«[...] Αγκιστρώνομαι από τη γυναίκα και ξεχνάω τις σπείρες
που χοροπηδάνε πλέον κάτω από τα πόδια μου. Βγάζω το κινητό μου από
την τσέπη και της το δίνω να τους ειδοποιήσει. Δεν θυμάμαι το τηλέφωνό
τους, μου λέει κάπως ντροπαλά. Δεν το έχω πάνω μου. Ανοησία. Έπρεπε να το
έχω γράψει σε ένα χαρτί. Εσείς νεαρέ μου, ειδοποιήσατε αυτόν που θα έρθει
να σας πάρει; Είπα ψέματα ότι τα είχα κανονίσει όλα. Από το αεροδρόμιο
θα έπαιρνα το λεωφορείο μέχρι το τέρμα και μετά ταξί μέχρι το σπίτι. Δεν
είχα και πολλά να κανονίσω.
Και τότε άρχισα να ρωτάω εγώ. Θα ερχόταν να την πάρει η
κόρη της με τον γαμπρό της. Με το αυτοκίνητο. Μία ώρα δρόμος. Μετά τη
δουλειά. Στο γραφείο του εκείνος. Σε μεγάλη εταιρεία. Καλό παιδί.
Εργατικό. Εκείνη καθηγήτρια. Καλό παιδί κι αυτή. Τη ρωτάω αν θέλει
να προσπαθήσω να βρω το τηλέφωνο της κόρης της. Με κοιτάζει. Γνωρίζετε
την κόρη μου; Χαμογελάω. Στο ίντερνετ. Δεν απαντάει. Στο φέισμπουκ. Και
μετά από μια παύση ακόμα μου λέει εντάξει και μου δίνει τα στοιχεία.
Βρίσκω έξι γυναίκες με το ίδιο όνομα. Της δείχνω το κινητό. Η ξανθιά, μου
λέει, αφού τις εξέτασε όλες μία μία, συγκεντρωμένη. Στέλνω πρώτα
μήνυμα και μετά αίτημα φιλίας. Για να δούμε, λέω κάπως παιχνιδιάρικα.
Λίγα λεπτά αργότερα η κόρη της μου στέλνει ένα τυπικό και
ευγενικό μήνυμα, με ευχαριστεί και μου ζητάει να επικοινωνήσω ξανά όταν
θα έχω νεότερα. Το διαβάζω δυνατά, βλέπω πως είναι ικανοποιημένη. Τώρα η
κόρη σας κι εγώ είμαστε φίλοι, της λέω, τονίζοντας τη λέξη φίλοι λίγο
περισσότερο απ’ ό,τι θα ήθελα. Τι είδους φίλοι; Της δείχνω το κινητό.
Μπορώ, ας πούμε, να δω τις φωτογραφίες της κι αυτή μπορεί να δει τις
δικές μου. Πατάω πάνω στο προφίλ μιας ξανθιάς πενηντάρας με μαύρα
κοκάλινα γυαλιά.
Κι έτσι αρχίζουμε να κοιτάμε φωτογραφίες και να μου εξηγεί
τι βλέπουμε βάζοντας επικεφαλίδες. Ο γαμπρός μου. Κάποιες φίλες της κόρης
μου. Η Μαίρη, έχω χρόνια να τη δω, πάχυνε. Η Αρετή, καλό κορίτσι. Ο
γαμπρός μου ξανά. Τα παιδιά στη γιορτή του σχολείου. Η κόρη μου και ο
άντρας της μπροστά στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Προχωράω τις φωτογραφίες
και σε μία εντοπίζω την ίδια. Μεγαλώνω τη φωτογραφία και βάζω στη μέση
της οθόνης εκείνη, όρθια σε κάποιο κήπο, δίπλα σε έναν καθιστό άντρα,
κάτω από μια μεγάλη ομπρέλα και γύρω τους όλη η οικογένεια. Δεν λέει
τίποτα για τον άντρα. Κοίτα τα μαλλιά μου, μου λέει, πρώτη φορά στον
ενικό. Φυσούσε πολύ εκείνη τη μέρα. Τα πρώτα γενέθλια του εγγονού μου και
τα κάνανε στον κήπο. Είχε τόσο αέρα, δεν το φαντάζεστε, ξανά στον
πληθυντικό. Σήκωσε και την ομπρέλα στο τέλος. Κοιτάξτε πώς είναι τα μαλλιά
μου. Αν είναι δυνατόν, μα ποιος την έβαλε εδώ; Κακώς, πολύ κακώς. Πάω
προς το μωρό στη μέση. Η εγγονή σας είναι αυτή; τη ρωτάω. Πριν προλάβει
να πει κάτι και επειδή έχει σωπάσει, συνεχίζω λέγοντας πως είναι πολύ
όμορφη, να τη χαίρεστε, και πράγματι είναι. Αγόρι είναι, μουρμουρίζει η
κυρία Αθηνά, ο εγγονός μου ο Γιάννης. Κρίμα όμως που είναι αγόρι. Τόση
ομορφιά χαμένη σ’ έναν άντρα.»
Ελίζα
Παναγιωτάτου, Αεροδρόμιο
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου