|
|
ΔΕΝ ΣΕ ΑΓΑΠΩ ΠΙΑ» μοῦ εἶπε καὶ πέταξε τὸ ποτήρι
κάτω στὸ πάτωμα. Δὲν κουνήθηκα ἀπὸ τὴ θέση μου ἀδυνατώντας νὰ καταλάβω
ἂν ἀνέπνεα ἢ ὄχι. Τὰ μάτια μου χαμήλωσαν στὸ πάτωμα ὅπου ἔβλεπα τὰ
γυαλιὰ σκορπισμένα. Εἶχαν σπάσει σὲ τέσσερα κομμάτια, ὅσες καὶ οἱ λέξεις
ποὺ εἶπε ἡ θυμωμένη πληγή της.
Πόσο παράξενο, κάθε κομμάτι τοῦ γυαλιοῦ εἶχε σπάσει
στὸ μέγεθος τῆς λέξης πού μοῦ εἶπε. Καὶ τὸ μεγαλύτερο, τὸ κομμάτι
τοῦ «ἀγαπῶ», εἶχε καταφέρει νὰ φτάσει μπροστά μου σὰν νὰ προσπαθοῦσε
νὰ μὲ καθησυχάσει, λέγοντάς μου ὅτι τὰ πράγματα ἦταν ἀλλιῶς.
Συνέχιζε νὰ μιλάει, νὰ μὲ κατηγορεῖ, νὰ κινεῖ τὰ χεριὰ νευρικά, νὰ
μοῦ ἐξιστορεῖ τὴν ἀπογοήτευση ποὺ ἔνιωθε. Δὲν μποροῦσα νὰ ἀκούσω.
Εἶχε σταματήσει ὁ χρόνος. Τὸ βλέμμα μου εἶχε κολλήσει πάνω στὸ «ἀγαπῶ» ἐνῶ τὸ «δέν» καὶ τὸ «σέ» ἀπελπίζονταν μόνα τους παραπέρα. Τὸ «πιά» στριφογύριζε στὴ δίνη τοῦ χρόνου ὁλομόναχο καὶ προσπαθοῦσε νὰ γίνει «πάντα», ὅπως παλιά, καὶ νὰ τηρήσει τὴν ὑπόσχεση μιᾶς ἀγάπης ποὺ δὲν τελειώνει ποτέ.
Ἡ πόρτα ἔκλεισε καὶ αὐτὴ μὲ θυμό. Ὁ βρόντος ταρακούνησε
λίγο τὸ πάτωμα καὶ ἡ μικρὴ δίνη ποὺ δημιουργήθηκε μετατόπισε λίγο
πιὸ κοντὰ πρὸς τὸ μέρος μου τὸ μεγάλο κομμάτι. Τὸ «σέ» γλίστρησε ἀνέλπιστα
δίπλα του καὶ μοῦ ἔδωσε τὴν ψευδαίσθηση τῆς ἐλπίδας ποὺ ἤθελα αὐτὴ τὴ
στιγμή.
«Σὲ ἀγαπῶ πάντα.» Ἔβαλα τὰ κομμάτια τὸ ἕνα δίπλα
στὸ ἄλλο καὶ δὲν ἀντιστάθηκα στὴν ἀγάπη ποὺ ἀκόμα γιὰ αὐτὴ ἔνιωθα.
Τὰ μάζεψα μὲ τὰ χέρια μου, προσπαθοῦσα μὲ μανία νὰ ἀνακαλύψω μήπως
κάποιο ἀπὸ αὐτὰ εἶχε ἀποτυπώσει τὴν ἀντανάκλασή της. Γέλασα μὲ τὸν
ἑαυτό μου. Μόνο αὐτὸ κατάφερα νὰ κάνω ὥστε νὰ κινήσω πάλι τὸν χρόνο.
Καὶ ἐκεῖ, στὴν κοφτερὴ ἄκρη τοῦ «ἀγαπῶ» ἐμφανίστηκε μὲ ἀλαζονεία
τὸ ἀποτύπωμα τοῦ κραγιόν της.
Καὶ ἡ καρδιά μου ἔγινε τέσσερα κομμάτια…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου