|
|
ΑΝΑΚΑΘΙΣΕ κι ἔψαξε ψηλαφιστὰ μὲ τὰ πόδια γιὰ τὶς παντόφλες του. Ἀφοῦ δὲν τὶς βρῆκε, ἄνοιξε τὸ πορτατὶφ καὶ κοίταξε τὸ πάτωμα. Δὲν ἦταν ἐκεῖ. Ἡ ρόμπα του κρεμόταν ἀπὸ τὸ κεφαλάρι. Τὴ φόρεσε καὶ πάτησε ξυπόλητος στὸ παρκέ. Βρῆκε τὶς παντόφλες στὴν ἄλλη μεριὰ τοῦ κρεβατιοῦ. Τελευταῖα τὰ πράγματα ἄλλαζαν θέσεις. Ἀλλοῦ τὰ ἄφηνε κι ἀλλοῦ τὰ ἔβρισκε. Τὰ γυαλιά του γιὰ παράδειγμα. Κάθε βράδυ τὰ ἔβαζε στὴ θήκη τους καὶ μέσα στὸ συρτάρι. Τὸ ἑπόμενο πρωὶ τὰ ἔβρισκε μὲ τοὺς βραχίονες ἀνοιχτοὺς πάνω στὸ κομοδίνο. Ἔτσι τὰ ἀκουμποῦσε πάντα ἐκείνη· εὔκαιρα γιὰ ὅταν εἶχε ἀϋπνίες κι ἤθελε νὰ διαβάσει τὴ Βίβλο. Ὁ Χριστόφορος ὅμως κοιμόταν μιὰ χαρά. Μονάχα γιὰ νὰ πάει στὴν τουαλέτα σηκωνόταν, γι’ αὐτὸ καὶ ξάπλωνε πάντα στὴν πλευρὰ ποὺ ἦταν πιὸ κοντὰ στὴν πόρτα. Ἐκείνη δὲν σηκωνόταν τὴ νύχτα. Δὲν ἔπινε βέβαια καὶ πολὺ νερό.
Ὁ Χριστόφορος τῆς τὸ θύμιζε συχνά· τὸ εἶχε πεῖ καὶ ὁ γιατρός. Τῆς πήγαινε τὸ ποτήρι γεμάτο, ἀλλὰ ἐκείνη ἴσα ποὺ ἔπαιρνε μερικὲς γουλιὲς γιὰ νὰ καταπιεῖ τὰ χάπια της. Τώρα χρησιμοποιοῦσε ὁ ἴδιος τὸ κουτί της γιὰ τὰ φάρμακα. Κάθε μέρα τῆς ἑβδομάδας σὲ ξεχωριστὴ θήκη. Τὸ ἔκανε γιατί μὲ ὅλα αὐτὰ ποὺ τοῦ συνέβαιναν φοβόταν πὼς ἴσως, λόγω ἡλικίας, εἶχε ἀρχίσει νὰ ξεχνάει. Στὸ μπάνιο, εὐτυχῶς, δὲν ὑπῆρχαν καὶ πολλὰ γιὰ νὰ μπερδευτοῦν. Ἡ ὀδοντόβουρτσά του, σκούρα μπλέ, ἂν δὲν βρισκόταν στὸ ποτήρι θὰ ἦταν ἀκουμπισμένη στὸν νιπτήρα. Ἡ δική της ἦταν ἀνέγγιχτη στὴ θέση της. Τὶς ἄλλαζε πάντα καὶ τὶς δύο κάθε πρώτη τοῦ μήνα. Οὔτε μὲ τὰ ὑπόλοιπα πράγματα στὸ λουτρὸ ὑπῆρχε πρόβλημα. Παρόμοιες πετσέτες εἶχαν, καὶ ὅσο γιὰ τὰ σαπούνια, ὅ,τι ἄρεσε σ’ ἐκείνη χρησιμοποιοῦσε κι αὐτός. Στὴν κουζίνα ἦταν ποὺ δυσκόλευαν τὰ πράγματα. Ἐνῶ θυμόταν πὼς τὴν προηγούμενη εἶχε πλύνει τὴ δική του κούπα τοῦ καφέ, δίπλα στὸν νεροχύτη εἶχε στραγγίσει ἡ δικιά της. Θὰ ὁρκιζόταν πὼς εἶχε ἀγοράσει γάλα μὲ 3,5 τοῖς ἑκατὸ λιπαρὰ ἀλλὰ στὸ ψυγεῖο ἔβρισκε τὸ ἄπαχο. Τὸ ἔπαιρνε τὸ τελευταῖο διάστημα γιὰ ἐκείνη· τὸ ἄλλο τῆς ἔπεφτε βαρύ. Ὄχι πὼς αὐτὸ τὸ ἔπινε· μὲ τὸ ζόρι νὰ κατάφερνε ἕνα φλιτζανάκι τοῦ ἑλληνικοῦ. Στὸ σαλόνι ὑπῆρχε τὸ θέμα μὲ τὴν τηλεόραση. Ὅποτε τὴν ἄνοιγε μὲ τὸ κοντρόλ, ἐμφανιζόταν τὸ κανάλι ποὺ ἔδειχνε τὴν ἀγαπημένη της σειρά. Ἀλλὰ ὁ Χριστόφορος ἔβλεπε τὶς εἰδήσεις στὸ ἄλλο. Καὶ αὐτὸ τὸ σεμεδάκι, ποὺ ἔπεφτε λίγο στὸ πάνω μέρος τῆς ὀθόνης, θὰ ἔπρεπε νὰ τὸ εἶχε μαζέψει. Ἦταν ὅμως ἐκεῖ, μὲ τὴν ἄκρη του νὰ κρύβει τὸ σῆμα τοῦ καναλιοῦ. Ἐπιπλέον, μονάχα τὴ δική της πολυθρόνα, τὴν κουνιστή, ἔβρισκε νὰ κοιτάει τὴν τηλεόραση. Ἡ δική του ἦταν γυρισμένη πρὸς τὸ παράθυρο. Γιατί νὰ βλέπει ἔξω; Ποιόν περίμενε; Σὲ κάθε περίπτωση, ἀποφάσισε πὼς ἀφοῦ ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, ἔτσι καὶ θὰ μείνουν. Ἡ πολυθρόνα εἶναι βαριὰ γιὰ νὰ τὴ σέρνει πέρα-δῶθε. Ἡ μέση του δὲν ἀντέχει πιά. Θὰ κάθεται στὴν κουνιστή. Καὶ τὸ κέντημα ἂς κρύβει τὸ σῆμα. Μήπως καὶ δὲν καταλαβαίνει ἀπὸ τὶς ἐκπομπὲς ποιό κανάλι βλέπει; Ὅσο γιὰ τὸ γάλα, καλύτερα νὰ πίνει τὸ ἐλαφρύ. Οἱ πρόσφατες ἐξετάσεις του εἶχαν δείξει αὐξημένα τριγλυκερίδια. Καὶ ἡ κούπα της στὸ κάτω κάτω ἴδια μὲ τὴ δική του ἦταν. Μονάχα τὸ χρῶμα στὸ χερούλι ἄλλαζε. Ἀκόμη καὶ τὰ γυαλιὰ ἀνοιχτὰ τὸν βόλευαν πιά· δὲν τὸν ἔπαιρνε εὔκολα ὁ ὕπνος. Εἶχε κιόλας διαβάσει μέχρι τὸν Ἐκκλησιαστή. Καὶ μιὰ καὶ ξυπνοῦσε συνέχεια στὴ μεριά της θὰ ξάπλωνε ἀπευθείας ἀπὸ ἐκεῖ γιὰ νὰ μὴν ἔχει νὰ ψάχνει τὶς παντόφλες του κάθε πρωΐ.Πηγή: Πρώτη δημοσίευση. ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Ἡρώ Σκάρου (Ἰκαρία). Σπούδασε φιλοσοφία καὶ μάρκετινγκ. Ἐργάζεται ὡς ἐκπαιδευτικός. Ἔχει ἐκδόσει δύο συλλογές διηγημάτων: Μιὰ χαρὰ εἶναι (Γκοβόστης, 2018) καὶ Ἡ ζωὴ ὅπως εἶναι (Κέδρος, 2020).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου