O γερo-Πανάγος, ψηλός αδύνατος με μια άγρια χαρακωμένη φάτσα και λίγα μαλλιά γκριζόασπρα με μόνιμο σήμα κατατεθέν τη γλίτσα του και την καπελαδούρα του κατέβαινε στο χωριό από εκεί πάνω τη στάνη του κάθε μέρα λίγο μετά το απομεσήμερο. Ήταν η ώρα που οι γέροντες έβγαιναν στο μικρό καφενεδάκι για το απογευματινό τους καφεδάκι. Ο γερο- Πανάγος καθόταν στο μικρό τραπεζάκι αμίλητος και σοβαρός, απόμακρος. Γύρω στη μισή ώρα έπαιρνε πάλι την ανηφοριά για κει πάνω στα ριζά του πέρα βουνού, που ήταν ολόκληρο το βιος του, το μαντρί με τα τόσα γίδια και δίπλα η καλύβα του που στέγαζε τη μικρή του οικογένεια. Τη γρια γυναίκα του, κουτσή κι ονειροπαρμένη και τον γιος τους, το Μάρκο, το αγρίμι του βουνού, τον ασβό. Όπως όλοι οι τσοπάνηδες δεν έλεγε σε κανέναν πόσα γίδια είχε. Τόχαν μεγάλη γρουσουζιά να ξέρουν οι άλλοι πόσα ζωντανά έχουν. Ούτε και τα μαντρόσκυλα δεν μαρτύραγαν. Όμως οι ίδιοι τις γίδες τις γνώριζαν μία - μία από τούς όζους στα μαστάρια τους.
Από τις ελάχιστες μαρτυρίες ο Μάρκος πρέπει να πλησίαζε τα τριάντα με μια αφάνα στο κεφάλι και ένα πρόσωπο σκεπασμένο με αραιά γένια και μάτια μεγάλα σαν της αγελάδας. Λίγοι χωριανοί τον είχαν συναντήσει από κοντά και όλοι τον θεωρούσαν το αλλόκοτο θεριό του βουνού. Από το πρωί με το που χάραζε ο ήλιος, σκαρφάλωνε πάνω σε μια μεγάλη βελανιδιά, δίπλα στο μαντρί και έβγαζε διάφορες κραυγές μιμούμενος διάφορα ζώα. Πιο καλά έκανε τον τράγο και τη γίδα. Εκεί πάνω βρισκόταν τον περισσότερο καιρό. Αρκετά πιο πέρα στο φαράγγι, που χώριζε τα δυο βουνά, ήταν μια μεγάλη σπηλιά, ο φόβος και μαζί ο θρύλος για τους χωριάτες που οι παλιοί έλεγαν ότι κάποτε ένα κατσίκι που το κυνηγούσαν οι κλέφτες μπήκε στη σπηλιά και βγήκε κάτω κοντά στη θάλασσα τρεις με τέσσερις ώρες δρόμο από το χωριό. Εκεί μέσα έμπαινε ο Μάρκος και κανείς ποτέ δεν ήξερε τι έκανε.
Ο γερο-Πανάγος μπορεί να είχε πολλά κακά κι ανάποδα, κουσούρια και μη αλλά είχε ένα πολύ καλό! Στο πανηγύρι του χωριού αλλά και σε πολλούς γάμους, ουδέποτε σε αντιβενιζελικούς και μετέπειτα σε τετραυγουστιανούς, με το βιολί και τη γλυκιά φωνή του, πολύ παράξενο σε σχέση με την άγρια φάτσα του, κράταγε το χορό και το γλέντι μέχρι τις μικρές ώρες της νύχτας. Σημειωτέον το κρασί που έρεε αφειδώς δεν το έβαζε ποτέ στο στόμα του. Μόνο το κρασί υπήρχε άφθονο, όλα τα άλλα αγαθά τότε ήταν σπάνια. Η ανέχεια κυριαρχούσε σε όλες τις οικογένειες. Στο τέλος, αργά πλέον με τους τελευταίους τράβαγε την ανηφοριά με ένα δέμα γλυκά, τι γλυκά κουραμπιέδες με σκέτο λάδι. Ήταν τόσο υπερήφανος που δεν ανεχόταν και δεν έπαιρνε τίποτα άλλο. Το άλλο δε ανεξήγητο ήταν που όλες εκείνες τις ατέλειωτες ώρες, που έπαιζε και τραγουδούσε ο Γερο-Πανάγος, ο Μάρκος, ο ασβός είχε ανέβει σε ένα μακρινό, αντικρινό μαντρότοιχο και παρακολουθούσε περιπαθής και απλησίαστος.
Κάπως έτσι κυλούσε ο χρόνος μέσα στη φτώχεια και στην κακοτυχιά, και η καθημερινότητα ίδια και απαράλλαχτη πνιγμένη στους αέρηδες και στη λάσπη του χειμώνα και στα λιοπύρια με τον μπουχό του καλοκαιριού. Ο γερο-Πανάγος τα γίδια του και το βιολί του, ο Μάρκος τα δικά του, η Κουτσοβασίλω διπλωμένη στα δύο από την οστεοπόρωση να βογκάει μέρα νύχτα και οι χωριανοί άλλος έτσι κι άλλος αλλιώς πάλευαν στον δύσκολο αγώνα της βιοπάλης να ξεπεράσουν τα δεινά της ζωής, που έτριζε τα δόντια της. Ευτυχώς που ο τόπος ήταν γεμάτος αγριόχορτα και σαλιγκάρια οπότε ικανοποιούσαν αρκετά την πείνα τους, την πρώτη ανάγκη.
Ώσπου μια καλοκαιρινή μέρα, ντάλα μεσημέρι το χωριό σείστηκε από τη φωνή του γερο-Πανάγου γεμάτη σπαραγμό κι απόγνωση.
"Βοήθεια-βοήθεια χωριανοί" ακούστηκε πρώτα από τα ακρινά σπίτια του χωριού. Οι νεότεροι γυναίκες και άντρες τούτη την ώρα έλειπαν στο θέρο και στο χωριό ήταν τα γερόντια και αρκετά τσιρομπίλια. Οι περισσότεροι έπαιρναν τον υπνάκο τους και πετάχτηκαν άρον-άρον ταραγμένοι και εμβρόντητοι και σε λίγο έτρεξαν στο καφενεδάκι, που ήταν το κέντρο του χωριού να δούνε τι συμβαίνει. Πάνω σε μια λινάτσα ήταν ξαπλωμένος ο Μάρκος και ρουλιόταν από τον πόνο, κρατούσε την κοιλιά του και διπλωμένος στα δύο χτυπιόταν σαν το άλογο με κολικό. Κανείς δεν είχε δει τέτοιο πράγμα
Τότε στα χωριά υπήρχαν οι "πρακτικοί" που με διάφορα μαντζούνια και γιατροσόφια επιτελούσαν σπουδαίο έργο και απολάμβαναν μεγάλου σεβασμού και εκτίμησης από τους χωριάτες. Ήρθε λοιπόν κι ο γερο-Παύλος, τον πότισε με το ζόρι λίγο χαμομήλι, του έβαλε κατάπλασμα διάφορα βότανα αλλά ο Μάρκος δεν σταμάταγε με τίποτα τα βογκητά και τους λυγμούς, δάκρυζαν και οι πέτρες. Ήρθε και η γρια-Σπυρούλα και τον ξεμάτιασε αλλά τα ίδια και χειρότερα. Ήρθε κι ο παππάς από το διπλανό χωριό, τον διάβασε, τίποτα. Οι χωριανοί πρώτοι φορά έβλεπαν την αλλόκοτη θωριά του Μάρκου να χτυπιέται σαν θεριό ανήμερο κι όλοι σταυροκοπιούνταν. Ένα άλλο πρωτόφαντο γεγονός, που όλοι γούρλωναν τα μάτια ήταν το μεγάλο μαυρόασπρο τσοπανόσκυλο, ο Δίας, έτσι τον είχε βγάλει ο ίδιος ο Μάρκος, που όλη την ώρα στεκόταν παραδίπλα και γρύλιζε λες και υπέφερε το ίδιο. Ήταν ο καλύτερος φίλος του Μάρκου και ο πιο πιστός. Πάντοτε πίσω από το Μάρκο κι έφτανε μόνο ένα νόημα του αφεντικού να τρέξει να γυρίσει τα γίδια από τη ζημιά ή να φέρει το παγούρι από την καλύβα ή να ξεχωρίσει τα τραγιά όταν κουντριόσαντε λυσσασμένα. Μεγάλη αφοσίωση και αγάπη είχαν οι δυο τους από τότε που ήταν μικρό κουτάβι.
Είχε επέλθει μεγάλη αναστάτωση και κανείς δεν ήξερε τι να κάνουν, οπότε ακούστηκε η δυνατή φωνή του γερο-Μερτύκα. Ήταν ο ψάλτης του χωριού κι όλοι τον άκουγαν: "Χωριανοί προς Θεού μην καθυστερείτε, είναι σκουληκοδίτης και κάνετε γρήγορα να πάει στο γιατρό, δε βγάζει το βράδυ".
Και πράγματι σε λίγο δυο-τρεις νεότεροι που κατέφθασαν στο χωριό, φόρτωσαν το Μάρκο σε ένα μουλάρι και μετά τρεις ώρες δρόμο έφθασαν στο μεγάλο χωριό, που ήταν ο γιατρός. Από κει αμέσως τον οδήγησαν στο νοσοκομείο γιατί πράγματι ήταν οξεία μορφή σκωληκοειδίτιδας. Αμέσως έγινε εγχείρηση αλλά η κατάσταση ήταν πολύ σοβαρή. Φαίνεται είχαν περάσει πολλές μέρες που πονούσε ο Μάρκος και η σκωληκοειδής απόφυση είχε σπάσει και προκάλεσε διευρυμένη περιτονίτιδα.
Όταν που λέτε ξεκίνησαν με το μουλάρι, ο Δίας ο σκύλος από κοντά, αφηνιασμένος. Και τι μέσο δεν χρησιμοποίησαν για να γυρίσει πίσω αλλά τίποτα, έτσι στο τέλος τον άφησαν να τους ακολουθεί. Έφτασε μέχρι το δασύλλιο του νοσοκομείου όπου σε λίγες μέρες που μαθεύτηκε όλοι οι επισκέπτες, γνωστοί και ξένοι, έτρεχαν να τον δουν και να τον θαυμάσουν! Εκείνο το καλοκαίρι είχε γίνει το μέγα γεγονός, η ατραξιόν.
Δύσκολα τα πράγματα τότε στα νοσοκομεία. Με τις σουλφοναμίδες και την πενικιλλίνη στην πρώτη γραμμή οι γιατροί προσπαθούσαν να κάνουν τα αδύνατα δυνατά αλλά αλίμονο στον ασθενή με τις μεγάλες φλεγμονές και τις εγχειρήσεις. Έτσι και ο Μάρκος αντί να καλυτερεύει χειροτέρευε και τα άσχημα μαντάτα έφταναν κάθε μέρα στο χωριό αφού οι χωριανοί έκαναν τακτικές επισκέψεις.
Επί ένα μήνα που χαροπάλευε ο Μάρκος στο νοσοκομείο ο γερο-Πανάγος δεν κίνησε ρούπι από το προσκεφάλι του. Αυτός κι ο Δίας. Είχαν μείνει οι μισοί. Τα δε γίδια του τα φρόντιζαν οι χωριανοί μια και του είχαν μεγάλη ευγνωμοσύνη γιατί όλους τους είχε παντρέψει με το βιολί του και δεν είχε καταδεχθεί το παραμικρό.
Ξαφνικά εκεί που όλοι είχαν ξεγράψει το Μάρκο λες και έγινε κάποιο θαύμα και όλα άλλαξαν! Ήταν παραμονή του Δεκαπενταύγουστου κι ο Μάρκος πρωί - πρωί άνοιξε τα μάτια του κι άρχισε να αναγωγιέται. Του έβαλαν θερμόμετρο κι ο πυρετός είχε πέσει. Από εκείνο το πρωινό όλα άρχισαν να πηγαίνουν καλύτερα. Η γερή κράση του βγήκε νικητής κι ο Μάρκος σιγά και σταθερά άρχισε να συνέρχεται. Το άλλο βράδυ στο χωριό ήταν το πανηγύρι αλλά το είχαν ματαιώσει, έμαθαν όμως τα καλά νέα και στο άψε-σβήσε το ξανάστησαν και έγινε ένα τρικούβερτο γλέντι. Ο γερο-Πανάγος στο τέλος έσπασε το δοξάρι αλλά ευτυχώς που σφεντάμια ήταν γεμάτος ο λόγγος. Οι χωριανοί μπορεί να έβγαζαν τα μάτια για μια αγριλιά αλλά στις λύπες γίνονταν ένα κουβάρι και στις χαρές λιγότερο. Τους είχε στοιχίσει πολύ η ιστορία με τον Μάρκο.
Το άλλο που έγινε ήταν μεγαλύτερο θαύμα. Το πρόσωπο του Μάρκου άρχισε να γλυκαίνει και το χαμόγελο έκανε την εμφάνισή του. Όταν μάλιστα ένας μπαρμπέρης του έκοψε την αφάνα και τα γένια έγινε άλλος άνθρωπος, εντελώς αγνώριστος. Γαλήνεψε η ψυχή του κι αυτό φάνηκε στο αλαφιασμένο του πρόσωπο. Όταν δε επέστρεψε στο χωριό με άλλα ρούχα που του χάρισαν κάτι "ευγενείς" κυρίες στο νοσοκομείο όλοι έκαναν το σταυρό τους. Πρώτος λεβεντονιός!
Και έτσι για την ιστορία μας ο Μάρκος σε λίγα χρόνια έγινε ο καλύτερος τσοπάνης του χωριού. Πρώτος με τα γίδια και πρώτος και με τους συγχωριανούς. Πήρε και μια φτωχούλα αλλά νταρντάνα γυναίκα, έφτιαξε και μια χαμοκέλα στο χωριό και έτσι έγινε στο τάκα-τάκα πολυφαμελίτης, πολύτεκνος. Δυο κορίτσια και τρία αγόρια!!! Το πρώτο αγόρι το έβαλε Πανάγο και το δεύτερο Δία.
Από τις ελάχιστες μαρτυρίες ο Μάρκος πρέπει να πλησίαζε τα τριάντα με μια αφάνα στο κεφάλι και ένα πρόσωπο σκεπασμένο με αραιά γένια και μάτια μεγάλα σαν της αγελάδας. Λίγοι χωριανοί τον είχαν συναντήσει από κοντά και όλοι τον θεωρούσαν το αλλόκοτο θεριό του βουνού. Από το πρωί με το που χάραζε ο ήλιος, σκαρφάλωνε πάνω σε μια μεγάλη βελανιδιά, δίπλα στο μαντρί και έβγαζε διάφορες κραυγές μιμούμενος διάφορα ζώα. Πιο καλά έκανε τον τράγο και τη γίδα. Εκεί πάνω βρισκόταν τον περισσότερο καιρό. Αρκετά πιο πέρα στο φαράγγι, που χώριζε τα δυο βουνά, ήταν μια μεγάλη σπηλιά, ο φόβος και μαζί ο θρύλος για τους χωριάτες που οι παλιοί έλεγαν ότι κάποτε ένα κατσίκι που το κυνηγούσαν οι κλέφτες μπήκε στη σπηλιά και βγήκε κάτω κοντά στη θάλασσα τρεις με τέσσερις ώρες δρόμο από το χωριό. Εκεί μέσα έμπαινε ο Μάρκος και κανείς ποτέ δεν ήξερε τι έκανε.
Ο γερο-Πανάγος μπορεί να είχε πολλά κακά κι ανάποδα, κουσούρια και μη αλλά είχε ένα πολύ καλό! Στο πανηγύρι του χωριού αλλά και σε πολλούς γάμους, ουδέποτε σε αντιβενιζελικούς και μετέπειτα σε τετραυγουστιανούς, με το βιολί και τη γλυκιά φωνή του, πολύ παράξενο σε σχέση με την άγρια φάτσα του, κράταγε το χορό και το γλέντι μέχρι τις μικρές ώρες της νύχτας. Σημειωτέον το κρασί που έρεε αφειδώς δεν το έβαζε ποτέ στο στόμα του. Μόνο το κρασί υπήρχε άφθονο, όλα τα άλλα αγαθά τότε ήταν σπάνια. Η ανέχεια κυριαρχούσε σε όλες τις οικογένειες. Στο τέλος, αργά πλέον με τους τελευταίους τράβαγε την ανηφοριά με ένα δέμα γλυκά, τι γλυκά κουραμπιέδες με σκέτο λάδι. Ήταν τόσο υπερήφανος που δεν ανεχόταν και δεν έπαιρνε τίποτα άλλο. Το άλλο δε ανεξήγητο ήταν που όλες εκείνες τις ατέλειωτες ώρες, που έπαιζε και τραγουδούσε ο Γερο-Πανάγος, ο Μάρκος, ο ασβός είχε ανέβει σε ένα μακρινό, αντικρινό μαντρότοιχο και παρακολουθούσε περιπαθής και απλησίαστος.
Κάπως έτσι κυλούσε ο χρόνος μέσα στη φτώχεια και στην κακοτυχιά, και η καθημερινότητα ίδια και απαράλλαχτη πνιγμένη στους αέρηδες και στη λάσπη του χειμώνα και στα λιοπύρια με τον μπουχό του καλοκαιριού. Ο γερο-Πανάγος τα γίδια του και το βιολί του, ο Μάρκος τα δικά του, η Κουτσοβασίλω διπλωμένη στα δύο από την οστεοπόρωση να βογκάει μέρα νύχτα και οι χωριανοί άλλος έτσι κι άλλος αλλιώς πάλευαν στον δύσκολο αγώνα της βιοπάλης να ξεπεράσουν τα δεινά της ζωής, που έτριζε τα δόντια της. Ευτυχώς που ο τόπος ήταν γεμάτος αγριόχορτα και σαλιγκάρια οπότε ικανοποιούσαν αρκετά την πείνα τους, την πρώτη ανάγκη.
Ώσπου μια καλοκαιρινή μέρα, ντάλα μεσημέρι το χωριό σείστηκε από τη φωνή του γερο-Πανάγου γεμάτη σπαραγμό κι απόγνωση.
"Βοήθεια-βοήθεια χωριανοί" ακούστηκε πρώτα από τα ακρινά σπίτια του χωριού. Οι νεότεροι γυναίκες και άντρες τούτη την ώρα έλειπαν στο θέρο και στο χωριό ήταν τα γερόντια και αρκετά τσιρομπίλια. Οι περισσότεροι έπαιρναν τον υπνάκο τους και πετάχτηκαν άρον-άρον ταραγμένοι και εμβρόντητοι και σε λίγο έτρεξαν στο καφενεδάκι, που ήταν το κέντρο του χωριού να δούνε τι συμβαίνει. Πάνω σε μια λινάτσα ήταν ξαπλωμένος ο Μάρκος και ρουλιόταν από τον πόνο, κρατούσε την κοιλιά του και διπλωμένος στα δύο χτυπιόταν σαν το άλογο με κολικό. Κανείς δεν είχε δει τέτοιο πράγμα
Τότε στα χωριά υπήρχαν οι "πρακτικοί" που με διάφορα μαντζούνια και γιατροσόφια επιτελούσαν σπουδαίο έργο και απολάμβαναν μεγάλου σεβασμού και εκτίμησης από τους χωριάτες. Ήρθε λοιπόν κι ο γερο-Παύλος, τον πότισε με το ζόρι λίγο χαμομήλι, του έβαλε κατάπλασμα διάφορα βότανα αλλά ο Μάρκος δεν σταμάταγε με τίποτα τα βογκητά και τους λυγμούς, δάκρυζαν και οι πέτρες. Ήρθε και η γρια-Σπυρούλα και τον ξεμάτιασε αλλά τα ίδια και χειρότερα. Ήρθε κι ο παππάς από το διπλανό χωριό, τον διάβασε, τίποτα. Οι χωριανοί πρώτοι φορά έβλεπαν την αλλόκοτη θωριά του Μάρκου να χτυπιέται σαν θεριό ανήμερο κι όλοι σταυροκοπιούνταν. Ένα άλλο πρωτόφαντο γεγονός, που όλοι γούρλωναν τα μάτια ήταν το μεγάλο μαυρόασπρο τσοπανόσκυλο, ο Δίας, έτσι τον είχε βγάλει ο ίδιος ο Μάρκος, που όλη την ώρα στεκόταν παραδίπλα και γρύλιζε λες και υπέφερε το ίδιο. Ήταν ο καλύτερος φίλος του Μάρκου και ο πιο πιστός. Πάντοτε πίσω από το Μάρκο κι έφτανε μόνο ένα νόημα του αφεντικού να τρέξει να γυρίσει τα γίδια από τη ζημιά ή να φέρει το παγούρι από την καλύβα ή να ξεχωρίσει τα τραγιά όταν κουντριόσαντε λυσσασμένα. Μεγάλη αφοσίωση και αγάπη είχαν οι δυο τους από τότε που ήταν μικρό κουτάβι.
Είχε επέλθει μεγάλη αναστάτωση και κανείς δεν ήξερε τι να κάνουν, οπότε ακούστηκε η δυνατή φωνή του γερο-Μερτύκα. Ήταν ο ψάλτης του χωριού κι όλοι τον άκουγαν: "Χωριανοί προς Θεού μην καθυστερείτε, είναι σκουληκοδίτης και κάνετε γρήγορα να πάει στο γιατρό, δε βγάζει το βράδυ".
Και πράγματι σε λίγο δυο-τρεις νεότεροι που κατέφθασαν στο χωριό, φόρτωσαν το Μάρκο σε ένα μουλάρι και μετά τρεις ώρες δρόμο έφθασαν στο μεγάλο χωριό, που ήταν ο γιατρός. Από κει αμέσως τον οδήγησαν στο νοσοκομείο γιατί πράγματι ήταν οξεία μορφή σκωληκοειδίτιδας. Αμέσως έγινε εγχείρηση αλλά η κατάσταση ήταν πολύ σοβαρή. Φαίνεται είχαν περάσει πολλές μέρες που πονούσε ο Μάρκος και η σκωληκοειδής απόφυση είχε σπάσει και προκάλεσε διευρυμένη περιτονίτιδα.
Όταν που λέτε ξεκίνησαν με το μουλάρι, ο Δίας ο σκύλος από κοντά, αφηνιασμένος. Και τι μέσο δεν χρησιμοποίησαν για να γυρίσει πίσω αλλά τίποτα, έτσι στο τέλος τον άφησαν να τους ακολουθεί. Έφτασε μέχρι το δασύλλιο του νοσοκομείου όπου σε λίγες μέρες που μαθεύτηκε όλοι οι επισκέπτες, γνωστοί και ξένοι, έτρεχαν να τον δουν και να τον θαυμάσουν! Εκείνο το καλοκαίρι είχε γίνει το μέγα γεγονός, η ατραξιόν.
Δύσκολα τα πράγματα τότε στα νοσοκομεία. Με τις σουλφοναμίδες και την πενικιλλίνη στην πρώτη γραμμή οι γιατροί προσπαθούσαν να κάνουν τα αδύνατα δυνατά αλλά αλίμονο στον ασθενή με τις μεγάλες φλεγμονές και τις εγχειρήσεις. Έτσι και ο Μάρκος αντί να καλυτερεύει χειροτέρευε και τα άσχημα μαντάτα έφταναν κάθε μέρα στο χωριό αφού οι χωριανοί έκαναν τακτικές επισκέψεις.
Επί ένα μήνα που χαροπάλευε ο Μάρκος στο νοσοκομείο ο γερο-Πανάγος δεν κίνησε ρούπι από το προσκεφάλι του. Αυτός κι ο Δίας. Είχαν μείνει οι μισοί. Τα δε γίδια του τα φρόντιζαν οι χωριανοί μια και του είχαν μεγάλη ευγνωμοσύνη γιατί όλους τους είχε παντρέψει με το βιολί του και δεν είχε καταδεχθεί το παραμικρό.
Ξαφνικά εκεί που όλοι είχαν ξεγράψει το Μάρκο λες και έγινε κάποιο θαύμα και όλα άλλαξαν! Ήταν παραμονή του Δεκαπενταύγουστου κι ο Μάρκος πρωί - πρωί άνοιξε τα μάτια του κι άρχισε να αναγωγιέται. Του έβαλαν θερμόμετρο κι ο πυρετός είχε πέσει. Από εκείνο το πρωινό όλα άρχισαν να πηγαίνουν καλύτερα. Η γερή κράση του βγήκε νικητής κι ο Μάρκος σιγά και σταθερά άρχισε να συνέρχεται. Το άλλο βράδυ στο χωριό ήταν το πανηγύρι αλλά το είχαν ματαιώσει, έμαθαν όμως τα καλά νέα και στο άψε-σβήσε το ξανάστησαν και έγινε ένα τρικούβερτο γλέντι. Ο γερο-Πανάγος στο τέλος έσπασε το δοξάρι αλλά ευτυχώς που σφεντάμια ήταν γεμάτος ο λόγγος. Οι χωριανοί μπορεί να έβγαζαν τα μάτια για μια αγριλιά αλλά στις λύπες γίνονταν ένα κουβάρι και στις χαρές λιγότερο. Τους είχε στοιχίσει πολύ η ιστορία με τον Μάρκο.
Το άλλο που έγινε ήταν μεγαλύτερο θαύμα. Το πρόσωπο του Μάρκου άρχισε να γλυκαίνει και το χαμόγελο έκανε την εμφάνισή του. Όταν μάλιστα ένας μπαρμπέρης του έκοψε την αφάνα και τα γένια έγινε άλλος άνθρωπος, εντελώς αγνώριστος. Γαλήνεψε η ψυχή του κι αυτό φάνηκε στο αλαφιασμένο του πρόσωπο. Όταν δε επέστρεψε στο χωριό με άλλα ρούχα που του χάρισαν κάτι "ευγενείς" κυρίες στο νοσοκομείο όλοι έκαναν το σταυρό τους. Πρώτος λεβεντονιός!
Και έτσι για την ιστορία μας ο Μάρκος σε λίγα χρόνια έγινε ο καλύτερος τσοπάνης του χωριού. Πρώτος με τα γίδια και πρώτος και με τους συγχωριανούς. Πήρε και μια φτωχούλα αλλά νταρντάνα γυναίκα, έφτιαξε και μια χαμοκέλα στο χωριό και έτσι έγινε στο τάκα-τάκα πολυφαμελίτης, πολύτεκνος. Δυο κορίτσια και τρία αγόρια!!! Το πρώτο αγόρι το έβαλε Πανάγο και το δεύτερο Δία.
Μετά, μόνο εκείνη η βελανιδιά θύμιζε εκείνα τα χρόνια.
_____________________________________
Ο Θεόδωρος Κόλλιας γεννήθηκε στο Γιαννιτσοχώρι του Δήμου Ζαχάρως το 1953. Σπούδασε Κτηνιατρική και εργάστηκε ως κτηνίατρος στο Υπουργείο Γεωργίας. Ασχολείται με τη Λογοτεχνία και έχει συγγράψει τα έργα "Αναλόγιο Ενθυμημάτων για Ανθρώπους και Ζώα" και "Αλλοτινές Εποχές"
ΠΗΓΗ navarino-s
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου