|
|
ΚΑΘΙΣΤΗ στὰ πόδια σου. Μὲ χόρευες. Ποῦ καὶ ποῦ μοῦ ’δινες καὶ κάνα μπάτσο. Ἀνάλαφρο, δροσιστικό. Δροσιζόμουνα στὴν ἀνοιχτή σου τὴ φούστα τὴ γκρίζα μὲ τὰ στικτὰ λαχούρια, τὴν ξασπρισμένη ἀπ’ τ’ ἀτέλειωτα πλυσίματα, τὴ μαλακιὰ σὰν τ’ ἄγγιγμά σου. Μύριζα τὶς μυρωδιές της, ψωμὶ φουρνιστὸ καὶ κραβατίνα καὶ κλάδες τοῦ ξυλόφουρνου καὶ χῶμα καὶ πέτρα κι ἀσβέστη. Μοῦ σπάγανε τὴ μύτη. Μὲ ζέσταιναν. Ξέρω ποὺ μ’ ἀγάπαγες, τὸ κατάπινα μέσα ἀπ’ τὴν ἀνάσα σου τὴ χλωρή, τὶς τοῦφες τ’ ἀχτένιστα μαλλιά σου, γκρίζα, ἄλλα κιτρινόλευκα, σὰν τὰ μπαμπάκια καὶ τ’ ἀφρολὲξ τὰ πεταμένα στὴ γωνιὰ τῆς αὐλῆς μὲ τὰ κλαριά. Ποὺ δὲ προλάβαινες νὰ σκουπίσεις. Γέλαγες κι ἀστράφταν σάρκινα τὰ οὖλα σου καὶ τὰ λίγα δόντια ποὺ σ’ ἀπομεῖναν. Ἂν εἶχες γάλα τὸ ξέρω, θά ’βγαζες νὰ μὲ βυζάξεις. Γιατί μ’ ἀγάπαγες δὲ ξέρω. Ξέμαθα ἀπὸ λογικὴ κοντά σου. Ἔβαζες μιὰ φωνὴ πούι πούι πούι νὰ μαζέψεις τὶς κότες καὶ τὰ πουλιά, ν’ ἀπιθώσεις τὸ τσίγγινο τ’ ἀγγειὸ μὲ τὰ ψωμιὰ τὶς κόρες μουσκεμένα.
Κατόπι νὰ μάσεις τὶς δουλειὲς γρήγορα-γρήγορα, νὰ προκάμεις νὰ μοῦ φέρεις τ΄αὐγούλι ζεστὸ ἀκόμα ἀπ’ τὴν κότα. Νὰ μοῦ τὸ λειώσεις στὸ ποτήρι μὲ τὰ κομμάτια τὶς ψίχες. Τὸ γάλα τὸ ζεστὸ μὲ μπουκιὲς ψωμὶ μέσα. Γάλα ἀπ’ τὸ τενεκεδάκι βρασμένο μὲ τὴν πέτσα του, ἄρμεγες τὴν κατσίκα μὲ τὴν ἴδια τρυφεράδα, ὅμοια τὴ ζέστα ποὺ ζύμωνες. Κι ὕστερα τὴν πίττα. Ἀρμάθιαζες τὰ καπνὰ καθισμένη κατάχαμα κι ἐγὼ στὸν κύκλο δίπλα σου τρυποῦσα γρήγορα τὸ μίσχο τοῦ καπνόφυλλου μὲ τὴ βελόνα καὶ τήραγα τὰ χέρια σου. Μαυρισμένα ἀπ’ τὸν ἥλιο, νύχια κατάμαυρα ἀπ’ τὸ χῶμα καὶ τὴν κόλλα ἀπ’ τὰ καπνά. Τὰ καθαρότερα χέρια πού ’δα. Τὸ κομμάτι τ΄ἁπλόχερο τὴ φλαούνα μοῦ τὴν ἔφερνες καυτή, δικό σου τυρὶ τ’ ἁλμυρό, ὁ φοῦρνος μὲ τ’ ἀπόξυλα κατάμαυρος, κατάμαυρος κι ὁ δίσκος, τὸ ταψί σου. Τ’ ἄλλο τὸ μαῦρο τὸ φουστάνι μὲ τὶς παραμάνες π’ ἄλλαζες, μύριζες σβουνιὰ καὶ χῶμα καὶ κάμμα. Μὲ ξεκούφαινες σὰ φώναζες κι εἶχες τ’ ἄγγιγμα τ’ ἀλαφρότερο καὶ μοῦ ’στρωνες τὰ πιὸ δροσερὰ στρωσίδια, σκληρὰ καὶ πεντακάθαρα. Στὴ σκάφη πλυμένα μὲ τὸ πράσινο σαπούνι. Καὶ τὸ χειμώνα τὰ στρωσίδια τὰ σκληρὰ τὰ κόκκινά τὰ καμωμένα ἀπὸ τὸ χέρι σου, ποὺ μὲ τσιμποῦσαν καὶ μὲ τείχιζαν μ’ ὅλη τὴν ἀσφάλεια τοῦ κόσμου. «Ἀπὸ κάτω ἡ βελέντζα, ἀπὸ πάνω ἡ μαντανία.»
Ἡ βρύση ἤτανε ἔξω ἀπ’ τὸ χωριὸ κι ἔπαιρνες τὸ νερὸ μὲ τὸ σταμνὶ κι ὕστερα
μὲ τὸ μπιτόνι. Τὸ κουβάλαγες στὸ κεφάλι ὅπως καὶ τὰ καλάθια μὲ τ’ αὐγά,
τὰ καπνά, τὰ ξύλα, τὶς ἐλιές. Ἀνέβαινες ὁλόρθη τὸν ἀνήφορο ἀπὸ κάτω
τὴ λάκκα καὶ γελοῦσες ὁλάκερη μὲ τὸ φορτίο ἄγγιχτο στὴν κορφὴ τοῦ κεφαλιοῦ,
γκρίζες ἄκρες νὰ ξεφεύγουν τὸ μαντήλι. Στὰ λιοστάσια σκαρφάλωνες ἀπὰ
στὰ δέντρα κι ὕστερα ράβδιζες ἀπὸ κάτω. Νὰ κουβαλᾶς κλάρες, νὰ σκύβεις
ἀτέλειωτα στὰ λιόπανα, νὰ διαλέγεις τὸν καρπὸ τὸν ἀσημένιο, τὸν
μαῦρο, τὸν πράσινο, τὸν καφετί. Τ’ ἀπογευματινὸ τ’ «αὐγούλι» σου μοῦ
τό ‘δινες στὸ ποτήρι λιωμένο μὲ ψωμὶ ξανὰ ἢ χτυπημένο μὲ τὴ ζάχαρη,
ποῦ καὶ ποῦ μὲ μισὴ κουταλιὰ « καφούλ’».
Στὶς χαρὲς ἕνα γέλιο χίλιες χρυσὲς εὐχές, στὰ θανατικὰ ἴσια, ἀπότομη,
δωρική. «Ἄει, τράβα γιὰ ὕπνο τώρα. Φτάνουν τὰ διαβάσματα.» Μοῦ ‘σβηνες
τὴ λάμπα. Ὕστερα ἦρθε νερὸ καὶ φῶς στὸ χωριό.
Μεγάλη Πέμπτη βράδυ νὰ ὁλολύζεις ταπεινά, παραπονετὰ , τ’ ἀργόσυρτο
τὸ μυρολόγι τῆς Παναγιᾶς. Τὰ λουλούδια τοῦ κήπου σου στὸν Ἐπιτάφιο,
συγυρισμένα στὸ κοφίνι τὸ καλό. Εἶχες πληγὲς βαθιὲς στὰ πόδια καὶ
μιὰ φορὰ ποὺ σὲ ρώτησά μοῦ ’πες ποὺ πήγαινες ξυπόλητη ἀπὰ στὸ Καρπενήσι,
στὸν Προυσὸ στὴ Χάρη Της.
Στὴν κηδεία σου δὲν ἔκλαψα. Δάκρυ δὲν ἔβγαινε. Μονάχα τὰ κρινάκια
σου. Αὐτὰ τὰ ξερρίζωσα καὶ στά ’φερα στὸ προσκεφάλι. Νὰ γητέψω τὸν
ξερριζωμό μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου