|
|
[Μικρὴ ἐκλογὴ ἀπὸ τὶς Ἐνενήντα ἐννιὰ ἱστορίες τοῦ
Θεοῦ (Ninety-Νine
Stories of God)]
ΚΑΜΠΟΣΟΥΣ ΜΗΝΕΣ πρὶν πεθάνει,
ἡ γαλλίδα φιλόσοφος καὶ μυστικίστρια Σιμὸν Βέιλ ἔγραψε στὸ σημειωματάριό
της γιὰ κάποιον ποὺ μπαίνει μιὰ μέρα στὸ δωμάτιό της καὶ λέει:
«Καημένο πλάσμα, ἐσὺ ποὺ τίποτα δὲν καταλαβαίνεις, ἐσὺ ποὺ τίποτα
δὲν ξέρεις. Ἔλα μαζί μου καὶ θὰ σοῦ μάθω πράγματα ποὺ δὲν τά ’χεις φανταστεῖ.»
Τὴν ὁδηγεῖ σὲ μιὰ «καινούργια κι ἄσχημη ἐκκλησία», ὕστερα σὲ μιὰ
ἄδεια σοφίτα. Μέρες καὶ νύχτες περνοῦν. Κουβεντιάζουν καὶ μοιράζονται
ἄρτο καὶ οἶνο.
«Ὁ ἄρτος εἶχε πράγματι γεύση ἄρτου», ἔγραψε. «Δὲν τὴν ἔχω ξανασυναντήσει
πουθενὰ τὴ γεύση αὐτή.» Εἶναι εὐχαριστημένη ἀλλὰ σαστισμένη: «Ὑποσχέθηκε
νὰ μὲ διδάξει, ὅμως δὲν μοῦ ’μαθε τίποτα.»
Ὕστερα
τὴ διώχνει. Ἡ καρδιά της ραγίζει κι ἡ ἴδια περιπλανιέται ἀδειανή. Ὡστόσο,
δὲν ἀποπειρᾶται νὰ ἐπιστρέψει. Καταλαβαίνει ὅτι ἦρθε ἀπὸ λάθος νὰ
τὴ βρεῖ, ὅτι ἡ θέση της δὲν εἶναι στὴ σοφίτα.
Τὸ
κείμενο τελειώνει μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «Τὸ ξέρω καλὰ πὼς δὲν μ’ ἀγαπᾶ.
Πῶς θὰ μποροῦσε; Κι ὅμως βαθιὰ μέσα μου κάτι, ἕνα κομματάκι τοῦ ἐαυτοῦ
μου, δὲν μπορεῖ νὰ μὴ συλλογιστεῖ μὲ φόβο καὶ τρόμο πὼς ἴσως, μολαταύτα,
μ’ ἀγαπᾶ.»
Ἡ
Βέιλ πέθανε στὰ τριάντα τέσσερά της, ἀφοῦ πρῶτα ἐλάττωσε σκόπιμα τὴν
ποσότητα τῆς τροφῆς ποὺ κατανάλωνε· ὅσο γιὰ τοὺς λόγους ποὺ τὸ ἔκανε
αὐτό, ἡ συζήτηση δὲν ἔχει τελειώσει ἀκόμη.
Πηγή: Joy Williams, Ninety-Nine Stories of God, Πόρτλαντ / Ὄρεγκον / Μπρούκλιν, Tin House Books, 2016 [πρώτη ἔκδοση].
ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου