|
|
ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΜΟΥ ΑΡΕΣΕ περισσότερο στὸ χωριὸ ἦταν τὸ παιχνίδι μὲ τὸν παπποῦ. Μ’ ἔπιανε μὲ τὰ δυνατὰ χέρια του κάτω ἀπὸ τὶς μασχάλες καὶ μὲ πετοῦσε ψηλὰ στὸν οὐρανό. Κι ἀνέβαινα, ὅπως τὸ μπλὲ μπαλόνι ποὺ γέμιζε ἡ μαμὰ μὲ ἀέρα ἀπὸ τὴν κοιλίτσα της, ποὺ κάποτε ἔμοιαζε μὲ μπαλόνι, ὅταν μεγάλωνα μέσα της. Ἕνα ἀπόγευμα ὅμως, στὴν βόλτα μὲ τὴ μαμὰ καὶ τὸν παπποῦ, διασχίζοντας τὸν δρόμο μὲ τὰ δέντρα, ἡ κλωστὴ ποὺ ἦταν δεμένο τὸ μπλὲ μπαλόνι γλίστρησε ἀπὸ τὸ χέρι μου καὶ τὸ μπαλόνι σκάλωσε στὸ κλαδὶ ἑνὸς δέντρου. Ἔβαλα τὰ κλάματα δυνατά, γιατὶ τὸ δέντρο ἦταν τόσο ψηλό, ποὺ οὔτε ὁ παπποῦς ἔφθανε ὣς τὸ κλαρί του, γιὰ νὰ φέρει πίσω τὸ μπαλόνι μου. Καὶ ἡ μαμὰ στεναχωρήθηκε πολύ, γιατὶ σὰν ἄρχισα νὰ παραπονιέμαι γιὰ τὸ χαμένο μπαλόνι, μὲ ἄφησε στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ παπποῦ καὶ περπάτησε ἀνάποδα στὸ μονοπάτι τῶν δέντρων πρὸς τὸ σπίτι. Περπατοῦσε πολὺ γρήγορα καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο τὴν ἔχασα ἀπὸ τὰ μάτια μου. Μόνο τὰ σύννεφα μποροῦσαν νὰ τὴν ἀκολουθήσουν, γιατὶ ἀλλάζουν εὔκολα σχῆμα, ὥστε νὰ γίνονται εὐκίνητα καὶ νὰ τὴν προλαβαίνουν. Ἡ μόνη λύση γιὰ νὰ πλησιάσω στὸ μπλὲ μπαλόνι ἦταν νὰ γίνω δέντρο καὶ νὰ σταθῶ πλάι στὴν καστανιὰ τοῦ μπλὲ μπαλονιοῦ.
Δὲν εἶχα λοιπὸν παρὰ νὰ μείνω ὄρθιος στὰ δυό μου πόδια καὶ ν’ ἁπλώσω τὰ κλαδιά μου, ὅπως ἀνοίγει ὁ παπποῦς τὰ χέρια του κάθε φορὰ ποὺ κρατιέμαι ἀπὸ τὸ ξύλινο τραπέζι τοῦ σαλονιοῦ καὶ προσπαθῶ νὰ σηκωθῶ, γιὰ νὰ περπατήσω μερικὰ βήματα ὣς τὴν ἀγκαλιά του. Τότε τὰ κλαδιά μας θὰ μπλέκονταν καὶ τὸ μπλὲ μπαλόνι μ’ ἕνα ἁπαλὸ φύσημα τοῦ ἀέρα, σὰν τὴν ἀνάσα τῆς μαμᾶς, ὅταν ἀποκοιμιέται στὸν καναπέ, θὰ ἐγκατέλειπε τὴν καστανιὰ γιὰ χάρη μου.
Μὲ δυσκόλεψε πολὺ αὐτὴ ἡ μεταμόρφωση. Δὲν ἔνιωθα πλέον ἐλαφρύς, ὅπως
ὅταν γεννήθηκα μπαλόνι ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μαμᾶς. Ἀκόμα καὶ ἡ ἀγαπημένη
μου πτήση δὲν ἦταν διασκεδαστικὴ πιά, γιατί σὰν προσγειωνόμουν στὰ
χέρια τοῦ παπποῦ, τέντωνα τὰ πόδια μου στὴν γῆ, μήπως βγάλουν ρίζες, καὶ
σὲ ἀπάντηση ἐκείνη βάραινε τὸ σῶμα μου καὶ μὲ μαγνήτιζε στὰ χώματά
της. Ἕνα ἀπὸ τὰ πρωϊνὰ ποὺ ἡ μαμὰ δὲν εἶχε σηκωθεῖ ἀπὸ τὸ κρεβάτι καὶ
ὁ παπποὺς ἔλειψε γιὰ λίγο ἀπὸ τὸ σαλόνι, περπάτησα μὲ χέρια καὶ πόδια
ὣς τὸ δωμάτιό της, γιὰ νὰ τὴν συναντήσω, ἀλλὰ ἡ μαμὰ δὲν μὲ πρόσεξε,
γιατὶ εἶχε γυρισμένη τὴν πλάτη στὴ μισάνοιχτη πόρτα. Καθόταν στὴν ἄκρη
τοῦ κρεβατιοῦ κίτρινη, σὰν τὸ χρυσαφὶ τῶν φύλλων ποὺ κάλυπταν τὸ μονοπάτι
μὲ τὰ δέντρα, τώρα ποὺ φθινοπώριασε, κι ἀνέπνεε μὲ δυσκολία, σὰν νὰ
εἶχε τελειώσει τὸ ὀξυγόνο γύρω της. Καὶ τί δὲν θὰ ἔδινα νὰ μποροῦσα
νὰ τῆς χαρίσω τὸ μπλὲ μπαλόνι, ποὺ ἦταν γεμάτο ἀπὸ τὶς δικές της ἀναπνοὲς
– νὰ τὶς ἀδειάσω ὅλες τὶς ἀνάσες πίσω στὸ στόμα της, νὰ μὴν πνίγεται.
Στὴν εἴσοδο τοῦ δωματίου, τὰ ροῦχα της αἰωροῦνταν σὲ ἕναν καλόγερο.
Ἕσφιξα μὲ ὅλη μου τὴν δύναμη τὴ μαύρη μπλούζα ποὺ κρεμόταν στὸ πιὸ χαμηλὸ
ἄγκιστρο, αὐτὴ ποὺ χάϊδευε τὴν κορυφὴ τοῦ κεφαλιοῦ μου κι εὐωδίαζε
σὰν τὸν κόρφο της καὶ προσπάθησα νὰ πατήσω τὰ δύο μου πέλματα μὲ σταθερότητα,
νὰ τὴν κάνω περήφανη γιὰ τὸ δεντράκι της ἢ νὰ τραβήξω πάνω μου τὴν
μπλούζα μὲ τὸ ἄρωμά της, δὲν εἶμαι σίγουρος… ἡ βάση ὅμως τοῦ καλόγερου
ἦταν σκοροφαγωμένη καὶ τὸ ἔπιπλο ἔπεσε πάνω μου μὲ βία… ἄχνα δὲν
πρόλαβα νὰ βγάλω…
Ἔπεσα
σὲ βαθὺ ὕπνο γιὰ καιρὸ κι ὅταν πῆρα ἐξιτήριο ἀπὸ τὸ νοσοκομεῖο εἶχα
ψηλώσει τόσο ποὺ μποροῦσα νὰ βλέπω τὰ πιάτα τοῦ φαγητοῦ πάνω στὸ ξύλινο
τραπέζι τοῦ σαλονιοῦ καὶ νὰ τὰ πετάω στὸν παπποῦ ἢ τὴ μαμὰ ἀνάλογα μὲ
τὸ ποιός κάθεται ἀπέναντί μου, μήπως καὶ γκρέμιζα τὸν τοῖχο ἀνάμεσά
τους. Κι ἦταν σὰν νὰ τοὺς διακόπτω ἀπὸ σοβαρὴ ἐργασία ποὺ ἔκανε ὁ
καθένας μοναχός του. Τότε μόνο μοῦ ἀπευθύνονταν κι ἔσπαγε ἡ σιωπὴ
μέσα στὸ σπίτι, ἀλλὰ τὶς λέξεις ποὺ ξεστόμιζαν δὲν μποροῦσα νὰ τὶς συνδέσω.
Κι ἔτσι δὲν ἔβγαινε μιλιὰ ἀπὸ τὰ χείλη μου, ἐκτὸς ἀπὸ κάτι ἄναρθρες
κραυγὲς ποὺ ἄλλοτε θύμιζαν τὰ βελάσματα τοῦ κοπαδιοῦ ἀπὸ τὸ μαντρὶ
τοῦ παπποῦ κι ἄλλοτε τρομακτικὰ κρωξίματα πουλιῶν πάνω ἀπὸ τὰ χωράφια.
Τὶς στιγμὲς μάλιστα ποὺ ὁ παπποῦς βρισκόταν στὸν ἀγρὸ καὶ ἡ μαμὰ στὸ δωμάτιό
της, φώναζα στὸ ἄδειο σαλόνι καὶ ὁ ἀντίλαλος ἐπέστρεφε ἀπόκοσμος
στ’ αὐτιά μου. Λίγο-λίγο ἄρχισα ν’ἀναρωτιέμαι ἂν εἶμαι παιδί, φάντασμα
ἢ μήπως εἶμαι πρόβατο καὶ στὴ στάνη ἔπρεπε νὰ ξημερώνομαι.
Ποιὰ εἶναι ἄραγε ἡ ἑπόμενη μεταμόρφωσή μου;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου