ΕΠΕΙΔΗ ὁ μεγάλος δὲν ἤξερε ἄλλον
τρόπο γιὰ νὰ προστατεύσει τὴ μικρὴ —σίγουρα ὄχι μὲ τὸ πλαδαρὸ καὶ
παχουλὸ κορμί του, τὴν πρώτη καὶ διαρκῆ πηγὴ ντροπῆς γι’ αὐτόν— παγίδεψε
τὴν ἀδερφὴ του μέσα στὸν φοῦρνο τοῦ ἀγροτόσπιτου κρατώντας κλειστὴ
τὴν πόρτα, ἐνῶ ἐκείνη πάλευε νὰ βγεῖ, καὶ διαβάζοντάς της τὴν ἀγαπημένη
της Πλὰθ γιὰ νὰ τὴν νανουρίσει. Ἀφοῦ πρῶτα τὴν ζέστανε ὁμοιόμορφα
καὶ τὴν ἀκινητοποίησε, τὴν ἔριξε μέσα του μὲ πιρούνι καὶ μαχαίρι,
καταβροχθίζοντας τὸ νοστιμότατο κρέας της, μασουλώντας καὶ τὸ παραμικρὸ
ὄργανό της, σπάζοντας τὰ κόκαλα καὶ γλείφοντας τοὺς χόνδρους καὶ τὴν
κριτσανιστὴ πέτσα ὥσπου νὰ ἀδειάσει τὸ πιάτο του. Ὕστερα ἡ κοιλιὰ
τοῦ μεγάλου πόνεσε τόσο πολὺ ποὺ νόμισε πὼς ἴσως καὶ νὰ πέθαινε ἐκεῖ
στὸ τραπέζι, ἀλλὰ δὲν πέθανε. Ἡ ζωή του τράβηξε σὲ μάκρος, ἐπώδυνα
θλιβερὴ δίχως τὴ ζωντανὴ συντροφιὰ τῆς μικρῆς, καὶ παρὰ τὴν ἀστείρευτή
του ὄρεξη —τρώω γιὰ δύο, φώναζε συχνὰ καθισμένος στὸ τραπέζι πού
’χε στρώσει γιὰ ἕναν, κι ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς πόλης τὸν ἔπαιρναν γιὰ ἠλίθιο
ὀλκῆς— ὁ μεγάλος δὲν γεύτηκε ποτὲ ξανὰ τόσο νόστιμο γεῦμα ἕως ὅτου
ἔφτασε σὲ προχωρημένη ἡλικία, καὶ τότε ἔφερε ἐπιτέλους τὸ μαχαίρι
του στὴν παραφουσκωμένη μέχρι κι ἐκείνη τὴ μέρα κοιλιά του, πιστεύοντας
πὼς ἡ ἀδερφή του —ποὺ τὴν εἶχε καταπιεῖ—, γκριζομάλλα ἐπιτέλους
κι ἀσφαλὴς ὅπως κι ὁ ἴδιος, ἀρκούντως ἀπωθητικὴ ἐπιτέλους ὥστε
νὰ ἀφεθεῖ ἐλεύθερη, θὰ πάρει τὴ θέση της στὸ τραπέζι τῆς ζωῆς. Κι ἀπὸ
τὴν πληγὴ τὴν ὁποία ἄνοιξε στὸν ἑαυτό του, ξεχύθηκε ὄντως ἡ ζωντανὴ
ἀδερφή του – μόλις ὅμως ἡ μικρὴ ξεπρόβαλε βουτηγμένη στὸ αἷμα τοῦ
ἀδερφοῦ της, ὁ μεγάλος εἶδε μιὰ κοπέλα ποὺ δὲν εἶχε μεγαλώσει καθόλου,
ἀντιθέτως ἦταν τόσο νέα ὅσο καὶ τὴν τελευταία φορὰ ποὺ τὴν εἶχε
δεῖ: μιὰ παρθένα γεμάτη αἷμα, ἕτοιμη νὰ μπεῖ ἐπιτέλους σὲ μιὰ ὑπερβολικὰ
ἀργοπορημένη ἐφηβεία, ἔκπαγλη ὡραιότητα γεννημένη δυὸ φορὲς
σ’ ἕναν κόσμο ἀπὸ τὸν ὁποῖο ὁ —ἡλικιωμένος τώρα πιὰ— μεγάλος, ὅ,τι
κι ἂν ἔκανε, δὲν θὰ κατάφερνε νὰ τὴν προφυλάξει
Πηγή: Ἀπὸ τὴν ἱστοσελίδα Wigleaf (23.03.2018) [ἐπιλέχθηκε
γιὰ τὴ διεθνῆ ἀνθολογία Best
Microfiction Anthology 2019]:
Μὰτ Μπέλ (Matt Bell). Γεννήθηκε στὸ Μίσιγκαν. Συγγραφέας
τῶν μυθιστορημάτων In
the House Upon the Dirt Between the Lake and the Woods (2013)
καὶ Scrapper
(2015), καθὼς καὶ ἀρκετῶν ἀκόμα βιβλίων. Ἡ πιὸ πρόσφατη δουλειά του
εἶναι ἡ συλλογὴ διηγημάτων A
Tree or a Person or a Wall (2016). Διδάσκει στὸ πρόγραμμα δημιουργικῆς
γραφῆς τοῦ Arizona State University.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:
Γιῶργος Ἀποσκίτης (1984). Γεννήθηκε καὶ ζεῖ στὴν Ἀθήνα. Πραγματοποίησε
σπουδὲς στὴν Ἀθήνα καὶ στὸ Ἐδιμβοῦργο. Ἔχει ἀσχοληθεῖ, μεταξὺ ἄλλων,
μὲ τὴ λεξικογραφία καὶ μὲ τὰ κινούμενα σχέδια. Δουλειά του ἔχει δημοσιευτεῖ
στὸ περιοδικὸ Σημειώσεις καὶ
ἀλλοῦ. Τακτικὸς συνεργάτης, μὲ πρωτότυπα κείμενα καὶ μεταφράσεις, τοῦ ἱστολογίου μας Ἱστορίες Μπονζάι. Πρῶτο
του βιβλίο ἡ συλλογὴ μὲ μικρὰ πεζὰ Στιγμόμετρο
(Σμίλη, 2021).
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου