|
|
«ΗΤΟΝ κατὰ τὸ 1826, ὅτε ἡ
Ἑλλὰς ἐθρήνει τὴν πτῶσιν τοῦ Μεσολογγίου· ἡ Πελοπόννησος, ἐκτὸς ὀλίγων
τινῶν φρουρίων, ἔβλεπε πανταχοῦ περιφερομένας τὰς φάλαγγας τοῦ Ἰμβραΐμου,
καὶ ἡ εἰς Ὕδραν ἀπόβασις ἐμελετᾶτο καὶ παρεσκευάζετο μετὰ κρότου.
Τότε δὲν ἦσαν μόνοι οἱ εὔποροι οἱ θέλοντες νὰ σωθῶσι διὰ τῆς φυγῆς· ὁ
φόβος διεδόθη εἰς τὸν λαόν, ὠργανίσθη ἐν ἀκαρεὶ παμπληθὴς συνέλευσις
εἰς τὴν θέσιν τὴν λεγομένην Σπιτάλια, καὶ ὅλοι οἱ πανταχόθεν συρρέοντες
ἤρχοντο μὲ σκοπὸν νὰ συζητήσωσιν ὄχι περὶ τοῦ ἂν πρέπει νὰ μείνωσιν
ἢ φύγωσιν, ἀλλὰ περὶ τοῦ τρόπου καὶ τῶν μέσων τῆς φυγῆς. Τὴν σκηνὴν ταύτην
γνωρίζομεν ἐκ μάρτυρος αὐτόπτου.
»Προσεκλήθη εἰς τὴν συνέλευσιν καὶ ὁ ἀοίδιμος Λάζαρος Κουντουριώτης,
καὶ ἐλθόντα τὸν ὑπεδέχθησαν μετὰ τῆς συνήθους εὐλαβείας. Ἐδόθη εἰς
αὐτὸν πρῶτον ὁ λόγος, ἀλλὰ δὲν ἠθέλησε νὰ λαλήσῃ, καὶ ἔμεινε σιωπῶν
μεχρισότου πολλὰ ἐρρέθησαν, καὶ ἡ φυγὴ ἀπεφασίσθη. Τότε μόνον, λαβὼν
τὸν λόγον,
— »Κατευόδιον, εἶπεν, ἀδελφοί, εὔχομαι νὰ εὐτυχήσετε εἰς τὴν
ξένην γῆν, καὶ καλὴν ἀντάμωσιν εἰς τοῦτον ἢ εἰς τὸν ἄλλον κόσμον. Ἐγώ,
ἡ οἰκογένειά μου, οἱ συγγενεῖς μου, οἱ πλοίαρχοί μου καὶ αἱ οἰκογένειαι
τῶν πλοιάρχων μου δὲν ἔχομεν σκοπὸν νὰ μετατοπίσωμεν.
»Οἱ λόγοι οὗτοι ἠλέκτρισαν διὰ μιᾶς τὰ πλήθη· αἱ φωναί:
— Καὶ ὅλοι ἡμεῖς δὲν φεύγομεν· κανεὶς δὲν φεύγει! ἀντήχησαν εἰς
τὸν ἀέρα.
»Καὶ τῷ ὄντι, κανεὶς δὲν ἔφυγε, καὶ ἡ Ὕδρα ἐσώθη, καὶ ἐσώθη ὁλόκληρος
ἡ Ἑλλὰς διὰ τῆς ἀποφάσεως ἐκείνης.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου