|
|
ΕΙΣΠΗΔΗΣΑΝΤΩΝ τὸ 1821 τῶν Ἑλλήνων εἰς
τὸ φρούριον τῆς Τριπόλεως ἅμιλλα ἠγέρθη περὶ τῆς καταλήψεως τοῦ
πλουσιωτάτου Ὀθωμανοῦ τοῦ ἐκ Κορίνθου Κιαμὴλ-Μπέη. Τὸν κατέσχον δὲ
πρῶτοι οἱ Λεονταρῖτες (Μεγαλουπολῖτες) καὶ οἱ Μιστριῶτες (Λακεδαιμόνιοι)
Νικηταρᾶς, Κεφάλας, Κρεββατᾶς, Βρεσθένης, Γιατράκος καὶ ἄλλοι ἐπίσημοι
τῶν Ἐπαρχιῶν τούτων περὶ τοὺς τεσσαράκοντα, ὑποστηριζόμενοι ὑπὸ
ἰσχυροῦ σώματος συνεπαρχιωτῶν του. Εἱσελθόντες εἰς τὴν οἰκίαν εὗρον
τὸν Κιαμὴλ-Μπέη καθήμενον ἐπὶ τοῦ ἀνακλίντρου ἐν εὐρυτάτῃ αἰθούσῃ
καὶ καπνίζοντα μετὰ τοῦ Πανούτσου Νοταρᾶ προεστοῦ τῆς Κορίνθου, προσελθόντος
ὡς ἐνεχύρου μετα τῶν λοιπῶν ἀρχιερέων καὶ προεστῶν τῆς Πελοποννήσου,
ἀλλὰ τῇ αἰτήσει τοῦ ἰσχυροῦ τούτου Τούρκου μὴ ριφθέντος μετὰ τῶν λοιπῶν
εἰς τὴν κάθυγρον φυλακήν, εἰς ἣν ἄλλοι μὲν ἀπέθανον ἄλλων δὲ προσεβλήθη
χρονίως ἡ ὑγεία. Μολονότι κατέστη αἰχμάλωτος τῶν εἰσελθόντων, μολαταῦτα
τοῖς ἐπέβαλε διὰ μόνου τοῦ βλέμματος σέβας καὶ πάντες ἐκάθησαν ἐν ἡσυχίᾳ.
Διέταξεν ἀμέσως τοὺς ὑπηρέτας νὰ φέρωσι πρὸς τοὺς ἐλθόντας γλυκίσματα
καὶ ποτά, μετὰ τὴν περιποίησιν δὲ ταύτην ἔφερεν εἰς τὸ μέσον Αἰθίοπα
ὅστις γονατίσας ἐτραγώδησε τὸ τραγούδι τῆς Σκλαβιᾶς, ὅ ἐστι μοιρολόγιον
τῆς αἰχμαλωσίας. Οἱ πλείους ἐδάκρυσαν, ὁ Κιαμὴλ-Μπέης ὅμως δὲν ἐδάκρυσεν
ἀλλὰ κατέστη μᾶλλον σύνοφρυς καὶ ἐκ τῆς κινήσεως τῶν χειλέων του ἐφαίνετο
μεμψιμοιρῶν ἐν ἑαυτῷ. Τότε εἷς τῶν παρεστώτων, ὁ ἐκ Βορδωνίας Ζωγράφος
τῷ εἶπε:
—
Αἴ, μπέη μου, αὐτὰ εἶναι τοῦ Θεοῦ ἀπόφασις καὶ δὲν πρέπει νὰ βλασφημῶμεν. —
Λυποῦμαι, καημένε, ἀπεκρίθη, διότι δὲν ἠθέλησα νὰ χαλασθῇ ἄλλη
μία φορὰ ὁ Μωριᾶς καὶ πάθῃ τὰ κακὰ ὅπου ἔπαθε ἀπὸ τοὺς Ἀρβανίτας στὸν
ἄλλον ἀρπετό (ἐπανάστασιν τοῦ 1769), εἰ δὲ μὴ μὲ ἕνα ντεσκερέμι (ὀλιγόλεξον
ἐπιστολήν) ἔφερνα καὶ τὸν Σουλτάνον τὸν ἴδιον ἐδῶ. Ξεύρω τί θὰ πάθω
μαζὶ καὶ σεῖς καὶ ὁ τόπος μας. Μὰ ὁ Θεὸς θὰ παιδέψῃ (τιμωρήσῃ) καὶ τὰ
ζουλούμια (ἀδικίας) τῶν Τούρκων καὶ τὴν ἀνευχαρίστησιν (ἀχαριστίαν)
τῶν Μωραϊτῶν.
Ο Κιαμήλμπέης, λόγω της χρηστής του διοίκησης και ανθρωπιστικής συμπεριφοράς προς τους συγχρόνους του Μωραίτες, άφησε ανεξίτηλη μνήμη στο Δημοτικό τραγούδι, με καθιστικά άσματα και τσάμικα!
ΑπάντησηΔιαγραφή