικούς. Μὴν πάρουν τὰ μυαλά της
ἀέρα στὶς κρυφὲς συνελεύσεις τῶν Ἀριστερῶν Χεριῶν. Μήπως ἀπαιτήσει
ὑπερωρίες κι ἐπίδομα πρόσθετης ἀπασχόλησης. Μὴν πάει καὶ παραπονεθεῖ
γιὰ τὶς ἀδικίες καὶ τὴν περιφρόνηση ὅλων αὐτῶν τῶν χρόνων. Μήπως
κάποιοι ἀρχίσουν νὰ τῆς λένε Ποτὲ δὲν εἶναι ἀργά! Κοίταξε λίγο τὸν ἑαυτό
σου!
Ξυπνῶ καὶ κοιτάζω τὸ ἀριστερό μου χέρι μὲ ἄλλο μάτι
πιά. Φοβᾶμαι πὼς κάτι ἔχει ἀλλάξει. Ἐκεῖνο, σιωπηλό, παίρνει τὴ
βούρτσα καὶ μοῦ χτενίζει τὰ μαλλιά, ὅπως κάθε πρωί. Μόνο λίγο πιὸ βιαστικὰ
καὶ πρόχειρα. Ὅταν, ὅμως, μοῦ πλένει τὰ δόντια κάνει ἄγριες κινήσεις
πάνω κάτω. Τὰ οὖλα μου ματώνουν. Πιὸ σιγὰ, τῆς λέω Μὲ πονᾶς! Ἡ ὀδοντόβουρτσα
εἶναι σκληρή, μοῦ ἀπαντάει, νὰ παίρνεις medium!... Κάνω πὼς συμφωνῶ κι
ἄς ξέρω πὼς ἡ ὀδοντόβουρτσά μου εἶναι soft. Τὴ φοβᾶμαι πιὰ καὶ δὲν μιλάω.
Τὸ ἴδιο κάνει καὶ ἡ Δεξιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου