|
|
«ΕΛΑΒΑ πρόσφατα ἕνα –τυπικὸ– γράμμα
ἀπὸ κάποιον ἀπόφοιτο τοῦ ἐργαστηρίου τῆς Ἀϊόβα ποὺ μοῦ ζητοῦσε νὰ συμμετάσχω σὲ μιὰ “συλλογικὴ” συνέντευξη. Τὸ
ἐρώτημα ἦταν γιατί τὰ διηγήματα ἔχουν σημασία καὶ γιατί ὀφείλουμε
ν’ ἀναγνωρίζουμε τὴν ἀξία τους. Τί ρετρὸ ἐρώτηση. Ἀκούστηκε σὰν
κάτι βγαλμένο ἀπ’ τὴ δεκαετία τοῦ 1940. Δὲν εἶχα καμία ὄρεξη ν’ ἀπαντήσω,
ἐντούτοις πιστεύω πὼς δὲν ἔχουν καὶ τόση σημασία. Ἕνα κοπάδι ἄγριοι
ἐλέφαντες ἀξίζει περισσότερο. Καὶ γιὰ ποιά ἀκριβῶς διηγήματα μιλᾶμε
ἄραγε; Εἶναι τόσο πολλά.»[1]
Τὰ παραπάνω λόγια —ἀπάντηση τῆς Τζόι Οὐίλιαμς στὴν ἐρώτηση
τί σημαίνει γι’ αὐτὴν τὸ διήγημα κι ἂν εἶναι κάποιου εἴδους μυστικὸ—
εἶναι ἐνδεικτικὰ τοῦ πῶς βλέπει ἡ ἴδια τὸν κόσμο τῆς λογοτεχνίας ἀλλὰ
καὶ τὸν κόσμο γενικῶς. Ὁ συγγραφέας, γράφει κάπου, στὸ ξεκίνημά του ἔχει
κατὰ νοῦ νὰ δράσει ὡς παράγοντας μεταμορφωτικὸς γιὰ νὰ φτάσει τελικῶς
—κι αὐτὸ ὄχι πάντα— μέσ’ ἀπ’ τὶς ἱστορίες του —σκιὲς ἱστοριῶν στὴν
πραγματικότητα— νὰ κατορθώσει ἁπλῶς
νὰ ’ρθεῖ σ’ ἐπαφὴ μὲ λίγους ἀκόμη ἀνθρώπους – κι αὐτὸ ἀσφαλῶς καὶ δὲν
εἶναι ἀρκετό, ὅπως δὲν εἶναι ἀρκετὸ καὶ τίποτε ἀπ’ ὅσα περνᾶνε ἀπ’
τὸ χέρι του.
Μὲ τὴ δημοσίευση τῶν πρώτων της διηγημάτων σὲ διάφορα περιοδικὰ τὴ δεκαετία τοῦ 1970 (τὸ πρῶτο της δημοσιευμένο διήγημα τοῦ 1966 τὸ θεωρεῖ πρωτόλειο) καὶ τοῦ μυθιστορήματος State of Grace τὸ 1973, ἡ Οὐίλιαμς κάνει εὐθὺς ἐξαρχῆς ξεκάθαρες τὶς προθέσεις της καὶ ταράζει τὰ —ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον— λιμνάζοντα νερὰ τῆς ἀμερικανικῆς (καὶ ὄχι μόνο) λογοτεχνίας. Βασικὲς πτυχὲς τῆς προσωπικότητάς της ἀλλὰ καὶ τῆς πολυετοῦς διαδρομῆς της (ἔχει ἐπανειλημμένως χαρακτηριστεῖ συγγραφέας στριφνῆ, δύσκολη κι ἐκκεντρική, ἐνῶ ἡ ἴδια θεωρεῖ ἀκόμη καὶ τὸν χαρακτηρισμὸ «συγγραφέας τῶν συγγραφέων» ἄκρως ὑποτιμητικὸ) φωτίζονται πολὺ ὄμορφα στὸ κείμενο τοῦ Ντὰν Κόις μὲ τὸ ὁποῖο κλείνει τὸ ἀφιέρωμά μας.
Οἱ κοινοὶ τόποι μὲ ὁμότεχνούς της προερχόμενους ἀπὸ τὴν ἴδια
παράδοση δὲν εἶναι διόλου ἀμελητέοι· θρησκευτικότητα καὶ τοπία
ποὺ μᾶς θυμίζουν τὴ Φλάνερι Ὀ’Κόνορ, στιχομυθίες καὶ ἀτμόσφαιρα ποὺ
συνορεύουν μὲ τὸν κόσμο τοῦ Ντένις Τζόνσον, κοφτὲς προτάσεις παραπλήσιες
μ’ αὐτὲς τοῦ Ρέιμοντ Κάρβερ. Τὸ ἔργο της, ὡστόσο, ἀκτινοβολεῖ
λόγῳ ἀκριβῶς τῆς γνησιότητάς του καὶ φέρνει —ἀσκώντας μιὰ ὑπόγεια
γοητεία— μὲ τρόπο ὁρμητικὸ στὸ λογοτεχνικὸ προσκήνιο μείζονα ζητήματα
ποὺ εἴτε ἔχουν ἐκπέσει, εἴτε ἔχουν «ξεχαστεῖ» στὸν βωμὸ μιᾶς ὧρες-ὧρες
ἀποκαρδιωτικῆς εὐκολίας, εἴτε ἡ γενικευμένη ἰσοπεδωτικὴ ὀρθοπολιτικὴ
τά ’χει ἐντελῶς ἀποδυναμώσει ἐντάσσοντάς τα ἀκρωτηριασμένα κατ’
οὐσίαν σὲ μιὰ λογοτεχνία ἐπιτηδευμένη κι ἀναιμική, μιὰ λογοτεχνία
δίχως δόντια.
«Δὲν ἀρκεῖ ν’ αὐτοχαρακτηριστοῦμε
ἁπλῶς ἀπρόσεκτοι, ἀστόχαστοι ἢ μύωπες. Καταναλώνουμε, σπαταλᾶμε,
ἀναπαραγόμαστε καὶ χτίζουμε μέσα σ’ ἕνα στεῖρο ντελίριο. Στὴν ἔκταση
ποὺ συμβαίνει ὅλο αὐτό, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ θεωρηθεῖ, ἐπὶ τῆς οὐσίας,
ψυχοπάθεια.»[2]
Ἡ αὐθεντικότητα αὐτὴ
γίνεται ἀμέσως ἀντιληπτὴ ἤδη ἀπὸ τὶς πρῶτες ἀράδες τῶν πιὸ δυνατῶν
κειμένων της, κι εἶναι ἀπόρροια ὄχι μόνον τῶν ἀσυνήθιστων χαρακτήρων
καὶ τῆς προβληματικῆς της, ποὺ χτίζεται σωρευτικά, ἀλλὰ καὶ τῆς ἴδιας
τῆς ἀνατρεπτικῆς γραφῆς της. Τὸ ὕφος της εἶναι κρυπτικό, συχνὰ εἰρωνικὸ
καὶ βρίθει ἀπὸ μεταφορές, οἱ χαρακτῆρες της ξεστομίζουν κουβέντες
ποὺ σὲ μιὰ πρώτη ἀνάγνωση ἐκτὸς ἀπὸ σκληρὲς ἴσως φανοῦν καὶ ἀσύνδετες,
οἱ ἀλλαγὲς μεταξὺ τῶν σκηνῶν εἶναι, ὄχι σπάνια, ἀπότομες καὶ ἡ ἰδιόμορφα
θελκτικὴ παραισθησιογόνα ἀτμόσφαιρα ἐνδέχεται νὰ θολώνει —γιὰ ὁρισμένους—
τὰ νερά. Τὸ ἐξαιρετικὸ διήγημα μὲ τίτλο «Κόλπα» («Tricks»), τὸ ὁποῖο
θὰ συναντήσει ὁ ἀναγνώστης καθὼς τὸ ἀφιέρωμα προχωρᾶ, συγκεντρώνει
ὅλα ἀνεξαιρέτως τὰ προαναφερθέντα γνωρίσματα· μέσῳ μιᾶς πολὺ ζωντανῆς
ἀφήγησης ποὺ κρύβει ἐκπλήξεις μέχρι τέλους, οἱ παράξενοι —ἐκ πρώτης
ὄψεως— χαρακτῆρες του μοιάζουν πολὺ γρήγορα πολὺ οἰκεῖοι, καθὼς παρακολουθοῦμε
τὰ παιδιὰ νὰ πηγαίνουν ἀπὸ πόρτα σὲ πόρτα καὶ τὸν κάθε οἰκοδεσπότη,
καὶ μαζὶ τὸ κάθε σπίτι, νὰ λέει τὴν ἱστορία του καὶ νὰ μᾶς εἰσάγει σ’ ἕναν
νέο κάθε φορὰ μικρόκοσμο.
Τὰ διηγήματα τῆς Τζόι Οὐίλιαμς εἶναι διηγήματα πλήρη νοημάτων,
ἐξαίσια δείγματα μιᾶς ἄγριας, πυκνῆς καὶ ἀσυνήθιστα πολυεπίπεδης
γραφῆς καὶ συνάμα μιᾶς εἰκονοποιΐας σαγηνευτικὰ ἀλλόκοτης, ποὺ
σκοπὸ ἔχουν ὄχι νὰ κατευνάσουν ἀλλὰ νὰ ταρακουνήσουν, νὰ ξεβολέψουν,
καὶ τὸ τράνταγμα αὐτὸ νὰ φυτέψει —τὶς φορὲς ποὺ πετυχαίνει τὸν σκοπό
του— τοὺς σπόρους γιὰ εὐρύτερο καὶ βαθύτερο προβληματισμό.
Ἡ
ἴδια παρομοιάζει τὸν συγγραφέα μὲ φυγὰ ποὺ κρατᾶ ἑπτασφράγιστο μυστικό,
δὲν εἶναι διατεθειμένος νὰ τὸ προδώσει καί, χωρὶς νὰ ξέρει καὶ νὰ μπορεῖ
νὰ πεῖ ἐπακριβῶς ποιό εἶναι τὸ μυστικὸ αὐτό, ἀναταράσσει τὸ ὑπάρχον,
δημιουργεῖ νέες μορφές, ρίχνεται μ’ ὅλες του κυριολεκτικὰ τὶς δυνάμεις
σὲ μιὰ δίχως τέλος προσπάθεια «νὰ δραπετεύσει ἀπ’ τὸν χρόνο» ἀλλὰ καὶ
νὰ ὑπερβεῖ τὰ δεσμά του μέσ’ ἀκριβῶς ἀπ’ τὸ γράψιμο. Τὸ ὕφος, δέ, γράφει
σὲ κάποιο δοκίμιό της, εἶναι σωσίας τοῦ συγγραφέα, δὲν πρέπει κανεὶς
νὰ τοῦ ’χει καὶ πολλὴ ἐμπιστοσύνη καὶ καλὸ εἶναι ὅταν νιώσει ὅτι τό
’χει κατακτήσει, νὰ τὸ ἐγκαταλείπει καὶ νὰ προχωρᾶ παραπέρα, ἀποφεύγοντας
κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸν κίνδυνο τῆς ἐκζήτησης, τοῦ μανιερισμοῦ ποὺ ἀργὰ
ἡ γρήγορα θὰ τὸν ἀπομακρύνει ἀπ’ τὴν ἀλήθεια.
Κάπως ἔτσι, ἡ Τζόι Οὐίλιαμς φτάνει τὸ 2016, ἔπειτα ἀπὸ μισὸ αἰώνα
στὰ γράμματα, νὰ δοκιμαστεῖ πρώτη φορὰ στὴ μικρομυθοπλασία καὶ ἐκδίδει
τὶς Ἐνενήντα ἐννιὰ ἱστορίες
τοῦ Θεοῦ (Ninety-Νine
Stories of God), μιὰ μικρὴ ἐκλογὴ
ἀπὸ τὶς ὁποῖες παρουσιάζουμε στὸ ξεκίνημα τοῦ ἀφιερώματος αὐτοῦ.
Βασικὲς πηγὲς ἔμπνευσης, ὡς πρὸς τὴ μορφὴ κυρίως τῶν κειμένων καὶ τὴ
δομὴ τοῦ βιβλίου, ἀποτέλεσαν γιὰ τὴ συγγραφέα τὸ Der Stimmenimitator[3]
τοῦ Τόμας Μπέρνχαρντ καὶ τὸ Die
Zürauer Aphorismen[4]
τοῦ Φρὰντς Κάφκα, ἐνῶ τὰ κείμενα ξεκινοῦν ἀπὸ λίγες μόνον ἀράδες ἢ
καὶ μία μόνον πρόταση, ὅπως γιὰ παράδειγμα τὸ #61 («Μουσεῖο»): Δὲν μᾶς φάνηκε ἐνδιαφέρον μὲ
τὴν ἔννοια ποὺ νομίζαμε ὅτι θὰ μᾶς φανεῖ ἐνδιαφέρον —ποὺ
φέρνει στὸν νοῦ τὴ Λίντια Ντέιβις καὶ τὴν ἀκαριαία γραφή
της— καὶ φτάνουν, σὲ λιγοστὲς περιπτώσεις, ἴσαμε δυὸ-τρεῖς σελίδες τὸ
πολύ. Ὁ Θεὸς εἶναι πανταχοῦ παρὼν —ὅπως ἄλλωστε προτείνει καὶ ὁ τίτλος—
στὶς μικροσκοπικὲς αὐτὲς βινιέτες, ποὺ συχνὰ θυμίζουν παραβολές,
εἴτε κατεβαίνοντας στὴ γῆ καὶ πιάνοντας κουβέντα μὲ τοὺς ἀνθρώπους
(σ’ ἕναν τόνο ἰδιόρρυθμα κωμικό, ποὺ μᾶς φανερώνει καὶ αὐτὴ τὴν ἀρετὴ
τῆς πολύπτυχης γραφῆς της), εἴτε σὰν ὑπόρρητη παρουσία (στὴ φύση,
στὸν θάνατο, στὰ ζῶα, στοὺς ἀνθρώπους, στὴν κάθε μέρα, σὲ κάτι ποὺ συμβαίνει
ξαφνικὰ καὶ δὲν χωρᾶ μ’ εὐκολία στὸ καλούπι τοῦ ὀρθοῦ λόγου – πιὸ χαμηλόφωνα
ἐδῶ) ἢ καὶ διὰ τῆς ἀπροσδόκητης ἢ καὶ ἀνέλπιστης ἀπουσίας του.
Ἀφήσαμε
γιὰ τὸ τέλος τὴ λίστα —ποὺ τῆς ζητήθηκε ἀρχικὰ ἀπὸ τὸ βιβλιοπωλεῖο
Powell’s καὶ ἐν συνεχείᾳ ἀναδημοσιεύτηκε (ὅπως ἀκριβῶς βγῆκε ἀπ’
τὴ γραφομηχανή της) στὴν πηγὴ στὴν ὁποία παραπέμπουμε— μὲ τὰ ὀχτὼ
βασικὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ διηγήματος καὶ τὴ βασικὴ
διαφορά του ἀπ’ τὸ μυθιστόρημα, ὑποσημειώνοντας ὅτι ὁ ἀρκετὰ ἀφηρημένος
τόνος τῶν περισσότερων συμβουλῶν της εἶναι σκόπιμος καὶ πηγάζει ἀπ’
τὴν ἄποψή της ὅτι δὲν μαθαίνει κανεὶς νὰ γράφει μελετώντας μεθόδους
οὔτε διαβάζοντας... τεχνικὲς ὁδηγίες κι ἡ οὐσία ὅλη βρίσκεται στὴν
ἀσίγαστη ἐπιθυμία, στὴ συγκίνηση, στὴν ἰδιότυπη νηστεία, καὶ σ’
αὐτὸ τὸ ἀπροσδιόριστο κάτι (ποὺ ἀγκαλιάζει τὸ μεγάλο τίποτα) ποὺ
συμβαίνει —ὅταν συμβαίνει— τὶς μικρὲς ὧρες (πάντα, γράφει κάπου ἡ Τζόι
Οὐίλιαμς, ὅταν κάποιος γράφει εἶναι στὸ κεφάλι του τρεῖς καὶ τέσσερις
καὶ πέντε ἡ ὥρα τὸ πρωῒ) στοὺς «ἐρημίτες καὶ τοὺς στυλίτες ποὺ δὲν ξέρουν
πῶς ἀνέβηκαν στὸν στύλο, πῶς χώθηκαν μέσα στὴ σπηλιά», στὴν ἴδια τὴν ἐκρηκτικὴ
λειτουργία τῆς γραφῆς.
8
βασικὰ γνωρίσματα τοῦ διηγήματος
(καὶ μιὰ διαφορὰ ἀνάμεσα
στὸ διήγημα καὶ στὸ μυθιστόρημα)
1) Θὰ πρέπει νὰ ὑπάρχει
μιὰ διαυγής, καθαρὴ ἐπιφάνεια κι ἀποκάτω της σφοδρὸς ἀναταραγμός.
2) Ἕνα κάποιο ἀναγωγικὸ
ἐπίπεδο.
3) Προτάσεις ποὺ μποροῦν
νὰ σταθοῦν θαυμάσια καὶ μόνες τους.
4) Ἕνα ζῶο σὲ κάποιο
σημεῖο τοῦ κειμένου νὰ δίνει τὴν εὐλογία του.
5) Ἐνδόμυχες φωνὲς
ποὺ ἐξωτερικεύονται μὲ τρόπο ἐντελῶς ἀσυνήθιστο.
6) Ὁ ἐνδελεχὴς ἔλεγχος
εἶναι ἀπολύτως ἀπαραίτητος.
7) Ἡ ἐντύπωση ποὺ προξενεῖ
ἡ ἱστορία θὰ πρέπει νὰ ὑπερβαίνει τὴ φυσικότητα καὶ τὴ δυνατότητα
προσέγγισης ποὺ προκύπτουν ἀπ’ τὴν ὑπόθεση καὶ τὴ γλώσσα.
8) Κατὰ τὴν ἐκτέλεση
ἀπαιτεῖται ὁπωσδήποτε ψυχρότητα. Δὲν πρόκειται γιὰ κατεξοχὴν παραμυθητικὴ
φόρμα· ἂν ὡστόσο τὸ διήγημα παρηγορεῖ, ἡ παραμυθία θὰ πρέπει νά
’ρχεται ἀναπάντεχα.
Ἕνα μυθιστόρημα
θέλει νὰ σοῦ κρατήσει συντροφιά, τὸ διήγημα κατὰ κανόνα ὄχι.[5]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου