|
|
H LΙΜΠΕΡΤΙ δὲν τὸ γούσταρε γενικῶς τὸ Χάλοουιν.
Ἡ νύχτα μᾶς ἔκανε μάταια νὰ ἐλπίζουμε πὼς μόλις κάποιος
ξένος μᾶς χτυπήσει καὶ μᾶς φωνάξει στὴν πόρτα, οἱ πιὸ φρικτοὶ φόβοι μας
θὰ πραγματοποιηθοῦν καὶ θὰ ἐμφανιστοῦν φαντάσματα, νυχτερίδες, βαδίζοντα
πτώματα καὶ τ’ ἀκέφαλα σκυλιὰ τῆς κολάσεως.
Σ’ ἕνα μικρὸ νησὶ στὰ ἀνοιχτὰ τῆς Φλόριντας, ἡ Λίμπερτι διέσχιζε
τοὺς δρόμους καὶ ὁδηγοῦσε τρία παιδιά, τὸν Τέντι, τὴ Λίντι καὶ τὴν Ἰβὸν
σ’ ἕνα μικρό, σκοτεινὸ ἐμπορικὸ κέντρο, ὅπου ὁ Νίκι, ὁ τέταρτος τῆς
παρέας, ζοῦσε μὲ τοὺς γονεῖς του στὸ πίσω μέρος τοῦ καταστήματος κεραμικῶν
Oh. Ὁ Κλέμ, ὁ
μεγάλος, ἄσπρος σκύλος τῆς Λίμπερτι, ἐρχόταν ἀπὸ πίσω μεταμφιεσμένος
μὲ μιὰ μαύρη μάσκα. Ὁ Τέντι ἦταν γιατρός, ἡ Λίντι ἦταν ρόδο, μὲ μιὰ κόκκινη
φούστα μπαλέτου καὶ ψηλές, πράσινες κάλτσες. Ἡ Ἰβὸν ἦταν πάπια.
Συνάντησαν ἕνα μαγαζὶ μ’ ἀθλητικά. Μιὰ ἐπιγραφὴ στὸ μαγαζὶ ἔλεγε:
Ναί! Διαθέτουμε μαγιὸ
μαστεκτομῆς! Ἡ Λίμπερτι χτύπησε ἐλαφρὰ τὴν πόρτα τοῦ καταστήματος
κεραμικῶν. Πίσω ἀπ’ τὸ κατάστημα ἦταν ἕνας φοῦρνος καὶ μιὰ ἰνδιάνικη
σκηνή. Ὁ Ρότζερ καὶ ἡ Ρόζι, οἱ γονεῖς τοῦ Νίκι, δὲν εἶχαν κατορθώσει νὰ
ψήσουν τίποτα στὸν φοῦρνο τὸν τελευταῖο μήνα, ἀπὸ τότε ποὺ ἕνα ζευγάρι
κακατούα εἶχε ἐπιλέξει νὰ φωλιάσει ἐκεῖ. Ἡ Λίμπερτι ἔσπρωξε τὴν
πόρτα γιὰ ν’ ἀνοίξει καὶ βρῆκε τὴ Ρόζι καθισμένη ἀνακούρκουδα στὸ
πάτωμα. Τὰ μάτια τῆς Ρόζι προεξεῖχαν, ἡ γλώσσα της κρεμόταν ἔξω ἀπ’
τὸ στόμα κι οἱ τένοντες τοῦ λαιμοῦ εἶχαν πεταχτεῖ ἔξω. Μόλις εἶδε τὰ
παιδιά, χαλάρωσε τοὺς μῦς τοῦ προσώπου της, ἔλυσε καὶ ἴσιωσε τὸ κορμί
της κι ἦλθε χοροπηδώντας πρὸς τὸ μέρος τους. Θύμισε στὴ Λίμπερτι ἰρλανδικὸ
σέτερ χωρὶς καθόλου μυαλό.
«Ὤ», εἶπε. «Νιώθω ὑπέροχα! Ἀναζωογονήθηκα! Καὶ μαζὶ χαλάρωσα.»
«Τί εἶν’ αὐτό;», ρώτησε ἡ Λίντι. Ἄγγιξε μιὰ κονκάρδα στὴν μπλούζα
τῆς Ρόζι. Ἡ κονκάρδα εἶχε πάνω τὴ φωτογραφία ἑνὸς ἄντρα.
«Ὤ», εἶπε ἡ Ρόζι, «εἶναι ὁ Δαλάι Λάμα. Τὸν συνάντησα τὸν Δαλάι Λάμα. Φοροῦσε κοκάλινα γυαλιά, κι ἕνα μικρὸ σῆμα στὸ ἔνδυμά του ἀκριβῶς σὰν καὶ τοῦτο ἀπεικόνιζε τὸν ἴδιο, τὸν Δαλάι Λάμα. Ὅταν τὸν γνώρισα, ἔνιωσα τὸ πνεῦμα του νὰ μὲ διαπερνᾶ σὰν μικρὰ βέλη. Πόθησα πολὺ τὴν ἀνυπαρξία. Ἦταν τέλειο!» Ἡ Ρόζι πέρασε τὰ χέρια της μέσ’ ἀπ’ τὶς μποῦκλες τῶν καστανοκόκκινων μαλλιῶν της. Χαμογέλασε στὰ παιδιά. «Ἔπαιρνα ναρκωτικά, ὅμως συνάντησα τὸν Δαλάι Λάμα καὶ μ’ ἔκανε νὰ καθαρίσω. Ἦταν τέλειο ποὺ καθάρισα, θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ σᾶς πῶ. Ὕστερα γνώρισα τὸν μπαμπα-Ρότζερ κι ἦταν κι αὐτὸ τέλειο. Θέλω νὰ πῶ, εἶμαι πολὺ ἀνοιχτῆ τώρα πιά.»
«Εἶναι ἕτοιμος ὁ Νίκι;», ρώτησε ἡ Λίμπερτι. Τὸ δωμάτιο ἦταν γεμάτο
γλάστρες καὶ γαβάθες καὶ κοῦπες καὶ βάζα. Στὴ γωνία ἦταν μιὰ μαγειρικὴ
ἑστία καὶ πάνω της ἦταν ἕνα κουτὶ Corn Flakes.
«Ὤ», εἶπε ἡ Ρόζι, «ναί. Εἶναι πανέτοιμος. Ἔχει τὴν πιὸ ὡραία στολὴ
ἀπ’ ὅλες ἀλλὰ δὲν τοῦ ἀρέσει. Δὲν θέλει νὰ βγεῖ ἀπ’ τὴ σκηνή. Παιδιά,
γιατί δὲν πᾶτε ἐσεῖς νὰ τὸν φέρετε ἀπ’ τὴ σκηνή;»
Τὰ παιδιὰ ἔτρεξαν ἔξω, βάζοντας μιὰ φωνή.
Ἕνα
χαμόγελο φώτισε τὸ πρόσωπο τῆς Ρόζι καθὼς κοιτοῦσε τὴ Λίμπερτι. «Εἶσαι
χριστιανή, ἔτσι δὲν εἶναι; Εἶμαι σίγουρη, θέλω νὰ πῶ, τὸ φαντάζομαι.»
«Πιστεύω στὴν ἐνοχὴ καὶ στὸν πόθο», παραδέχτηκε ἡ Λίμπερτι.
«Στὴν ἐξομολόγηση καὶ τὴ διαρκῆ συντριβή. Τὸν κύκλο καὶ τὴ σπείρα.» Οἱ
λέξεις γέμισαν εὐχάριστα τὸ δωμάτιο ὣς ἐπάνω, σὰν λίθοι.
«Ὁ Ἰησοῦς δὲν θὰ μ’ εἶχε σώσει ποτὲ ἀπ’ τὰ ναρκωτικά. Ὁ Ἰησοῦς
εἶναι νεκρός.» Ἡ Ρόζι στοχάστηκε γιὰ μιὰ στιγμὴ ἐπάνω σ’ αὐτὸ λυπημένη.
Τὰ παιδιὰ ἐπέστρεψαν μαζὶ μὲ τὸν Νίκι. Τὸ μικρὸ ἀγόρι ἦταν ντυμένο
τὸ μισὸ ἄντρας καὶ τὸ μισὸ γυναίκα. Μισὴ γραβάτα ἦταν ραμμένη σὲ μισὴ
μπλούζα πλισέ, μισὴ φούστα σ’ ἕνα μονὸ μπατζάκι. Στὸ μισό του πρόσωπο
ἦταν κολλημένη μιὰ γενειάδα κι ἕνα πυκνὸ φρύδι. Στὸ μισό του στόμα
φοροῦσε κραγιὸν κι ἕνα σκουλαρίκι μὲ στρὰς κρεμόταν ἀπ’ τ’ αὐτί του.
«Τί ἔχει ντυθεῖ;», ρώτησε ἐπιτακτικὰ ἡ Ἰβὸν τὴ Ρόζι.
«Εἶναι», εἶπε περήφανη ἡ Ρόζι, «ἀναπαράσταση, σὲ ἀνθρώπινη
μορφή, τῆς ἀρχῆς τῆς ὁλότητας.»
Τὰ παιδιὰ ἔμειναν μὲ τὸ στόμα ἀνοιχτό. Ἡ Λίντι ἔκανε μιὰ μεγάλη
γαλάζια τσιχλόφουσκα καὶ τὴ μάζεψε πάλι πίσω στὸ στόμα της.
«Δὲν εἶναι γλυκούλης;», εἶπε ἡ Ρόζι, ἀγκαλιάζοντας τὸν Νίκι. «Ὁ
Νίκι τ’ ἀγόρι μου κι ὁ μπαμπα-Ρότζερ εἶναι κι οἱ δυὸ τόσο γλυκὰ ἀνθρωπάκια!»
Ἔβαλε ἀπὸ μιὰ πιτσιλωτὴ μπανάνα στὴν τσάντα καθενὸς ἀπ’ τὰ παιδιά.
«Καλὰ νὰ περάσετε», εἶπε στὰ παιδιά. Τὰ παιδιὰ κοίταξαν τὸ πρῶτο πράγμα
ποὺ μπῆκε κάτω-κάτω στὶς τσάντες τους. Προηγουμένως, οἱ τσάντες τους ἦταν
ἐντελῶς ἄδειες. Τώρα κάθε τσάντα εἶχε μέσα κι ἀπὸ μιὰ μπανάνα.
Ἡ
μικρὴ συντροφιὰ ἄφησε πίσω της τὸ σκοτάδι τοῦ παλιοῦ ἐμπορικοῦ κέντρου
καὶ μπῆκε σὲ μιὰ γειτονιὰ ποὺ ἡ Λίμπερτι τὴ γνώριζε καλά. Στὸν ἀπέραντο
οὐρανὸ πάνω ἀπ’ τὸν κόλπο τῆς Φλόριντας φάνηκε ἕνα καὶ μοναδικὸ ἀστέρι.
Ἡ Λίντι βαστοῦσε τὸ ἀριστερὸ χέρι τῆς Λίμπερτι κι ὁ Νίκι τὸ δεξί. Στὸ
μπράτσο της ἡ Λίντι εἶχε μιὰ μεγάλη μὼβ μελανιά. Ἡ Λίντι τραυματιζόταν
συχνά, σπάνια ὅμως πονοῦσε ἢ ἔδειχνε νά ’χει κάτι ἀνησυχητικό. Μιὰ
φορά, σκαρφαλώνοντας στὸ ντουλάπι τῆς κουζίνας γιὰ ν’ ἁρπάξει ἕνα
βάζο φιστικοβούτυρο ἀπὸ τὸ ντουλαπάκι ποὺ βρισκόταν ἀπὸ πάνω της,
ἔπεσε μ’ ἀνοιχτά τα πόδια στὴν ἀνοιχτὴ πόρτα τοῦ ντουλαπιοῦ ἀπὸ κάτω
της. Ὁ κόλπος της μάτωσε. Τὸ μαγιὸ Wonder Woman ἔγινε κατακόκκινο. Ἡ
Λίμπερτι τὴν πῆγε μὲ τ’ ἁμάξι στὸ νοσοκομεῖο, ὅπου κρίθηκε ἀπαραίτητο
νὰ περάσει τὴ νύχτα. Ἡ Λίντι οὔτε ποὺ ἔκλαψε.
Τὸ χέρι τοῦ Νίκι, τὸ χέρι ποὺ μ’ αὐτὸ βαστοῦσε τὴ Λίμπερτι, ἦταν
καλυμμένο μ’ ἕνα γυναικεῖο γάντι ἀπὸ μοσχαρίσιο δέρμα. Στ’ ἀνοιχτά
του Κόλπου, κάτι πλούσιοι σ’ ἕνα κότερο ἔτρωγαν κρέας ἀπὸ ἀγέννητο
μοσχαράκι. Ρόδα ἄνθιζαν σὲ τεφροδόχους. Τὰ μπρούντζινα κομμάτια
τους ἄστραφταν.
Τὸ περασμένο Χάλοουιν, στὴν ἠπειρωτικὴ χώρα, ἕνας ὁδηγὸς αὐτοκινήτου
ἀνακάλυψε ἕνα ἀποκεφαλισμένο, γδαρμένο κι ἀκρωτηριασμένο πτῶμα
παρατημένο στὸν χῶρο στάθμευσης ἑνὸς καταστήματος Land-O-Sleep. Τὸ
θέαμα ἦταν ἀηδιαστικό. Ὁ ἀνταποκριτὴς τῆς ἐφημερίδας ξέρασε. Ἀρχικὰ
βγῆκε πρὸς τὰ ἔξω ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ τὸν φόνο ποὺ τὸν εἶχε διαπράξει
θρησκευτικὴ αἵρεση. Ἀκολούθησαν ὑπόνοιες ὅτι δὲν ἦταν παρὰ ἡ κατάληξη
ἑνὸς ἄγριου καβγὰ μεταξὺ ἐραστῶν. Τὸ τρίτο ποὺ ἀκούστηκε ἦταν ὅτι ἐπρόκειτο
γιὰ τὴ μιὰ πλευρὰ ἑνὸς μοσχαριοῦ πού ’χε πέσει ἀπ’ τὴν ξεκλείδωτη πόρτα
ἑνὸς φορτηγοῦ μὲ κρέατα. Ἡ ἱστορία δὲν ἄργησε νὰ ξεχαστεῖ. Οἱ ἄνθρωποι
ἐπέστρεψαν στὶς συνήθεις τους ἔγνοιες, νὰ μὴν ἀμελήσουν νὰ ποτίσουν
τὶς γλάστρες μὲ τὸ πλατυκέριο καὶ νὰ ἐπενδύσουν σὲ χαρτοφυλάκια ποικίλης
σύνθεσης.
«Οἱ γονεῖς μου πῆγαν σ’ ἕνα πάρτι χτὲς βράδυ», εἶπε ὁ Νίκι, «καὶ
μοῦ ’παν ὅτι μέσα στὸ σπίτι ἦταν ἕνα φέρετρο καὶ τὸ φέρετρο ἦταν γεμάτο
Big Macs.»
Ἦταν
ζεστὴ βραδιά. Ἀκούγονταν τὰ νερὰ τοῦ Κόλπου πού ’γλειφαν τὴν ἀμμουδιά.
Τ’ ἁμάξια σέρνονταν μεταφέροντας μικρά, ἀποτρόπαια ὄντα. Ἡ Λίμπερτι
καὶ τὰ παιδιὰ πλησίασαν πρῶτα στὸ σπίτι τοῦ ἐν ἀποστρατείᾳ συνταγματάρχη.
Ὁ ἐν ἀποστρατείᾳ συνταγματάρχης εἶχε στὴν κατοχή του ἕνα μπαζούκα
καὶ μιὰ συλλογὴ ἀπὸ καθοίκια. Χρησιμοποιοῦσε γιὰ χαμηλὸ τραπέζι
μιὰ παλιὰ ἐπιτύμβια στήλη ποὺ πατοῦσε πάνω σὲ δυὸ τσιμεντόλιθους. Ἡ
ἐπιγραφὴ ἦταν λεπτοκαμωμένη, σημαδεμένη ἀπ’ τὶς καιρικὲς συνθῆκες
κι ἔφερε ἕνα χαρακτικὸ μ’ ἕναν ἄγγελο. Οἱ χρονολογίες ἦταν:
1797-1798. Ὁ ἐν ἀποστρατείᾳ συνταγματάρχης ποὺ στὸ σπίτι του βρισκόταν
ἡ πλάκα, σκεπασμένη μ’ ἐφημερίδες καὶ παραγεμισμένα τασάκια, ἦταν
ἕνας τύπος βαρύς, χλεμπονιάρης, ἕνας χῆρος μὲ μαῦρα μπιμπίκια γύρω ἀπ’
τὰ μάτια. Ἔδωσε στὸ κάθε παιδὶ ἀπὸ ἕνα μικρὸ γλειφιτζούρι, σὰν κι αὐτὰ
πού ’βρισκε κανεὶς στὶς τράπεζες.
Τὰ παιδιὰ ἔπεσαν τυχαῖα ἐπάνω στὶς μυρμηγκοφωλιὲς στὸ γρασίδι
τοῦ γειτονικοῦ σπιτιοῦ, ἑνὸς σπιτιοῦ ἀπ’ τὸ ὁποῖο ἀκουγόταν ὁ Ἔλβις
Πρίσλεϊ νὰ τραγουδᾶ τὸ «Heartbreak Hotel». Ἡ Λίμπερτι στάθηκε καὶ χάζευε
τὴν πόρτα ν’ ἀνοίγει καὶ τὰ παιδιὰ στὰ σκαλιὰ ὅλο χάχανα καὶ κούνημα.
Ἕνα πελώριο ἀνατολίτικο χαλὶ ἔπιανε ὁλόκληρο τὸ καθιστικὸ καὶ
συνέχιζε στὸν ἕναν τοῖχο. Ἀκουμπισμένοι πάνω του ἦταν δυὸ μεγάλοι
γαλάζιοι ἀρκοῦδοι. Καρφιτσωμένη στὸ μέσο του χαλιοῦ ἦταν μιὰ τεράστια
μεγεθυμένη φωτογραφία μὲ τὸν Βασιλιὰ —μὲ τὸ πάνω χεῖλος ἀνασηκωμένο,
τὰ μάτια μὲ τὶς χοντρὲς βλεφαρίδες, τὸ κωμικὰ σαδιστικὸ βλέμμα— νὰ ὑπογράφει
στὸ χέρι μιᾶς ξανθιᾶς, ἀποσβολωμένης κοπέλας μὲ πουλόβερ ἀπὸ μαλλὶ
ἀνκορὰ καὶ φούστα μὲ πιέτες. Μιὰ παχιὰ γυναίκα μὲ πυκνὲς μποῦκλες καὶ
σκούφια καὶ μ’ ἕνα μπουκάλι Coca-Cola στὸ χέρι στεκόταν στὴ μικρὴ βεράντα
μπροστὰ ἀπ’ τὰ παιδιά. Ἡ Λίμπερτι συνειδητοποίησε πὼς βλέπει μὲ τὰ ἴδια
της τὰ μάτια κάποια πού ‘ναι σχεδὸν πεθαμένη, κάποια γιὰ τὴν ὁποία ἡ
στιγμὴ αὐτὴ ἔχει περικλείσει ὅλα τὰ χρόνια πού ’χει ἤδη ζήσει. Ὁ Κλὲμ
κοιτοῦσε κι αὐτὸς τὴ γυναίκα μέσ’ ἀπ’ τὶς τρύπες τῆς μαύρης μάσκας
του, τὸ βλέμμα του ὡστόσο ἦταν πιὸ ἀνεκτικό. Τὸ νευρικὸ σύστημα τοῦ
Κλὲμ τοῦ ’δινε τὴ δυνατότητα νὰ βλέπει τὸν κόσμο μὲ ἄλλο μάτι ἀπ’ τὴ
Λίμπερτι. Ὁ καθένας ἔχει ἕνα πρότυπο γιὰ τὸν κόσμο, ἕναν κόσμο νὰ πιστεύει,
ἕναν κόσμο νὰ μπορεῖ νὰ ὑπομένει. Ἔτσι εἶναι, ἡ ἀλήθεια εἶναι ὁρισμένη
γιὰ καθένα εἶδος. Καθένας —μηδενὸς ἑξαιρουμένου— καὶ τὸ δικό του μαῦρο
δάσος.
Τὰ παιδιὰ ἔτρεξαν στὸ γρασίδι πρὸς τὴν ἀπέναντι πλευρά.
«Ἡ γυναίκα αὐτὴ μᾶς ἔδωσε ἀπὸ ἕνα κέρμα τῶν δέκα σέντς», φώναξε
ἡ Νίκι.
«Δὲν δεχόμαστε μπισκότα», ἔλεγε ἡ Ἰβὸν σὲ μιὰ γυναίκα στὴν εἴσοδο
μιᾶς ἄλλης κατοικίας. «Ἡ μάνα μου λέει ὅτι μπορεῖ νά ‘χουν μέσα ἀπολυμαντικὸ
τουαλέτας Sani-Flush ἢ κάτι ἀντίστοιχο. Δὲν ἔχετε τίποτε ἄλλο;»
Τὸ ἕνα ἀπ’ τὰ δύο μπράτσα τῆς γυναίκας ἔμοιαζε παραλυμένο. Χαμογέλασε
στὴν Ἰβὸν κι ἔκλεισε ἁπαλὰ τὴν πόρτα. Τὰ μπισκότα ἦταν μικρὰ κι ἀνοιχτόχρωμα,
πασπαλισμένα μὲ χρωματιστὲς σταγόνες. Ἡ Ἰβὸν ἀναστέναξε κι ἕσφιξε
τὰ μπισκότα στὴ χούφτα της καὶ τά ’κανε κομματάκια. Ἡ μάσκα πάπιας
πρόδιδε σάστισμα καὶ ἀνησυχία. Δὲν ἦταν ὁ Ντόναλντ Ντάκ. Ἦταν μιὰ πάπια
μὲ προσωπικότητα ἐντελῶς διαφορετικὴ ἀπὸ τοῦ Ντόναλντ.
Προχώρησαν παραπέρα, βόσκοντας τὴν ἔκταση σὰν μεξικάνικες
κατσίκες. Δεκαπέντε κατοικίες, εἴκοσι. Οἱ πισίνες ἦταν φωτισμένες,
οἱ συσκευὲς αὐτόματου ποτίσματος σχημάτιζαν σιγὰ-σιγὰ τὰ ὑδάτινα,
ἁπαλὰ τόξα τους. Χιλιάδες δολάρια γιὰ φωτιστικὰ καὶ ἑκατομμύρια
κιλοβὰτ ξοδεύονταν γιὰ νὰ κάνουν πράσινα φυτὰ νὰ μοιάζουν κόκκινα
καὶ γαλάζια. Χιλιάδες λίτρα νερὸ ἀντλοῦνταν γιὰ νὰ σκουρύνουν χιλιάδες
σάκοι ροκανίδια καὶ νὰ κάνουν ἀντίθεση μὲ τοὺς ἀνοιχτόχρωμους κορμούς.
Ἡ μικρὴ συντροφιὰ προχώρησε κι ἄλλο κάτω ἀπὸ ἕναν ἀπέραντο καμπυλωτὸ
οὐρανό, πού ’χε τώρα γεμίσει ἀστέρια.
Ὁ
Κλὲμ εἶχε χάσει τὴ μάσκα του. Ἐρχόταν μὲ τὸ πάσο του πίσω ἀπ’ τὴν παρέα,
σταματοῦσε ἐδῶ κι ἐκεῖ γιὰ νὰ κατουρήσει, ἔψαχνε λύσεις στὰ προβλήματα,
ξεδιάλεγε τὶς προτιμήσεις του, μετροῦσε παλιὲς ἀδικίες καὶ χαρές.
Σ’ ἕνα μικρὸ σπίτι, ἄνοιξε τὴν πόρτα ἕνας ἄντρας ποὺ φοροῦσε
κόκκινο παντελόνι κι ἦταν ξυπόλυτος καὶ γυμνὸς ἀπ’ τὴ μέση καὶ πάνω.
Κρύος ἀέρας ἦλθε ἀπὸ μέσα καὶ χώθηκε γρήγορα μέσα στὴν πνιγηρὴ νύχτα.
Ὁ ἄντρας εἶχε πυκνὰ γκρίζα μαλλιὰ καὶ τέσσερις ρῶγες. Μιὰ πυκνὴ τούφα
ἀπὸ γκρίζες τρίχες ἁπλωνόταν συμμετρικὰ ἀνάμεσα στὶς ρῶγες του.
Προσποιήθηκε ὅτι τρόμαξε πάρα πολὺ μὲ τὸ ποὺ εἶδε τὰ παιδιὰ καὶ τοὺς
ἔβγαλε μιὰ γαβάθα γεμάτη σοκολάτες.
«Μπορῶ νὰ πάω στὴν τουαλέτα σου;», ρώτησε ἡ Λίντι.
«Φυσικά», εἶπε ὁ ἄντρας.
Τὰ παιδιὰ κοιτοῦσαν ἐπίμονα τὸ στῆθος τοῦ ἄντρα παραμένοντας
σιωπηλά. Ἡ Λίντι πέρασε ξυστὰ ἀπὸ δίπλα του καὶ κατέβηκε ἀστραπιαῖα
τὸν διάδρομο στὰ δεξιά της. Ἡ Λίντι χαιρόταν νὰ πηγαίνει στὰ ξένα μπάνια
καὶ τὸ ἀλάθητο αἰσθητήριό της τὰ ἔβρισκε ἀμέσως.
«Ξέρει κόλπα τὸ σκυλί;», ρώτησε ὁ ἄντρας τὴ Λίμπερτι. «Εἶχα ἕναν
σκύλο κάποτε ποὺ ἦταν τόσο καλὰ ἐκπαιδευμένος, ποὺ τοῦ ’δινες ἕνα
μπισκότο, ἔτρωγε τὸ μισό, τοῦ ’λεγες νὰ τὸ φτύσει κι αὐτὸς τό ’φτυνε.»
«Δὲν ξέρει νὰ τὸ κάνει αὐτό», εἶπε ἡ Λίμπερτι κοιτώντας πρὸς τὸν
Κλέμ.
«Δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ κλίση του, ἔ;», εἶπε ὁ ἄντρας.
Τοὺς φάνηκε πὼς ἡ Λίντι εἶχε ἀργήσει νὰ ἐπιστρέψει. Ὁ Νίκι, βαστώντας
τὸ χέρι τοῦ Τέντι, κοιμόταν ὄρθιος. Ἔβγαζε σύντομους, σφυριχτοὺς στεναγμούς.
«Γιατί δὲν ἔρχεσαι μέσα», εἶπε ἐντέλει ὁ ἄντρας, «νὰ βρεῖς τὸ παιδί
σου;». Δὲν ἔδειξε ἐνοχλημένος.
Τὰ παιδιὰ κάθισαν στὰ σκαλιὰ κι ἄρχισαν νὰ μετροῦν τὶς σοκολάτες.
Ἡ Λίμπερτι μπῆκε στὸ σπίτι μαζὶ μὲ τὸν ἄντρα. Ἐπάνω σ’ ἕνα λευκὸ χαμηλὸ
τραπέζι ἀπὸ μπαμποὺ ἦταν ἕνα πιάτο φιστίκια, δυὸ ἄδεια ποτήρια γιὰ
μαρτίνι κι ἕνας κεραμικὸς δονητής.
«Παλιὸς εἶναι», εἶπε ἡ Λίμπερτι.
«Εἶναι ὄντως παλιός», εἶπε ὁ ἄντρας, κοιτώντας μὲ ὑπερηφάνεια
τὸν δονητή. «Εἶναι ἀπ’ τὸ Μάρθας Βίνιαρντ. Ἀνῆκε σὲ μιὰ ἀπ’ αὐτὲς τὶς
δύστυχες γυναῖκες στὰ φαλαινοθηρικά.»
«Λίντι», φώναξε ἡ Λίμπερτι.
«Τὸ μπάνιο εἶναι ἀπὸ δῶ», εἶπε ὁ ἄντρας. Ἡ Λίμπερτι κατέβηκε μαζί
του τὸν διάδρομο. Ἡ πόρτα ἦταν μισάνοιχτη, κι εἶδε μιὰ λευκὴ πετσέτα
σὲ μιὰ κυκλικὴ κρεμάστρα, ἕναν καθρέφτη στὸν ὁποῖο φαινόταν τὸ πλακάκι
τῆς ντουζιέρας, λευκὰ ὅλα τους, ὅπως τὸ στῆθος τοῦ λευκοτσικνιᾶ. Ὁ
σβέρκος τοῦ ἄντρα ἦταν λεπτὸς καὶ νεανικός. Τὰ χέρια τῆς Λίμπερτι ἔπεφταν
στὸ πλάι. Αἰσθανόταν λὲς καὶ μὲ κάποιον τρόπο εἶχε γίνει ἡ ἴδια ἀπειλητική.
Ἀπὸ ἕνα ἄλλο δωμάτιο ἀκουγόταν μιὰ τηλεόραση νὰ παίζει.
«Λίντι», φώναξε ἡ Λίμπερτι.
«Ἐδῶ εἶναι», εἶπε ὁ ἄντρας.
Ἡ
Λίντι ἦταν καθισμένη σ’ ἕνα κρεβάτι μαζὶ μ’ ἕναν ἄντρα ποὺ φοροῦσε
ριγὲ μπουρνούζι. Ὁ ἄντρας εἶχε ἀνάψει τσιγάρο. Τὸ κάλυμμα τοῦ κρεβατιοῦ
ἦταν ἀπὸ σκουρόχρωμη συνθετικὴ γούνα. Ἔβλεπαν ἕνα ντοκιμαντὲρ γιὰ
τὴν Ἀναγέννηση. Ἡ μεγάλη ὀθόνη στὸν τοῖχο ἔδειχνε τὶς χρυσὲς πύλες
τοῦ Γκιμπέρτι στὸ Βαπτιστήριο στὴ Φλωρεντία.
«Ἡ δημιουργία καὶ ἡ ἔκπτωση ἀπ’ τὴν Ἐδέμ», εἶπε ἡ Λίντι, χοροπηδώντας
στὸ κρεβάτι. «Ἄβελ καὶ Κάϊν. Κιβωτὸς καὶ Νῶε. Ἡ θυσία τοῦ Ἰσαάκ.»
Ἡ
Λίντι πήγαινε στὸ κατηχητικό. Τοὺς ἤξερε αὐτοὺς ὅλους. Τοὺς ζωγράφιζε
μὲ τὰ κραγιόνια της.
«Θὰ ἀπογοητευτεῖς ἂν πᾶς στὴ Φλωρεντία, μικρή», εἶπε ὁ ἄντρας
στὸ κρεβάτι. «Ἁμάξια παντοῦ. Βρομερὸ μέρος.»
«Ἔλα, γλύκα μου», εἶπε ἡ Λίμπερτι. Ἀκούμπησε τὸ γόνατο τῆς Λίντι.
Οἱ ρῶγες στὸ στῆθος τοῦ ἄντρα ἦταν σὰν τὰ μάτια ποὺ ἀστράφτουν πάνω ἀπ’
τὶς πυραμίδες στὶς πίσω ὄψεις τῶν χαρτονομισμάτων. Σ’ εὐχαριστῶ ποὺ
δὲν τὴν πείραξες, ἤθελε νὰ πεῖ. Ἤξερε πὼς ἦταν προτιμότερο νὰ μὴν τὸ
πεῖ.
«Τρέχω», εἶπε ἡ Λίντι. Σηκώθηκε πάνω.
«Σὲ λίγο θὰ δείξει τοὺς τέσσερις Σκλάβους τοῦ Μιχαὴλ Ἄγγελου», εἶπε
ὁ ἄντρας μὲ τὸ μπουρνούζι. «Τὴν ἔχω δεῖ πάρα πολλὲς φορὲς τὴν ἐκπομπὴ
αὐτή.» Κοίταξε τὴ Λίντι συνειδητοποιώντας ὅτι εἶναι κι αὐτὴ σὰν
σκλάβα, μ’ ἕνα της μέρος φυλακισμένο σὲ μιὰ σκληρὴ σὰν πέτρα, ἀδούλευτη
περιοχὴ τοῦ νοῦ της.
Ἡ
Λίντι κοίταξε τὴν ὀθόνη. «Μιὰ κούκλα», εἶπε.
«Ἔ ὄχι καὶ κούκλα», εἶπε ὁ ἄντρας. «Σ’ ἀρέσουν οἱ κοῦκλες;», εἶπε
ἡ Λίντι κοιτώντας πρὸς τὸ μέρος του. Οἱ ρίγες στὸ μπουρνούζι τοῦ ἄντρα ἦταν
μεγάλες καὶ σκοῦρες, τὸ ὑπόλοιπο μπουρνούζι ἦταν λευκό. Ὁ καπνὸς γέμιζε
τὸ δωμάτιο ὣς ἀπάνω δημιουργώντας ἐπίπεδα. Ὁ ἄντρας ἔσβησε τὸ τσιγάρο
του καὶ ἄνοιξε τὸ συρτάρι τοῦ κομοδίνου. Τὴν ὀθόνη τὴ γέμιζαν μουντές,
θαμπὲς εἰκόνες. Ἔβαλε κάτι μέσα σ’ ἕναν φάκελο, σάλιωσε κι ἔκλεισε
τὸν φάκελο καὶ τὸν ἔβαλε στὸ χέρι τῆς Λίντι. Αὐτὴ τὸν ἔριξε μέσα στὴν
τσάντα της μὲ τὶς σοκολάτες.
Ἐνῶ
στεκόταν στὴν πόρτα, ὁ γυμνὸς ἀπ’ τὴ μέση καὶ πάνω ἄντρας ψιθύρισε:
«Δὲν θὰ γνωρίσεις ποτὲ πιὸ γενναιόδωρο, πιὸ γνήσιο ἄνθρωπο.»
Ἔξω
ἀπ’ τὸ σπίτι, ὁ δρόμος φάνηκε στὴ Λίντι παράξενος, σὰν νὰ τὸν εἶχαν
βουτήξει στὸ γάλα.
«Κι ἄλλο σπίτι», παρακάλεσαν τὰ παιδιά. «Ἄλλο ἕνα!»
Τοὺς πλησίασε ἕνα φορτηγάκι. Ὁδηγοῦσε ἕνας ἄντρας καὶ στὴ θέση
τοῦ συνοδηγοῦ ἦταν ἕνας σκύλος. Ὁ ὁδηγὸς πρόσεξε τὸν Κλὲμ καὶ κάλυψε
μὲ τὸ ἕνα του χέρι τὰ μάτια τοῦ σκύλου του καθὼς περνοῦσαν ἀπὸ δίπλα.
Τὴ Λίμπερτι τὴν ἔπιασε πονοκέφαλος. Ἔνιωθε σὰν προσκυνήτρια
ποὺ περιπλανιέται προσηλωμένη διασχίζοντας στέρφες στέπες, δίχως
ὡστόσο προσευχή. Πῆρε μιὰ βαθιὰ ἀνάσα προσπαθώντας νὰ χαλαρώσει.
Εἰσέπνευσε πεῦκο, πορτοκάλια καὶ μηχανόλαδο.
Ἡ
ἀνάσα τῶν παιδιῶν μύριζε ζαχαρωτὸ ἀρκουδάκι μὲ γεύση κανέλα.
«Ἄλλο ἕνα!», φώναξαν.
«Μοῦ ’χουν μείνει μόνο τσίχλες», εἶπε μιὰ γυναίκα στὸ διπλανὸ
σπίτι.
«Ἔπρεπε νά ’λθετε νωρίτερα.» Ἔμοιαζε μᾶλλον φτιαγμένη. Φοροῦσε
μπικίνι κι ἔπινε μπίρα. Τὸ πάνω καὶ τὸ κάτω μέρος τοῦ μαγιὸ εἶχαν ἄλλα
σχέδια. «Τσίχλες μόνο, ἀλλὰ κι ἔτσι ἀκόμη, δὲν ἔχει κέρασμα ἂν δὲν μοῦ
κάνετε κάποιο κόλπο.» Χαμογελοῦσε λὲς καὶ φλέρταρε.
Αἴφνης ἡ Λίντι ἔκανε κατακόρυφο. Πῆρε ἀνάσα. Μύρισε μπλεγμένα
μπούτια μὲ καλσόν, μιὰ ἐλαφρὰ ὀσμὴ οὔρων.
«Φανταστικό», εἶπε ἡ γυναίκα.
«Μπορῶ νὰ σοῦ πῶ τὴ μοίρα σου ἂν θές», εἶπε ὁ Τέντι.
«Ὄχι, γλύκα μου, εὐχαριστῶ», εἶπε ἡ γυναίκα, «καὶ θὰ σοῦ πῶ γιατί».
Ἀκούμπησε ἐλαφρὰ τὸ στῆθος τοῦ Τέντι μὲ τὸ μακρύ, βαμμένο νύχι της.
«Οἱ γιατροὶ μὲ κάνουν καὶ τρέμω. Μοῦ φέρνουν ταράκουλο. Ὁ πρῶτος μου ἄντρας
ἦταν γιατρός. Ξέρεις μὲ τί ἀσχολιόταν; Μὲ συκώτια. Ὁλόκληρος ὁ κόσμος
του ἦταν τὰ συκώτια. Ἦταν ἕνας μικρόσωμος, μαυριδερὸς Ἰρανός, πάντοτε
χαμογελαστός. Ἦταν φρικιαστικὸς ὅσο δὲν πάει.» Στράφηκε πρὸς τὸ μέρος
τῆς Ἰβόν. «Ἐσὺ τί θὰ κάνεις γιὰ μένα, μικρὴ πάπια;»
Ἡ
πάπια μίλησε δίχως νὰ κουνηθεῖ τὸ ράμφος της.
Τὸ γιατὶ θὰ τὸ βρῶ ὅταν λήξει ὁ Χρόνος
Καὶ πιὰ θά ’χω πάψει νὰ ζητῶ τὸ γιατί
Χριστὸς θὰ ἐξηγεῖ τότε τὴν κάθε ὀδύνη
Στὴ σχολικὴ τάξη τ’ οὐρανοῦ τὴν ἁγνή
Ἡ
Ἰβὸν ἦταν λιγάκι ψευδῆ. Κουνοῦσε χέρια καὶ πόδια σὰν νά ’ταν οἱ στίχοι
ἀπὸ κάποιο τραγούδι ρὸκ ἒντ ρόλ. «Ἔμιλι Ντίκινσον», εἶπε ἡ Ἰβόν.
«Εἶναι τὸ πιὸ ἀπόκοσμο πράγμα πού ’χω ἀκούσει ποτέ μου», εἶπε ἡ
γυναίκα. Τὰ παιδιὰ γίνονται ὅλο καὶ πιὸ ἀπόκοσμα. Εἶναι οἱ καιροὶ αὐτοὶ
ποὺ ζοῦμε.» Ἔδωσε ἀπρόθυμα μιὰ τσίχλα στὴν Ἰβὸν καὶ κοίταξε τὸν Νίκι.
«Τί θά ’λεγες νὰ μοῦ πεῖς τίποτε στατιστικὰ γιὰ τὸ ράγκμπι;», εἶπε,
χωρὶς νά ’ναι σίγουρη. «Ἔχεις καμιὰ καλὴ πληροφορία γιὰ τοὺς
Bandits;» Ἡ γυναίκα εἶχε ἀκόμη κέφια. Θὰ τὸ γούσταρε ἕνα καλὸ ἀστεῖο.
«Ἔχω μιὰ ἰδέα», εἶπε στὸν Νίκι. «Πές μου τὸ χειρότερο πράγμα ποὺ σοῦ
συνέβη ποτέ.»
Ὁ
Νίκι κοίταξε πρῶτα τὴ γυναίκα κι ὕστερα τὴ Λίμπερτι. Ἔβαλε τὸν ἀντίχειρα
στὸ στόμα.
«Ἐντάξει», εἶπε ἡ γυναίκα στριφογυρνώντας τὴν μπίρα στὴν κοιλιά
της, «θὰ σοῦ πῶ τὸ χειρότερο πράγμα ποὺ συνέβη σ’ ἐμένα. Ἤμουν μικρὸ
παιδὶ σὰν κι ἐσένα κι εἶχα πάει νὰ δῶ τὸ τσίρκο. Διασκέδαζα πάρα πολὺ
στὸ τσίρκο. Πιὸ πολὺ ἀπ’ ὅλα μ’ ἄρεσαν τὰ ἐναέρια ἀκροβατικά. Τρελαινόμουν
νὰ βλέπω τοὺς ἀκροβάτες ἀνεβασμένους ἐκεῖ ψηλά, νὰ πετοῦν καὶ νὰ σκίζουν
τὸν ἀέρα, τὰ στρὰς στὶς στολές τους ν’ ἀστράφτουν. Ἤθελα νὰ γίνω κι ἐγὼ
ἀκροβάτισσα καὶ νὰ κάνω ἐναέρια ἀκροβατικά. Ἤμουν, λοιπόν, στὸ
τσίρκο κι ἕνας ἄντρας, πέφτοντας ἀπὸ ἕνα τραπέζιο, δὲν βρῆκε τὸ δίχτυ
καὶ προσγειώθηκε στὸ κοινό. Ἔπεσε πάνω μου καὶ μοῦ ’σπασε τὴν κλείδα.
Εἶχε ἀπαίσια μυρωδιά. Λέω ἀπαίσια καὶ τὸ ἐννοῶ, μύριζε σὰν μεγάλος
ποντικὸς ἢ κάτι τέτοιο».
Ἡ
γυναίκα γέλασε, ἀπὸ μέσα της σχεδόν, μὲ μιὰ θλίψη. Μποροῦσε ἀκόμη
ν’ ἀνοίξει τὸ χρῶμα τῶν μαλλιῶν της καὶ νὰ γνωρίσει κανέναν στὰ μπάρ, ἢ
νὰ ψευτοκάνει θαλάσσιο σκί, ἡ νύχτα ὡστόσο ἔφτανε στὸ τέλος της.
Μπροστά της θὰ ἔβρισκε μνῆμες ποὺ ἦταν ὅλο καὶ δυσκολότερο νὰ τὶς πιστέψει,
χανγκόβερ καὶ πόνο στὸ σέξ. Σπόντες παντοῦ. Γραπτὲς ἰατρικὲς διαγνώσεις.
Στὸ τελευταῖο μπάρμπεκιου τῆς ἔσπασε ἕνα δόντι. Κάποιοι τῆς ἄνοιξαν
πρόσφατα τὸ σπίτι καὶ δὲν πῆραν τίποτα. Οὔτε ἕνα γαμημένο πράγμα.
Τί περίμεναν νὰ βροῦν; Ἦταν εὐχάριστο ποὺ δὲν ἔλειπε τίποτα, ἦταν ὅμως
καὶ θλιβερό. Ἔκλεισε τὴν πόρτα κι ἔσβησε τὸ φῶς.
Ἡ
Λίμπερτι ἔλεγξε τὴν κάθε τσάντα χωριστὰ γιὰ νὰ σιγουρευτεῖ ὅτι δὲν ἔχουν
μέσα ξυραφάκια, πινέζες, χάπια ἢ τατουὰζ μὲ LSD.
«Εἶμαι ἡ μόνη πού ’χω φάκελο», εἶπε ἡ Λίντι. Τὸν ἔβγαλε ἔξω καὶ
τὸν ζούληξε. Ὁ ἀντίχειράς της ἄφησε ἀποτύπωμα. Μέσα ἦταν ἕνα χαρτονόμισμα
τῶν πενήντα δολαρίων.
Ἡ
Λίντι τὸ κοίταξε μὲ τὴν ἴδια ἀδιαφορία ποὺ τὸ κοίταξε κι ὁ Κλέμ. Τὸ
χαρτονόμισμα ἦταν κολλαριστό, δὲν κουβαλοῦσε ἴχνος ἱστορίας.
«Μπορεῖς μ’ αὐτὸ ν’ ἀγοράσεις κάτι ποὺ νὰ σ’ ἀρέσει», εἶπε ἡ Λίμπερτι.
Πολλὰ πράγματα. Τί θὰ ἤθελες;»
Ἡ
Λίντι δὲν ἔβλεπε πῶς συνδέονται τὰ δύο. Περιεργάστηκε τὸ χαρτονόμισμα.
Τὸ φίλησε.
«Νὰ τὸ προσέχεις», εἶπε ἡ Λίμπερτι. «Μὴν τὸ χάσεις.»
Ἡ
Λίντι ὡστόσο δὲν τὸ πρόσεξε. Τὸ ἔδωσε στὴ μάνα της κι αὐτὴ τὸ πῆγε στὴν
ἐκκλησία. Ἡ ἐκκλησία τό ’δωσε σὲ μιὰ φιλανθρωπικὴ ὀργάνωση. Ἡ φιλανθρωπικὴ
ὀργάνωση τὸ διοχέτευσε σὲ μιὰ κλινικὴ γιὰ τὴν ἀπεξάρτηση ἀπὸ τὰ
ναρκωτικὰ καὶ τὴν πρόληψη τῶν αὐτοκτονιῶν. Τραβήχτηκε ἀπ’ τὸν λογαριασμὸ
τῆς κλινικῆς γιὰ ν’ ἀγοραστεῖ ἕνα φουρνάκι γιὰ τοὺς ἐργαζόμενους. Ὁ
ἰδιοκτήτης τοῦ καταστήματος ἠλεκτρικῶν συσκευῶν ἀπ’ τὸ ὁποῖο ἀγοράστηκε
τὸ φουρνάκι τὸ πέταξε, κατὰ τὴ διάρκεια μιᾶς ἀποπνικτικῆς ἀπογευματινῆς
παράστασης, χωρὶς νὰ τὸ πολυσκεφτεῖ σ’ ἕναν σκύλο ὀνόματι Μπὰτ Μίστερ.
Τὸ χαρτονόμισμα μπῆκε τότε σ’ ἕνα γαϊτανάκι πληρωμῶν γιὰ σέξ, ἀλκοόλ,
ἀποτελέσματα βιοψίας καὶ γιὰ τὴν ἐπισκευὴ ἑνὸς καρμπιρατέρ. Σήκωσε
τὸ βάρος μιᾶς ζωῆς ποὺ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὴ συλλάβει οὔτε κι ἡ πιὸ τρελὴ
φαντασία. Πέρασε ἀπὸ κανάλια σφοδρά, ἀνόσια καὶ βαρετά. Ταξίδεψε
καὶ πιάστηκε κορόϊδο οὐκ ὀλίγες φορές. Γνώρισε φῶτα ἐκτυφλωτικὰ
καὶ σκοτεινὲς τσέπες. Εἶδε ἀπὸ κοντὰ τὸ γεῦμα ποὺ παρατέθηκε πρὸς τιμὴν
μιᾶς ἠθοποιοῦ στὸ Κὶ Οὐὲστ κι εἶχε γιὰ κυρίως πιάτο μπριζόλα ἀπὸ χελώνα.
Κέρδισε μονὸ εἰσιτήριο γιὰ ταινία πορνὸ στὴν ὁποία τὸ σοκαριστικὸ
μέγεθος τοῦ ὀργάνου τοῦ ἱερέα-μάρτυρα ὀφειλόταν σὲ περίσφιξη τὴν
ὥρα τῆς ἐκσπερμάτισης. Ἀγόρασε χριστουγεννιάτικα δέντρα, ντάκιρι
φράουλα κι ἕνα προπληρωμένο ταξίδι ποὺ τελικὰ δὲν ἔγινε. Ἔφυγε σὰν
ὀρφανό, κλαίγοντας γοερά. Οἱ ἀστραφτερὲς στὴν ἐπιφάνειά τους συμπτώσεις,
τὶς ὁποῖες ἀποκάλυπτε, γρήγορα γίνονταν ρουτίνα. Δὲν κοίταξε ποτὲ
τὴ ζωὴ στὰ μάτια. Οὔτε μιὰ φορά. Καὶ δὲν γύρισε ποτὲ πίσω. Καὶ δὲν γύρισε
πίσω οὔτε τὸ ρόδο, οὔτε ἡ πάπια, οὔτε ἡ ἀρχὴ τῆς ὁλότητας. Ποτὲ ξανά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου