Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Τρίτη 29 Ιουνίου 2021

Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ύ­δωρ[1]

 



[Ἡ Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α Παν­τοῦ. Τρί­μη­νη Δι­ε­θνὴς Ἐ­πι­σκό­πη­ση.

Δελ­τί­ο#17]

 


 

μπανιέρα            

TΟ ΜΩΡΟ ΜΟΥ παί­ζει στην μπα­νι­έ­ρα, ευ­τυ­χι­σμέ­νο. Αρ­χί­ζω να του λού­ζω το κε­φα­λά­κι κι έ­τσι περ­νά ο χρό­νος. Τό­τε το μω­ρό ξε­κι­νά­ει. Ό­ταν αρ­χί­σω να ξε­πλέ­νω τα μαλ­λιά του, τον χά­νω. Γυρ­νά­ω και νά ’τος πά­λι. Δεν κα­τα­λα­βαί­νω τι συμ­βαί­νει και παίρ­νω το αυ­στη­ρό μου. Τον μα­λώ­νω. Δε μ’ α­ρέ­σει αυ­τό που κά­νει. Το μω­ρό γε­λά­ει, το δι­α­σκε­δά­ζει ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ρο, α­στρά­φτει για μια στιγ­μή και ξα­να­χά­νε­ται. Η α­νυ­πο­μο­νη­σί­α μου δεν κα­τα­φέρ­νει πα­ρά να χει­ρο­τε­ρεύ­σει τα πράγ­μα­τα. Κά­θε φο­ρά εμ­φα­νί­ζε­ται κι ε­ξα­φα­νί­ζε­ται πιο α­στρα­πια­ία, δε μου α­φή­νει χρό­νο να δι­α­μαρ­τυ­ρη­θώ. Κά­τω α­πό τη μά­σκα της ε­νό­χλη­σής μου, πιά­νω με την ά­κρη του μα­τιού μου το πο­νη­ρό του βλέμ­μα, η τυ­φλό­τη­τά μου εί­ναι ο θρί­αμ­βός του, η ζή­λεια μου το πά­θος του. Για λί­γο, συ­νε­χί­ζω α­κό­μα να αν­τι­δρώ: δε γνω­ρί­ζω πώς να υ­πο­δε­χθώ την α­δυ­να­μί­α. Το μω­ρό θέ­λει μό­νο να παί­ξει. T­ο παι­χνί­δι θαμ­πώ­νει και δια­ρκεί ό­λη τη ζω­ή. Αυ­τή εί­ναι η μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α[2] με τί­τλο Το μω­ρό (The baby) της Αρ­γεν­τι­νής María Negroni που πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται[3] στη δι­ε­θνή αν­θο­λο­γί­α Flash Fiction International. Στο πρω­τό­τυ­πο ι­σπα­νι­κό κεί­με­νο ό­μως, με τί­τλο El bebéα­πό το βι­βλί­ο της Night journey, η πα­ρα­πά­νω μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α ξε­κι­νά­ει με το α­πό­φθεγ­μα της Μαργαρίτας Β’, Κό­μισ­σας της Φλάν­δρας και του Αι­νώ, η οποία εί­χε μια μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή ζωή τον 13ο αι.: αυ­τός που δεν έχει τί­πο­τα να κρύ­ψει, δεν έχει τί­πο­τα να δεί­ξει[4].

 

           

βρο­χή

«Λα­τρεύ­ε­τε τη μυ­ρω­διά της βρο­χής; Υπάρ­χει ένα απώ­τε­ρο κί­νη­τρο πί­σω από το δέ­λε­αρ του πε­τρι­χώ­ρου» εί­ναι ο τί­τλος του άρ­θρου[5] της Jacinta Bowler στο Science Alert, όπου ανα­φέ­ρο­νται νέα στοι­χεία για την αγα­πη­μέ­νη μας μυ­ρω­διά. Το 1964 Αυ­στρα­λοί επι­στή­μο­νες δη­μο­σί­ευ­σαν στο πε­ριο­δι­κό Nature μια με­λέ­τη για τη φύ­ση της αρ­γι­λι­κής οσμής της γε­ω­σμί­νης, μιας βιο­σύν­θε­σης που πα­ρά­γε­ται κα­τά την απο­σύν­θε­ση βα­κτη­ρί­ων και μι­κρο­βί­ων. Της απέδωσαν τον σύν­θε­το όρο πε­τρι­χώ­ρος (pe­tri­chor), από τον συν­δυα­σμό των ελ­λη­νι­κών λέ­ξε­ων «πέ­τρα» και «ιχώρ» ή «ιχώ­ρος» – το χρυ­σα­φέ­νιο αί­μα των θε­ών στην ελ­λη­νι­κή μυ­θο­λο­γία. Με­τα­γε­νέ­στε­ρες έ­ρευ­νες επα­λή­θευ­σαν την αν­θρώ­πι­νη έλ­ξη στη μυ­ρω­διά της βρο­χής. Το 2015 ερευ­νη­τές του ΜΙΤ ανα­κοί­νω­σαν τα πει­ρα­μα­τι­κά απο­τε­λέ­σμα­τα για τον, άγνω­στο μέ­χρι τό­τε, μη­χα­νι­σμό απε­λευ­θέ­ρω­σης της γε­ω­σμί­νης στο πε­ρι­βάλ­λον, ενώ το 2018 απα­ντή­θη­κε το ερώ­τη­μα αν μό­νο ο άν­θρω­πος έχει αυ­τή την ευαι­σθη­σία. Τα πει­ρά­μα­τα έδει­ξαν ότι οι μι­κρο­σκο­πι­κοί πό­δου­ροι ή springtails, αρ­θρό­πο­δα της τά­ξης Collembola που συμ­βιώ­νουν με άλ­λους μι­κρο-ορ­γα­νι­σμούς στην υγρή, νε­κρή ορ­γα­νι­κή ύλη ενός οι­κο­συ­στή­μα­τος, μοι­ρά­ζoν­ται μα­ζί μας την ί­δια έλ­ξη, ως ανα­πό­σπα­στο μέ­ρος μιας αλ­λη­λέν­δε­της δια­δι­κα­σί­ας ανα­πα­ρα­γω­γής. Τα βα­κτή­ρια του γέ­νους των Στρεπ­το­μυ­κή­των λί­γο πριν ολο­κλη­ρώ­σουν τον κύ­κλο ζω­ής «προ­σκα­λούν» τους παμ­φά­γους πό­δου­ρους στις αποι­κί­ες τους εκλύ­ο­ντας την αγα­πη­μέ­νη οσμή που ερε­θί­ζει τις κε­ραί­ες τους, έτσι ώστε να τρα­φούν με τα υπο­λείμ­μα­τά τους και το σώ­μα τους να γί­νει φο­ρέ­ας δια­σκορ­πι­σμού των σπο­ρί­ων με τα νέα βα­κτή­ρια σε με­γα­λύ­τε­ρο εύ­ρος του συ­στή­μα­τος, ανα­κυ­κλώ­νο­ντας μια δια­δι­κα­σία εκα­τομ­μυ­ρί­ων ετών. Την επό­με­νη φο­ρά που θα μυ­ρί­σε­τε τη βρο­χή, μπο­ρεί­τε να απο­λαύ­σε­τε το γε­γο­νός ότι αυ­τό που μυ­ρί­ζε­τε εί­ναι ένας ολό­κλη­ρος κύ­κλος ζω­ής με τον δι­κό του μι­κρό τρό­πο, κα­τα­λή­γει η Bowler στο άρ­θρο της.

Ο Raymond Carver στο ποί­η­μά του με τί­τλο Βρο­χή[6] γρά­φει: Ξύ­πνη­σα σή­με­ρα το πρωί με μια τρο­με­ρή/ επι­θυ­μία να μεί­νω στο κρε­βά­τι όλη τη μέ­ρα / και να δια­βά­ζω. Πο­λέ­μη­σα για ένα λε­πτό ενα­ντί­ον της. Τε­λι­κά πα­ρα­δί­νε­ται στην ατμό­σφαι­ρα του βρο­χε­ρού πρω­ι­νού και ανα­ρω­τιέ­ται: Θα ζού­σα άρα­γε τη ζωή μου με τον ίδιο τρό­πο ξα­νά; / Θα έκα­να τα ίδια ασυγ­χώ­ρη­τα λά­θη; Ναι, και μι­σή μό­νο ευ­και­ρία να εί­χα. Ναι.

       Ο Anton Chekhov στο δι­ή­γη­μά του «Τα Φρα­γκο­στά­φυ­λα» πε­ρι­γρά­φει την εξής σκη­νή: Ο Ιβάν Ιβά­νιτς βγή­κε έξω, έπε­σε στο νε­ρό με θό­ρυ­βο και κο­λύ­μπη­σε στη βρο­χή, ανε­μί­ζο­ντας πλα­τιά τα χέ­ρια και από αυ­τόν έφευ­γαν κύ­μα­τα και στα κύ­μα­τα στα­μα­τού­σαν άσπρες γραμ­μές. Κο­λύ­μπη­σε μέ­χρι τη μέ­ση του πα­ρα­πό­τα­μου και έκα­νε βου­τιά και ύστε­ρα από ένα λε­πτό εμ­φα­νί­στη­κε σε άλ­λο ση­μείο και κο­λύ­μπη­σε πιο μα­κριά και όλο έκα­νε βου­τιές, προ­σπα­θώ­ντας να φτά­σει τον βυ­θό. «Αχ, Θεέ μου», επα­να­λάμ­βα­νε γε­μά­τος ευ­χα­ρί­στη­ση. «Αχ, Θεέ μου…». Κο­λύ­μπη­σε μέ­χρι τον μύ­λο, μί­λη­σε εκεί για κά­τι με χω­ρι­κούς και επέ­στρε­ψε πί­σω. Στη μέ­ση του πα­ρα­πό­τα­μου ξά­πλω­σε πά­νω στο νε­ρό, με το πρό­σω­πο εκτε­θει­μέ­νο στη βρο­χή. Ο Μπούρ­κιν και ο Αλιό­χιν εί­χαν ντυ­θεί ήδη και ήταν έτοι­μοι να φύ­γουν, ενώ εκεί­νος ακό­μη κο­λυ­μπού­σε και έκα­νε βου­τιές. «Αχ, Θεέ μου…», μο­νο­λο­γού­σε. «Αχ, Κύ­ριε ελέ­η­σον!» «Ελά­τε, αρ­κε­τά!», του φώ­να­ξε ο Μπούρ­κιν.

       Αυ­τή η σκη­νή απο­τε­λεί το ει­σα­γω­γι­κό ση­μεί­ω­μα του νέ­ου βι­βλί­ου δο­κι­μί­ων για την ρω­σι­κή δι­η­γη­μα­το­γρα­φία με τί­τλο A swim in a Pond in the Rain (Κο­λύ­μπι σε μια λί­μνη υπό βρο­χή) του Αμε­ρι­κα­νού George Saunders, ο οποί­ος τη δι­δά­σκει τα τε­λευ­ταία εί­κο­σι χρό­νια στο Syracuse University. Στο βι­βλίο εξε­ρευ­νά τη συγ­γρα­φι­κή δια­δι­κα­σία, την ανα­γνω­στι­κή λει­τουρ­γία και την αμ­φί­δρο­μη σχέ­ση τους, κι επι­χει­ρεί να φω­τί­σει αφε­νός την αλ­λη­λε­πί­δρα­ση των σπου­δα­στών του με αυ­τά τα κεί­με­να και αφε­τέ­ρου τον πε­ριρ­ρέ­ο­ντα στο­χα­σμό τους: Πώς οφεί­λου­με να ζού­με; Τι εί­ναι αλή­θεια και πώς μπο­ρού­με να τη γνω­ρί­ζου­με;

Έχου­με ανα­φέ­ρει σε προηγούμενο δελτίο την άπο­ψη του David Drury για τη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία ότι μοιά­ζει με απύθ­με­νη λι­μνού­λα, η κα­τα­βύ­θι­ση στην οποία δη­μιουρ­γεί την εκ­πλη­κτι­κή αί­σθη­ση που βιώ­νει κα­νείς σε μια αιω­ρού­με­νη ανε­μό­σκα­λα, όταν γλι­στρά­ει μέ­σα σε ένα πη­γά­δι ή σε μια από­το­μη νε­ρο­τσου­λή­θρα. Η πρώ­τη πρό­τα­ση της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας[7] της Αμε­ρι­κα­νί­δας Mary Hamilton με τί­τλο Η μού­χλα μυ­ρί­ζει σαν το σπί­τι (Mold smells like homeκα­τα­φέρ­νει ακρι­βώς αυ­τό και εί­ναι η εξής: Κρα­τά­με τον Γουόλ­τερ σε μιά σπη­λιά επει­δή εί­ναι άσχη­μος. Οι φί­λοι του Γουόλ­τερ τον έχουν κλει­δώ­σει σε μια σπη­λιά στο δά­σος. Η πόρ­τα που σφρα­γί­ζει τη σπη­λιά έχει ρωγ­μές κι ένα μι­κρό άνοιγ­μα αρ­κε­τό για να του δί­νουν φα­γη­τό και νε­ρό, αλ­λά και για να μπο­ρεί ο Γουόλ­τερ να βγά­ζει το χέ­ρι του και να απο­λαμ­βά­νει τη βρο­χή επά­νω του. Μέ­σα από τις ρωγ­μές βλέ­πει τον γα­λα­νό ου­ρα­νό, το δά­σος, το πο­τά­μι, τον κα­ταρ­ρά­κτη, τη λί­μνη στο βά­θος, το φεγ­γά­ρι στη λί­μνη, τα αστέ­ρια και το σύ­μπαν τις νύ­χτες, αλ­λά και τα πάρ­τι και τα λου­κούλ­λεια γεύ­μα­τα που ορ­γα­νώ­νουν οι φί­λοι του στο δά­σος. Η σπη­λιά γί­νε­ται ο κό­σμος του και η μυ­ρω­διά της μού­χλας του φαί­νε­ται οι­κεία. Στην ιστο­ρία προ­στί­θε­ται και το άλο­γο ενός γαιο­κτή­μο­να της πε­ριο­χής, το οποίο τα βρά­δια το έσκα­γε και κο­λυ­μπού­σε στη λί­μνη κυ­νη­γώ­ντας τον αντι­κα­το­πτρι­σμό του φεγ­γα­ριού, όμως ο γαιο­κτή­μο­νας το απο­κε­φά­λι­σε προς συμ­μόρ­φω­ση και πλέ­ον τη μέ­ρα τρι­γυρ­νά­ει στο δά­σος και σκο­ντά­φτει πα­ντού. Ίσως φαί­νε­ται σκλη­ρό, αλ­λά εί­ναι για το κα­λό του, ανα­φέ­ρει στην αρ­χή η Hamilton, μι­λώ­ντας για τον Γουόλ­τερ, και κα­τα­λή­γει: Και γνω­ρί­ζει ότι θα του κρα­τή­σου­με το χέ­ρι και ότι θα του πού­με ότι βρί­σκε­ται εδώ επει­δή ακρι­βώς εί­ναι υπερ­βο­λι­κά ωραί­ος για τον κό­σμο.

 

            λί­μνη

Στο δυ­τι­κό Βε­ρο­λί­νο στη λί­μνη Βαν­ζεέ στην άκρη ενός μο­νο­πα­τιού υπάρ­χουν δύο επιγραφές, μία μι­κρή και μία με­γά­λη. Στη μι­κρή ανα­γρά­φε­ται το όνο­μα της Henriette Vogel, η οποία εγκα­τέ­λει­ψε την οι­κο­γέ­νειά της και ακο­λού­θη­σε μέ­χρι το τέ­λος της σύ­ντο­μης σχέ­σης τους τον ποι­η­τή Heinrich von Kleist, το όνο­μα του οποί­ου ανα­γρά­φε­ται στη με­γά­λη. Εκεί ο Heinrich πυ­ρο­βό­λη­σε την Henriette κι έπει­τα αυ­το­πυ­ρο­βο­λή­θη­κε. Αν δε γνω­ρί­ζει κά­ποιος την ιστορία τους, ίσως προ­σπε­ρά­σει το ση­μείο. Η μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία[8] του Ισπα­νού Rafael Pérez Estrada, από τη συλ­λο­γή του El ladrón de atardeceres, με τί­τλο Γνω­ρί­ζω μό­νο (Sólo sé), εί­ναι η εξής: Γνω­ρί­ζω μό­νο ότι, αν ανοί­ξω το ποί­η­μα θα πρέ­πει να αι­μορ­ρα­γεί. Στον ίδιο βαθ­μό γλωσ­σι­κής ακρί­βειας και λα­κω­νι­κό­τη­τας εί­ναι και η πρώ­τη στρο­φή του ποι­ή­μα­τος του Αμε­ρι­κα­νού Mark Strand με τί­τλο Eating poetryΜε­λά­νι κυ­λά­ει από τις γω­νί­ες του στό­μα­τός μου / Δεν υπάρ­χει ευ­τυ­χία σαν τη δι­κή μου. /Τρώω ποί­η­ση.

Το πρώτο βι­βλίο της Βρε­τα­νί­δας Claire-Louise Bennett με τί­τλο Pond (Λί­μνη) κι­νεί­ται στα όρια σπον­δυ­λω­τού μυ­θι­στο­ρή­μα­τος-νου­βέ­λας, ή συλ­λο­γής δι­η­γη­μά­των-μι­κρο­μυ­θο­πλα­σιών, οπό­τε διαφεύγει της τα­ξι­νό­μη­σης σε μία από τις πα­ρα­πά­νω κα­τη­γο­ρί­ες. Η ανώ­νυ­μη, νε­α­ρή αφη­γή­τρια κα­τα­φεύ­γει σε ένα χω­ριό στη δυ­τι­κή ακτή της Ιρ­λαν­δί­ας και αρ­χι­κά φαί­νε­ται να βυ­θί­ζε­ται στην ανυ­παρ­ξία. Κα­τα­γρά­φει την καθημερινότητά της, όπως την επι­μο­νή της να φτιά­ξει το κα­λύ­τε­ρο πό­ριτζ ή μια συ­νά­ντη­σή της με μια αγε­λά­δα σε έναν από τους μο­να­χι­κούς πε­ρι­πά­τους της, όμως δια­πι­στώ­νου­με ότι κά­τω από την ακύ­μα­ντη αφη­γη­μα­τι­κή επι­φά­νεια και την αδιό­ρα­τη πλο­κή μαί­νε­ται μια υπαρ­ξια­κή κα­ται­γί­δα. Στην ιστο­ρία της με τί­τλο The Big Day, η ηρω­ί­δα ανα­ρω­τιέ­ται για­τί η σπι­το­νοι­κο­κυ­ρά της το­πο­θέ­τη­σε μια πι­να­κί­δα που γρά­φει «Λί­μνη» δί­πλα στη λί­μνη. Στην ιστο­ρία της με τί­τλο Morning, noon & night δεί­χνει πό­σο λα­τρεύ­ει να τε­μα­χί­ζει βρώ­σι­μα εί­δη, ενώ ξα­πλω­μέ­νη δί­πλα στον εφή­με­ρο ερα­στή της σκέ­φτε­ται τα λα­χα­νι­κά εκεί έξω στο σκο­τά­δι, τη γη στην οποία φυ­τρώ­νουν, σα να μην εί­χε ανοι­χτεί πο­τέ ξα­νά. Στην τε­λευ­ταία πρό­τα­ση της ιστο­ρί­ας με τί­τλο Words escape me απο­φαί­νε­ται με ντο­στο­γιεφ­σκι­κό τρό­πο για τον πρό­τε­ρο βίο της: Ήμουν κά­τω από τη γη. Η μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία[9] της με τί­τλο Τη­γα­νιά (Stir-Fry) που πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στο βι­βλίο εί­ναι η εξής: Μό­λις πέ­τα­ξα το βρα­δι­νό μου στον σκου­πι­δο­τε­νε­κέ. Γνώ­ρι­ζα όταν το έφτια­χνα ότι θα το πε­τού­σα, έτσι πρό­σθε­σα σ’ αυ­τό όλα τα πράγ­μα­τα που δε θέ­λω να ξα­να­δώ.

 

            πι­σί­να

Στη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία[10] της Νε­ο­ζη­λαν­δής Shannon Savvas με τί­τλο Το Κράκεν, δη­λα­δή το κε­φα­λό­πο­δο θα­λάσ­σιο τέ­ρας που εντοπίζεται στους σκαν­δι­να­βι­κούς μύ­θους, ηρω­ί­δα εί­ναι μια τρο­με­ρή για­γιά. Κά­θε μέ­ρα βυ­θί­ζε­ται στη φθο­ρά του χρό­νου, βά­φει τα χεί­λη και τα νύ­χια της, αλ­λά με τα χα­μη­λο­τά­κου­να πα­πού­τσια της, τις μα­κριές φού­στες και τους γυρ­τούς ώμους της κα­λυμ­μέ­νους μέ­ς στο κα­τα­κα­λό­και­ρο, περ­νά­ει απα­ρα­τή­ρη­τη. Εκτός από όταν πη­γαί­νει για κο­λύ­μπι στην πι­σί­να, με τον λου­λου­δά­το σκού­φο και το ολό­σω­μο μα­γιό της, εκεί δεν μπο­ρεί να κρυ­φτεί κα­νείς. Όταν κά­θε­ται στην ξα­πλώ­στρα τα εγ­γο­νά­κια της πα­ρα­τη­ρούν με τρό­μο τις σμηγ­μα­τορ­ροϊ­κές κε­ρα­τώ­σεις στο δέρ­μα των χε­ριών της και τα δια­τρέ­χουν με τα δα­χτυ­λά­κια τους. Προ­σο­χή στα δρα­κό­ντεια λέ­πια μου, τους λέ­ει. Εξε­λίσ­σο­μαι. Όσο πιο άτα­κτα εί­στε, τό­σο με­τα­μορ­φώ­νο­μαι. Στα γουρ­λω­μέ­να μά­τια τους βλέ­πει ότι ξέ­ρουν πως η ατα­ξία δεν προ­κα­λεί μό­νο μπε­λά­δες, αλ­λά και δύ­να­μη.[...] Αυ­τό με χα­ρο­ποιεί επει­δή γνω­ρί­ζω, τα πι­τσι­ρί­κια δι­ψούν για δρά­μα, τρό­μο, σκο­τει­νή φα­ντα­σία, όχι για γλυ­κα­νά­λα­τες ιστο­ρί­ες. Αμί­λη­τα, αλ­λά εν­θου­σια­σμέ­να μα­ζεύ­ο­νται γύ­ρω της και συ­νε­χί­ζουν να πα­ρα­τη­ρούν το υπό­λοι­πο σώ­μα της, την κυτ­τα­ρί­τι­δα και τις πε­ταγ­μέ­νες φλέ­βες στα πό­δια της. Ένα άγ­γιγ­μά σας και τα σά­πια σκου­λή­κια μου, μπλε από το δη­λη­τή­ριο, θα σας σκο­τώ­σουν, τα προει­δο­ποιεί ψι­θυ­ρι­στά. Τό­τε πι­σω­πα­τούν και ξε­ρο­κα­τα­πί­νουνΒυ­θί­ζο­μαι στο νε­ρό και πε­ρι­μέ­νω την κα­τάλ­λη­λη στιγ­μή. Όταν τα παι­διά ξε­χνιού­νται παί­ζο­ντας ξα­νά στην πι­σί­να η ηρω­ί­δα πε­τά­γε­ται μέ­σα από το νε­ρό και φω­νά­ζει Εί­μαι το Κρά­κεν. Τσι­ρίγ­μα­τα, κλά­μα­τα και πα­νι­κός επι­κρα­τεί πα­ντού. Τό­τε η ηρω­ί­δα βγαί­νει από την πι­σί­να, τι­νά­ζει το νε­ρό από πά­νω της, πη­γαί­νει στο μπαρ και απο­λαμ­βά­νει το τσι­γά­ρο και το δρο­σε­ρό της τζιν.

Τί­πο­τα δεν εί­ναι τρο­με­ρό εκτός από τον ίδιο τον φό­βο, έχει πει ο Fr.​Bacon. Φέ­τος τον Ιού­νιο συ­μπλη­ρώ­νο­νται 35 χρό­νια από τον θά­να­το του Jorge Luis Borges, ο οποί­ος έχει πει και το ο χρό­νος εί­ναι ένα πο­τά­μι που με πα­ρα­σύ­ρει, αλ­λά το πο­τά­μι εί­μαι εγώ. Η τα­φι­κή του στή­λη στο Βα­σι­λι­κό Κοι­μη­τή­ριο της Γε­νεύ­ης απο­τε­λεί μια σύντομη, αλ­λά ολό­κλη­ρη ιστορία, με ανα­φο­ρές στη Μάχη του Μάλντον κα­τά τη διάρ­κεια των θα­λάσ­σιων επι­δρο­μών των Βί­κινγκς στα τέ­λη του 10ου αι. Στη στή­λη ανα­γρά­φο­νται και κά­ποιες φρά­σεις, μία από τις οποί­ες ανή­κει στο ομό­τι­τλο αγ­γλι­κό ποί­η­μα που εί­χε με­τα­φρά­σει ο ίδιος και ξε­χώ­ρι­ζε: and ne forhtedon na, δη­λα­δή, μη φο­βά­σαι.

 

            πο­τά­μι

Οι αριθ­μοί στο τα­ξί­με­τρο μπλέ­κο­νται με­τα­ξύ τους κι έπει­τα εξα­φα­νί­ζο­νται, και δεν πει­ρά­ζει διό­τι οι αριθ­μοί εί­ναι μια επι­νό­η­ση όπως η αγά­πη. Έτσι ξε­κι­νά­ει η μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία[11] της Αμε­ρι­κα­νί­δας Francine Witte Βόλ­τα με τα­ξί (Cab Ride) στην οποία μια γυ­ναί­κα παίρ­νει τα­ξί να πά­ει στο νο­σο­κο­μείο στη μη­τέ­ρα της που πε­θαί­νει. Ο ασπρο­μάλ­λης, αμί­λη­τος τα­ξι­τζής, λί­γο πριν στρί­ψει στην εί­σο­δο του νο­σο­κο­μεί­ου λο­ξο­δρο­μεί και η γυ­ναί­κα ανα­στα­τώ­νε­ται. Πε­ρί­με­νε, του λέ­ει, σου εί­πα πά­με στο Σεντ Ελί­ζα­μπεθ. Το γνω­ρί­ζω, της απα­ντά­ει ο τα­ξι­τζής κλεί­νο­ντας το τα­ξί­με­τρο. Ας κά­νου­με πρώ­τα μια βόλ­τα από το πο­τά­μι. Η γυ­ναί­κα τρο­μο­κρα­τεί­ται και την ίδια στιγ­μή θυ­μά­ται τη μη­τέ­ρα της που τη ρω­τού­σε πώς προ­τι­μού­σε τα αβγά που της ετοί­μα­ζε, μά­τια ή ομε­λέ­τα; Ο τα­ξι­τζής την πα­ρα­κο­λου­θεί από τον κα­θρέ­φτη, Τα νο­σο­κο­μεία μπο­ρούν να πε­ρι­μέ­νουν με­ρι­κά λε­πτά, της λέ­ει. Η κό­ρη μου ήταν μό­λις πέ­ντε. Με­τά από μια πο­λύ σύ­ντο­μη βόλ­τα στο πο­τά­μι, με διά­φο­ρους αν­θρώ­πους να τρέ­χουν γύ­ρω τους και τους γλά­ρους να πε­τούν ξέ­νοια­στοι, η ηρω­ί­δα πριν απο­βι­βα­στεί έξω από το νο­σο­κο­μείο, ει­σπνέ­ει βα­θιά τον κα­θα­ρό αέ­ρα από το πα­ρά­θυ­ρο κι αι­σθά­νε­ται ένα ξαφ­νι­κό πε­τά­ρι­σμα κά­τω από τις μα­σχά­λες της.

       Η μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία[12] του Ισπα­νού Antonio Cabrera πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στην αν­θο­λο­γία Galería de hiperbrevesέχει τί­τλο Διαί­σθη­ση και εί­ναι η εξής: Γρή­γο­ρα, εί­πε, ρίξ­τε στο πο­τά­μι τις στά­χτες του Φοί­νι­κα.

 

            κα­ταρ­ρά­κτης

 

Η γυ­ναί­κα μι­λά­ει τό­σο, και εγώ γε­λάω. Κά­θο­μαι στο μπρά­τσο του ξε­φτι­σμέ­νου κα­να­πέ μας, η γυ­ναί­κα μου μι­λά­ει, κι εγώ γε­λάω μέ­χρι εσχά­των. Ο ήρω­ας στη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία[13] του Αμε­ρι­κα­νού Douglas W. Milliken με τί­τλο Αλα­τού­χο διά­λυ­μα (Salineφο­ρά­ει ένα μα­κό, κο­ντο­μά­νι­κο μπλου­ζά­κι, πι­θα­νόν της γυ­ναί­κας του, που αφή­νει εκτε­θει­μέ­νη την κοι­λιά του, αλ­λά ολο­καί­νου­ρια εσώ­ρου­χα, επει­δή ακό­μα και οι χει­ρό­τε­ρες κα­τα­στά­σεις αξί­ζουν ωραία πράγ­μα­τα, βλέ­πει τη γυ­ναί­κα του που μι­λά­ει απέ­να­ντί του, δεν προ­σέ­χει, δεν ακού­ει, ού­τε που κα­τα­λα­βαί­νει τι λέ­ει, εκεί­νη συ­νε­χί­ζει ακα­τά­παυ­στα, σα να μην πι­στεύ­ει ού­τε η ίδια την ιστο­ρία που λέ­ει. Ο ήρω­ας μό­νο βλέ­πει τα Μαύ­ρα μαλ­λιά σαν μυ­θι­κός κα­ταρ­ρά­κτης. Και γε­λά­ει, επτά η ώρα το πρωί και η γά­τα τους τούς κοι­τά­ει βα­ριε­στη­μέ­να, η γυ­ναί­κα του χεί­μαρ­ρος, αυ­τός γε­λά­ει με όλο του το εί­ναι σα να εξαρ­τώ­νται ζω­ές από το γέ­λιο μου, αμέ­τρη­τες μι­κρο­σκο­πι­κές ζω­ές, ή τέ­λος πά­ντων, τρεις ζω­ές. Αυ­τές οι τρεις ζω­ές. Η γυ­ναί­κα μου και η γά­τα μου: γε­λάω για να μας κρα­τή­σω ζω­ντα­νούς. Το εσω­τε­ρι­κό του μπρά­τσου μου ακό­μα καί­ει και με φα­γου­ρί­ζει κα­θώς τα οστά μου εξα­κο­λου­θούν να τρέ­μουν —έτσι αι­σθά­νο­μαι, σαν μό­νι­μες δο­νή­σεις που χτυ­πούν τον μυ­ε­λό των οστών μου— και ξέ­ρω ότι δε θα φάω για μια ημέ­ρα ακό­μα, αλ­λά δεν πει­ρά­ζει. Εί­μαι εντά­ξει. Η φω­νή της γυ­ναί­κας. Η γά­τα που κυ­νη­γά­ει την ου­ρά της. Το γέ­λιο μου. Γε­λά­ει. Μέ­χρι που Το μα­ξι­λά­ρι μου­σκεύ­ει από τα δά­κρυα.

       Πρό­τα­ση κά­θαρ­σης από τον αγώ­να του ήρωα με τον καρ­κί­νο; Ανα­γω­γή στη σκέ­ψη του Søren Kierkegaard[14], ο οποί­ος έγρα­ψε Όταν ήμουν πο­λύ νέ­ος, ξέ­μα­θα να γε­λώ στην σπη­λιά του Τρο­φώ­νιου. Όταν με­γά­λω­σα, όταν άνοι­ξα τα μά­τια μου και πα­ρα­τή­ρη­σα την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, τό­τε έπρε­πε να γε­λά­σω και από τό­τε δεν στα­μά­τη­σα ; Μία μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία ωδή στη ση­μα­σία του κω­μι­κού και του γέλιου του Henri Bergson; Ή υπεν­θύ­μι­ση της γνω­στής μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας[15] του Juan José Ar­reola με τί­τλο Ο κόσμος ; Ο Θε­ός δεν έχει δη­μιουρ­γή­σει ακό­μα τον κό­σμο· μο­να­χά τον φα­ντά­ζε­ται, όπως στα όνει­ρα. Γι’ αυ­τό ο κό­σμος εί­ναι τέ­λειος, αλ­λά μπερ­δε­μέ­νος.

 

            θά­λασ­σα

Το ψά­ρι που απο­φα­σί­ζει να αυ­το­κτο­νή­σει απο­φεύ­γει γρή­γο­ρα το δί­χτυ στο οποίο θα ξε­ψυ­χού­σε με τους συ­ντρό­φους του, προ­σπερ­νά μπρο­στά από το αγκί­στρι του κα­θη­με­ρι­νού ψα­ρά ο οποί­ος ξε­φυλ­λί­ζει ένα πε­ριο­δι­κό και κα­τα­πί­νει χω­ρίς εν­δοια­σμό το αγκί­στρι ενός παι­διού που θα θυ­μά­ται σε όλη του τη ζωή τους τρο­με­ρούς σπα­σμούς της ασφυ­ξί­ας του. Αυ­τή εί­ναι η μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία[16] του Αρ­γε­ντι­νού Raúl Brasca με τί­τλο Ύστα­τη επι­λο­γή (Última elección).

       Μπλε (Blue), εί­ναι ο τί­τλος της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας[17] της Ιρ­λαν­δής Nuala O’ Connor. Η με­θυ­σμέ­νη από πολ­λά κο­κτέιλς ηρω­ί­δα μα­γνη­τί­ζε­ται από το μπλε υγρό των ού­ρων της και μια ου­ρά που τής κρύ­βε­ται μέ­σα στη λε­κά­νη της τουα­λέ­τας. Δι­πλω­μέ­νη πά­νω σ’ αυ­τή νιώ­θει να γλι­στρά­ει μέ­σα σε ένα μπλε τού­νελ ακο­λου­θώ­ντας την ου­ρά σε μια άβυσ­σο που την τρα­βά­ει προς τον ου­ρα­νό, τη θά­λασ­σα, το μπλε των μα­τιών του αγα­πη­μέ­νου της. Σώ­ζε­ται την τε­λευ­ταία στιγ­μή από το χέ­ρι του εφή­με­ρου ερα­στή της που την τρα­βά­ει στην επι­φά­νεια. Σε κρα­τάω, ακού­γε­ται μια φω­νή, Σε κρα­τάω. Εδώ εί­σαι. Αλ­λά το μό­νο που αι­σθά­νο­μαι εί­ναι το αγκί­στρι μέ­σα στο μά­γου­λό μου, το τρά­βηγ­μά του προς τα πί­σω.

       Στη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία[18] της Αμε­ρι­κα­νί­δας Meg Pokrass με τί­τλο Θα­λάσ­σια θη­λα­στι­κά που έχουν εξο­κεί­λει (Stran­ded Sea Mam­mals) η θά­λασ­σα απα­λύ­νει τον πό­νο μιας οι­κο­γέ­νειας από τον πνιγ­μό του ενός γιου. Η μη­τέ­ρα σκαρ­φα­λω­μέ­νη στη σκε­πή του πα­ρα­θα­λάσ­σιου σπι­τιού τους πα­ρα­τη­ρεί τη θά­λασ­σα, ψά­χνο­ντας για φά­λαι­νες και φώ­κιες που εξο­κεί­λουν συ­χνά στην ακτή τους. Ο άλ­λος της γιος την βι­ντε­ο­σκο­πεί και ο πα­τέ­ρας την πα­ρα­κα­λεί να μη φω­νά­ζει κά­θε φο­ρά που βλέ­πει μια σκιά και θε­ω­ρεί ότι εί­ναι κά­ποιο θη­λα­στι­κό που έχει εξο­κεί­λει, επει­δή τρο­μά­ζει τα σκυ­λιά τους. Αρ­γό­τε­ρα κά­θο­νται στον κα­να­πέ να δουν το βί­ντεο. Το μπρά­τσο του γιου εί­ναι αγκι­στρω­μέ­νο γύ­ρω από τους ώμους της και πα­ρα­τη­ρεί ότι όταν η μη­τέ­ρα του ήταν σκαρ­φα­λω­μέ­νη στη σκε­πή σή­κω­νε το ανα­μνη­στι­κό ση­μαιά­κι από το Γκραντ Κά­νυον που τής εί­χε φέ­ρει δώ­ρο ο πνιγ­μέ­νος αδερ­φός του. Το κου­νού­σε πέ­ρα δώ­θε ως ανα­γνω­ρι­στι­κό για τις φά­λαι­νες και τις φώ­κιες.

       Στα Δευ­τε­ρό­λε­πτα, από τη συλ­λο­γή Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχταο Γιάν­νης Ρί­τσος γρά­φει: Τον πνιγ­μέ­νο τον ξά­πλω­σαν στην προ­κυ­μαία. / Νέ­ος ωραί­ος, ολό­γυ­μνος. / Στ’ αρι­στε­ρό του χέ­ρι, το ρο­λόι δου­λεύ­ει ακό­μα. Μια πα­ρό­μοια ει­κό­να συ­να­ντά­με στη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία Password, του Γιάν­νη Πα­λα­βού, ενώ μια με­ταν­θρω­πι­στι­κή προ­σέγ­γι­ση στη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία Φα­λαι­νο­κτο­νία του Μα­ρο­κι­νού Mustapha Handar.

«Από πού έρ­χο­νται όλοι αυ­τοί;» ρώ­τη­σε ο Ρίρ­ντον. «Από πα­ντού», εί­πε ο Κάρ­μακ. Στέ­κο­νταν στην πα­ρα­λια­κή οδό. Όσο έφτα­νε το μά­τι τους δεν έβλε­παν πα­ρά αυ­το­κί­νη­τα. Χι­λιά­δες αυ­το­κί­νη­τα στρι­μωγ­μέ­να προ­φυ­λα­κτή­ρα με προ­φυ­λα­κτή­ρα και στην άκρη του πε­ζο­δρο­μί­ου. Η πα­ρα­λια­κή ήταν γε­μά­τη από αυ­τά. «Να, έρ­χο­νται κι άλ­λα», εί­πε ο Κάρ­μακ. Οι δύο αστυ­νό­μοι κοί­τα­ξαν το πλή­θος που περ­πα­τού­σε προς την ακτή. Πολ­λοί συ­ζη­τού­σαν με­τα­ξύ τους και γε­λού­σαν. Με­ρι­κοί ήταν πο­λύ σιω­πη­λοί και σο­βα­ροί. Όμως όλοι περ­πα­τού­σαν προς την πα­ρα­λία. Ο Ρίρ­ντον κού­νη­σε το κε­φά­λι του. «Δεν το κα­τα­λα­βαί­νω», εί­πε για εκα­το­στή φο­ρά αυ­τή την εβδο­μά­δα. «Απλά δεν το πιά­νω». [...] Κα­θώς οι δύο αστυ­νο­μι­κοί πα­ρα­κο­λου­θού­σαν, το πλή­θος των αν­θρώ­πων κι­νού­νταν κα­τά μή­κος της γκρι­ζω­πής αμ­μου­διάς και περ­πα­τού­σαν προς το νε­ρό. [...] Σε με­ρι­κά λε­πτά εί­χαν εξα­φα­νι­στεί όλοι. Οι δύο αστυ­νο­μι­κοί έμει­ναν να κοι­τά­ζουν το ση­μείο στο οποίο εί­χαν περ­πα­τή­σει όλοι μέ­σα στο νε­ρό. «Πό­σο διαρ­κεί όλο αυ­τό;» ρώ­τη­σε ο Ρίρ­ντον. «Μέ­χρι να εξα­φα­νι­στούν, φα­ντά­ζο­μαι», εί­πε ο Κάρ­μακ. «Αλ­λά για­τί;» «Έχεις δια­βά­σει πο­τέ για τα λέ­μινγκς;» ρώ­τη­σε ο Κάρ­μακ. «Όχι.» «Εί­ναι τρω­κτι­κά που ζουν στις Σκαν­δι­να­βι­κές χώ­ρες. Συ­νε­χί­ζουν να ανα­πα­ρά­γο­νται μέ­χρι να εξα­ντλη­θούν όλα τα απο­θέ­μα­τα τρο­φής τους. Έπει­τα δια­σχί­ζουν τη χώ­ρα, κα­τα­βρο­χθί­ζο­ντας τα πά­ντα στο πέ­ρα­σμά τους. Όταν φτά­νουν στην ακτή συ­νε­χί­ζουν να προ­χω­ρά­νε. Κο­λυ­μπούν μέ­χρι να τους εγκα­τα­λεί­ψουν οι δυ­νά­μεις τους. Εκα­τομ­μύ­ρια από αυ­τά.» «Πι­στεύ­εις ότι αυ­τό συμ­βαί­νει;» ρώ­τη­σε ο Ρίρ­ντον. «Μπο­ρεί», εί­πε ο Κάρ­μακ. «Οι άν­θρω­ποι δεν εί­ναι τρω­κτι­κά!» εί­πε θυ­μω­μέ­να ο Ρίρ­ντον. Ο Κάρ­μακ δεν απά­ντη­σε. Αυ­τό εί­ναι το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος της γνωστής ιστορίας Λέ­μινγκς (Lem­mings), του Κα­λι­φορ­νέ­ζου Richard Matheson, ση­μείο ανα­φο­ράς στη διε­θνή κρι­τι­κή της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας. Εί­χε δη­μο­σιευ­θεί στην κα­τη­γο­ρία «δι­ή­γη­μα» (short story) τον Ιανουάριο του 1958 στο πε­ριο­δι­κό Fan­ta­sy and Sci­en­ce Fi­ction. Η ιστο­ρία ολο­κλη­ρώ­νε­ται με τον απο­χαι­ρε­τι­σμό των δύο συ­να­δέλ­φων, πρώ­τος ο Ρίρ­ντον παίρ­νει τον δρό­μο προς τη θά­λασ­σα, και λί­γο αρ­γό­τε­ρα ακο­λου­θεί και ο Κάρ­μακ.

       Η μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία[19] Δια­στη­μάν­θρω­πος (Space Man) της Αμε­ρι­κα­νί­δας Kathy Fish εί­ναι η εξής: Η κο­πέ­λα του πι­θα­νόν να σερ­φά­ρει κά­που στην Κα­λι­φόρ­νια τώ­ρα. Εί­ναι αστρο­φυ­σι­κός και βε­τε­ρά­νος πο­λέ­μου και αθλή­τρια τριά­θλου, αλ­λά δεν έχει τα­ξι­δέ­ψει πο­τέ της στο διά­στη­μα, όπως αυ­τός τώ­ρα, μέ­σα σε ένα δια­στη­μό­πλοιο που μέ­νει. Το κα­τα­λα­βαί­νει ότι μέ­νει από τον ήχο της μη­χα­νής, σαν πα­πού­τσι του τέ­νις μέ­σα σε κά­δο στε­γνω­τη­ρί­ου, κι επί­σης, από τον τρό­πο που κι­νεί­ται εκτός ελέγ­χου. Μό­νος, με δυ­να­τή φω­νή ο Δια­στη­μάν­θρω­πος επι­στρα­τεύ­ει την προ­στα­κτι­κή: Εκτι­νά­ξου! Εκτι­νά­ξου! Και προ­ε­τοι­μά­ζο­ντας τον εαυ­τό του για το άγνω­στο, πα­τά­ει το κου­μπί. Λυ­τός, νεύ­ει στο δια­στη­μό­πλοιό του κα­θώς αυ­τό του­μπά­ρει στο διά­στη­μα. Όπως αυ­τός, ο ίδιος, του­μπά­ρει στο διά­στη­μα. Κλεί­νει σφι­χτά τα μά­τια του. Η Τζέιν θα του έλε­γε να μη φο­βά­ται, ότι αυ­τό εί­ναι ένα άπει­ρο σύ­μπαν και σε ένα άπει­ρο σύ­μπαν όλα τα πράγ­μα­τα εί­ναι μα­θη­μα­τι­κώς πι­θα­νά, έως βέ­βαια. Κι έτσι φα­ντά­ζε­ται το όμορ­φο κο­ρί­τσι του, να περ­πα­τά­ει προς το μέ­ρος του επά­νω σε έναν ξύ­λι­νο διά­δρο­μο πα­ρα­λί­ας ή έστω στον Πλού­τω­να ή σε κά­ποιο αστέ­ρι, με μια σα­νί­δα του σερφ κά­τω από τη μα­σχά­λη της, να λέ­ει βλέ­πεις, Δια­στη­μάν­θρω­πε; Βλέ­πεις;

 

            κα­λο­καί­ρι

4 κού­πες καρ­πού­ζι χω­ρίς κου­κού­τσια κομ­μέ­νο σε κύ­βους 30 γρ. συ­μπυ­κνω­μέ­νου, κα­τα­ψυγ­μέ­νου χυ­μού λε­μο­νά­δας 3 κού­πες νε­ρό

1.    Χτυ­πή­στε το καρ­πού­ζι στο μί­ξερ σε μέ­τρια τα­χύ­τη­τα μέ­χρι να ομο­γε­νο­ποι­η­θεί.

2.    Γυ­ρί­στε το σε ένα μπολ, περ­νώ­ντας το από σου­ρω­τή­ρι, αφαι­ρώ­ντας υπό­λοι­πα από τον προη­γού­με­νο εαυ­τό του.

3.    Προ­σθέ­στε το σε κα­νά­τα με τον συ­μπυ­κνω­μέ­νο χυ­μό λε­μο­νιού.

4.    Ανα­κα­τώ­στε μέ­χρι να ανα­μει­χθούν εντε­λώς.

5.    Κα­τα­ψύ­χε­τε μέ­χρι να φτά­σει τον βαθ­μό της πα­γω­μέ­νης θά­λασ­σας μέ­σα σας.

       Αυ­τό εί­ναι τμή­μα της σπον­δυ­λω­τής μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας της/του[20] E.​Y.​ Smith με τί­τλο Κα­λο­και­ρι­νός οδη­γός Κά­ν’ το μό­νος σου του Φραντς Κάφ­κα[21] (Franz Kafka’s Sum­mer DIY Guideκαι υπό­τι­τλο Watermelon Lemonade (Λε­μο­νά­δα καρ­πού­ζι). Δια­βά­ζε­ται συν­δυα­στι­κά με το ποί­η­μα Straw­ber­ries (Φρά­ου­λες) του Σκω­τσέ­ζου Edwin Morgan, ει­δι­κά λό­γω του τε­λευ­ταί­ου στί­χου[22]Άσε την κα­ται­γί­δα να πλύ­νει τα πιά­τα.

 

            πει­ρα­τές

«Εί­μαι πει­ρα­τής», της εί­πε στο πρώ­το τους ρα­ντε­βού, αγ­γί­ζο­ντας το αυ­τί του. «Ο τρό­μος των θα­λασ­σών». «Πώς ξέ­ρω ότι αυ­τό εί­ναι αλή­θεια;» ρώ­τη­σε εκεί­νη. «Δεν ξέ­ρεις», της απά­ντη­σε, και τής έσκα­σε ένα χα­μό­γε­λο. «Αυ­τό εί­ναι το πρό­βλη­μα με τους πει­ρα­τές». Πριν εξα­φα­νι­στεί ο άντρας, την επό­με­νη κιό­λας ημέ­ρα, της άφη­σε το πει­ρα­τι­κό του ση­μά­δι. Κι έχω­σε έναν θη­σαυ­ρό βα­θιά στη ζε­στή άμ­μο του κορ­μιού της. [...] Στο νο­σο­κο­μείο, ο ακτι­νο­δια­γνώ­στης χαρ­το­γρά­φη­σε το ανα­δυό­με­νο νη­σί στην κοι­λιά της και έδει­ξε προς την οθό­νη με το στυ­λό του. «Το Χ δεί­χνει το ση­μείο», εί­πε χα­μο­γε­λώ­ντας. Τρά­βη­ξε μια ασπρό­μαυ­ρη λή­ψη: όλο κι όλο ένα κρα­νίο και με­ρι­κά οστά· μια σπον­δυ­λι­κή στή­λη στρι­φο­γυ­ρι­στή σαν ιπ­πό­κα­μπος. «Θέ­λεις να μά­θεις;» ρώ­τη­σε. «Γνω­ρί­ζω ήδη», εί­πε εκεί­νη. Πή­ρε μα­ζί της μό­νο ένα αντί­γρα­φο και στο σπί­τι το κόλ­λη­σε ψη­λά στην πόρ­τα του ψυ­γεί­ου. Το βλέ­πει κά­θε φο­ρά που πη­γαί­νει να πά­ρει γά­λα. Το μο­να­δι­κό, βυ­θι­σμέ­νο μά­τι, μαύ­ρο σαν κα­λύ­πτρα. Και τις μι­κρές γρο­θιές που σφίγ­γουν μαρ­γα­ρι­τά­ρια σε έναν υγρό τά­φο. Αυ­τή εί­ναι σχε­δόν ολό­κλη­ρη η μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία[23] του Βρε­τα­νού Tim Craig, με τί­τλο Το πρό­βλη­μα με τους πει­ρα­τές (The Trouble With Pirates).

θε­ω­ρη­τι­κές δια­κλα­δώ­σεις

Η πο­λύ σύ­ντο­μη πε­ζο­γρα­φι­κή φόρ­μα έχει απο­δει­χθεί ιδιαί­τε­ρα αν­θε­κτι­κή στο χρό­νο όπως και η ιδέα του μι­κρού, του μέ­γα. Ο Samuel Beckett έλε­γε ότι ολό­κλη­ρος ο κό­σμος του Proust βγαί­νει από ένα φλι­τζά­νι τσάι. Και ο Joseph Conrad έγρα­φε στην Καρδιά του σκότουςΟι ιστο­ρί­ες που δι­η­γού­νται οι ναυ­τι­κοί, δια­κρί­νο­νται όλες από μιαν ευ­θύ­τη­τα και μιαν απλό­τη­τα. Όλο το νό­η­μα μιας δι­ή­γη­σής τους χω­ρά­ει σε μια φού­χτα. Πα­ρό­λο που για τον Μάρ­λο­ου το νό­η­μα μιας ιστο­ρί­ας του δεν βρι­σκό­ταν μέ­σα στον πυ­ρή­να της, αλ­λά απ' έξω, θαρ­ρείς και το νό­η­μα πε­ριέ­βα­λε την ιστο­ρία. Ιδέα που εντο­πί­ζε­ται συ­χνά στη θε­ω­ρία της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας.

       Από τη δε­κα­ε­τία του ’80 που ξε­κί­νη­σε η συ­στη­μα­τι­κή με­λέ­τη της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας με τη μο­νο­γρα­φία (1984) της Κου­βα­νέ­ζας Dolores Koch για την ισπα­νό­φω­νη πε­ρί­πτω­ση, συ­γκρο­τή­θη­κε γύ­ρω της διε­θνές επι­στη­μο­νι­κό πε­δίο, το οποίο διευ­ρύ­νε­ται ανελ­λι­πώς. Μας απα­σχο­λεί συ­νη­θέ­στε­ρα η πο­λι­τι­σμι­κή της διά­στα­ση, όπως η μελέτη (2002) του Με­ξι­κα­νού Lauro Zavala ή της Δα­νής Gitte Mose (2000) για την σκαν­δι­να­βι­κή πε­ρί­πτω­ση Kortproza υπό το πρί­σμα του γερ­μα­νι­κού ρο­μα­ντι­σμού και τον υπαρ­ξι­σμό του S. Kierkegaard. Τε­λευ­ταία, όμως, η έρευ­να της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας εμ­βα­θύ­νει μέ­χρι και στην πο­λι­τι­κή της διά­στα­ση, όπως η μελέτη (2017) της Ιτα­λί­δας Paola del Zoppo, για την γερ­μα­νό­φω­νη Kurzprosa για την πε­ρί­ο­δο 1960-2000. Επι­πλέ­ον, έχει δη­μιουρ­γη­θεί ένα αρ­χι­πέ­λα­γος σύγ­χρο­νων κει­μέ­νων που ανα­νε­ώ­νε­ται συ­νε­χώς. Από ερευ­νη­τι­κή άπο­ψη αυ­τό εί­ναι εν­θαρ­ρυ­ντι­κό, αλ­λά πλέ­ον αν­θρω­πί­νως αδύ­να­το να το πα­ρα­κο­λου­θεί κα­νείς εν εξε­λί­ξει, κα­τα­γρά­φο­ντάς το, με­λε­τώ­ντας το πο­σο­τι­κά και ποιο­τι­κά με βε­βαιό­τη­τα και ακρί­βεια. Το σί­γου­ρο εί­ναι ότι η μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία έχει αλλάξει· η σχέση της με την επι­στή­μη εί­ναι δυ­να­μι­κή. Αρ­δεύ­ε­ται από την ψη­φια­κή τε­χνο­λο­γία και την ψη­φιο­ποί­η­ση της πλη­ρο­φο­ρί­ας – ως πη­γές και κα­νά­λια διά­δο­σης. Απο­τε­λεί ένα επίτευγμα της ανθρώπινης νόησης, με τε­ρά­στια πα­ρα­γω­γή και δια­κρι­τές ποιο­τι­κές δια­βαθ­μί­σεις.

       Ο Novalis που επη­ρέ­α­σε τον γερ­μα­νι­κό ρο­μα­ντι­σμό, πί­στευε ότι μό­νο οι ποι­η­τές θα έπρε­πε να ασχο­λού­νται με τα υγρά[24]. Ωστό­σο, η άπο­ψη ότι το ύδωρ εί­ναι η απαρ­χή των πραγ­μά­των, όχι με την έν­νοια του κοι­νού νε­ρού [υδα­ρές ύδωρ], αλ­λά λό­γω της ιδιό­τη­τάς του να με­τα­μορ­φώ­νε­ται, απο­δί­δε­ται στον Θα­λή τον Μι­λή­σιο[25]. Ο Με­ξι­κα­νός Guillermo Samperio ήταν γνω­στός εκ­πρό­σω­πος της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας, δη­μιουρ­γός και του δη­μο­φι­λούς δείγ­μα­τος El fantasma, που απο­τε­λού­νταν μό­νο από τον τί­τλο. H μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία[26] του με τί­τλο Πί­νω το στό­μα σου (Bebo tu boca) εί­ναι η εξής: Όταν φι­λάω τα νε­ρέ­νια σου χεί­λη, δεν εί­ναι πο­τέ τα ίδια. Οι συ­νά­ψεις που προ­κα­λεί η ανά­γνω­ση αυ­τού του δείγ­μα­τος, μπο­ρεί να εί­ναι ελά­χι­στες ή άπει­ρες, συ­γκι­νη­τι­κές ή αδιά­φο­ρες. Αλ­λιώς θα το «δει» μια εκτε­λέ­στρια ενός αφρι­κα­νι­κού πα­ρα­δο­σια­κού χο­ρού του νε­ρού, δια­φο­ρε­τι­κά ένας χο­ρευ­τής της σχο­λής της Pina Bausch, ή κα­θε­μία και κα­θέ­νας από εμάς.

       Κά­ποιος που γνω­ρί­ζει το έρ­γο της Virginia Woolf και το γε­γο­νός ότι φέ­τος τον Μάρ­τιο συ­μπλη­ρώ­θη­καν 80 χρό­νια από την αυ­το­χει­ρία της στον πο­τα­μό Ουζ, μπο­ρεί εύ­κο­λα να πα­ρα­συρ­θεί από την ορ­μη­τι­κή ροή της συ­νεί­δη­σης, αλ­λά να πια­στεί από τον στα­θε­ρό άξο­νά της, το ερώ­τη­μά της ποιο εί­ναι το νό­η­μα της ζω­ής, στο οποίο επα­νέρ­χε­ται στον ΦάροΣτο ίδιο βι­βλίο η Woolf απο­φαί­νε­ται: Η με­γά­λη απο­κά­λυ­ψη πο­τέ δεν ήρ­θε. Αντί γι’ αυ­τήν έρ­χο­νταν μι­κρά, κα­θη­με­ρι­νά θαύ­μα­τα, εκλάμ­ψεις, σπίρ­τα που άνα­βαν απροσ­δό­κη­τα στο σκο­τά­δι. Προς το τέ­λος του βι­βλί­ου γρά­φει ότι η Κα­μίλ­λια πε­ρι­φε­ρό­ταν (νο­ε­ρά) στον κά­τω κό­σμο των νε­ρών, εκεί [...] όπου στο πρά­σι­νο φως μια αλ­λα­γή γί­νε­ται ξαφ­νι­κά στο μυα­λό σου και το σώ­μα σου λά­μπει, ημι­διά­φα­νο, τυ­λιγ­μέ­νο σ’ ένα πρά­σι­νο μαν­δύα. Στα δε Κύματα, δια­πι­στώ­νει ότι ενί­ο­τε, Εί­μα­στε τό­σο απο­κα­μω­μέ­νοι, τό­σο πα­θη­τι­κοί, που το μό­νο που θέ­λου­με εί­ναι να ξα­να­σμί­ξου­με με το σώ­μα της μά­νας μας, απ’ όπου έχου­με απο­κο­πεί. Συ­χνά, όμως, συ­να­ντά­με και την αντί­θε­τη δια­πί­στω­ση, όπως στο ποί­η­μα Ma­xi­mus to him­self του Char­les Ol­­son ότι ο άν­θρω­πος απο­ξε­νώ­νε­ται από ό,τι του εί­ναι πιο οι­κείο, σύμ­φωνα με τον Ηρά­κλει­το. Στη διε­θνή κρι­τι­κή της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας, η Woolf θε­ω­ρεί­ται ως πρό­δρο­μος της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας κι εντο­πί­ζο­νται πο­λυά­ριθ­μες προ­σεγ­γί­σεις του εί­δους ή του φαι­νο­μέ­νου, οι οποί­ες το συ­σχε­τί­ζουν με τη φι­λο­σο­φία του Ηρά­κλει­του και με το «τα πά­ντα ρει», όπως η να­νο­φι­λο­λο­γία (2007) του Ottmar Ette. Πλέ­ον, συ­σχε­τί­ζε­ται όλο και συ­χνό­τε­ρα η συ­νε­χής ροή των αντι­θέ­σε­ων και της με­τα­βο­λής με τη στα­θε­ρά της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας να θέ­τει διαρ­κώς καί­ρια ερω­τή­μα­τα, αστρα­πιαία και ευ­θύ­βο­λα.

       Ο Ιτα­λός Luigi Contadini στη με­λέ­τη[27] του (2017) για την ισπα­νό­φω­νη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία συ­μπε­ραί­νει: η συ­ντο­μία [...] συμ­βάλ­λει στην αλ­λα­γή της έν­νοιας της λο­γο­τε­χνί­ας και ταυ­τό­χρο­να προ­τεί­νει νέα μο­ντέ­λα αφή­γη­σης. Πώς; Θα απα­ντού­σα λέ­γο­ντας ότι πα­ρά­γει σκέ­ψη, συν­θέ­τει, δεν απο­δο­μεί, συ­νερ­γεί, με­τα­μορ­φώ­νε­ται, εξού και η πρω­τεϊ­κή φύ­ση της, με­τα­μορ­φώ­νει, και με­τα­δί­δει αστρα­πιαία[28], αλ­λά με­τα­φέ­ρει σαν ύδωρ.

       Ο Πε­ρου­βια­νός Julio Ortega προ­κει­μέ­νου να ελέγ­ξει τον ελά­χι­στο βαθ­μό αφη­γη­μα­τι­κό­τη­τας της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας[29], ανα­φέ­ρει (2009) ότι για να μι­λά­με για αφή­γη­ση αρ­κεί ένα γε­γο­νός, δια­τυ­πω­μέ­νο ρη­τά και λο­γι­κά. Άπο­ψη που στη­ρί­ζε­ται, ασφα­λώς, σε με­γά­λο βαθ­μό στη συμ­με­το­χι­κή ανά­γνω­ση για τη συ­μπλή­ρω­ση των αφη­γη­μα­τι­κών ελ­λεί­ψε­ων. Στη με­λέ­τη του ανα­φέ­ρει την αρ­χαία αι­γυ­πτια­κή επι­γρα­φή στην οποία ανα­γρα­φό­ταν μό­νο το εξής[30]: Ο Τζον έφυ­γε για τα­ξί­δι. Σύμ­φω­να με τον Ortega αυ­τή μπο­ρεί να εί­ναι η πρώ­τη γρα­πτή ιστο­ρία, πο­λύ πριν από το Έπος του Γκιλ­γκα­μές. Μια ιστο­ρία, φυ­σι­κά, για να εί­ναι ιστο­ρία, να αφη­γεί­ται κά­τι, χρειά­ζε­ται χα­ρα­κτή­ρες, συ­ναί­σθη­μα, δρά­ση. Ο Ortega όμως, δια­κρί­νει αυ­τά τα στοι­χεία στην επι­γρα­φή· ποιος «έφευ­γε» για «τα­ξί­δι» 5.000 χρό­νια πριν; Και απ’ ό,τι φαί­νε­ται ο Τζον ήταν, πα­ρα­δό­ξως, ανή­συ­χο πνεύ­μα. Από τό­τε έως σή­με­ρα, πό­σοι άν­θρω­ποι έχουν ζή­σει στη γη, πό­σα γε­γο­νό­τα, ιστο­ρί­ες, αλ­λα­γές έχουν με­σο­λα­βή­σει; Πό­σο έχει οξυν­θεί η φα­ντα­σία μας, πό­σο έχει επι­τα­χυν­θεί η σκέ­ψη μας, μέ­χρι πού έχου­με τα­ξι­δέ­ψει; Από τις αρ­χές του 2020 βρι­σκό­μα­στε όλοι σε μία δί­νη. Πώς μας πα­ρέ­συ­ρε η παν­δη­μία, ο φό­βος, η αβε­βαιό­τη­τα, η απο­ξέ­νω­ση και μοιά­ζουν όλα τα θέ­μα­τά μας πιο βα­ριά και σο­βα­ρά; Πό­σο έχου­με πε­λα­γώ­σει; Και όμως. Ο Γιάννης Στίγκας δια­κρί­νει το αγ­χέ­μα­χο πεί­σμα μας, δεν ήρ­θα εδώ να πτοη­θώ/ [...] / Ναι / λέ­ει στη ζωή / Ναι / και στους σύρ­τες της / [...] / Εκεί που χορ­τα­ριά­ζει το χά­ος / πά­με και χτί­ζου­με σπί­τια, και ο Saul Bellow μια αστεί­ρευ­τη πη­γή σθέ­νους: Νιώ­θω ότι η τέ­χνη συν­δέ­ε­ται κα­τά κά­ποιον τρό­πο με την επί­τευ­ξη της ακι­νη­σί­ας στην καρ­διά του χά­ους. Μιας ακι­νη­σί­ας που χα­ρα­κτη­ρί­ζει επί­σης την προ­σευ­χή και το μά­τι του κυ­κλώ­να. Πι­στεύω πως η τέ­χνη σχε­τί­ζε­ται με την αιχ­μα­λώ­τι­ση της προ­σο­χής εν μέ­σω παν­δαι­μο­νί­ου[31].

       H ιστο­ρία με τί­τλο Happy Endings (1983) της Κα­να­δής Margaret Atwood, ση­μείο ανα­φο­ράς στη θε­ω­ρία της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας, ξε­κι­νά­ει ως εξής[32]: Ο Τζον και η Μαί­ρη συ­να­ντιού­νται. Τι συμ­βαί­νει με­τά; Εάν θέ­λεις ένα ευ­τυ­χι­σμέ­νο τέ­λος, διά­λε­ξε το Α. Δεν γνω­ρί­ζω εάν αυ­τός ο Τζον εί­ναι ο ίδιος με τον Αι­γύ­πτιο Τζον, αλ­λά θα μπο­ρού­σε. Η Atwood, μας δί­νει έξι πο­λύ σύ­ντο­μες πι­θα­νές εκ­δο­χές της ιστο­ρί­ας του ζευ­γα­ριού να δια­λέ­ξου­με ποια μας αρέ­σει και κα­τα­λή­γει ότι η μό­νη στα­θε­ρά εί­ναι ότι θα πε­θά­νουν, η εν­διά­με­ση πλο­κή εί­ναι μία σει­ρά γε­γο­νό­των, μία διαρ­κής κί­νη­ση και διερ­γα­σία, ένας «πό­λε­μος» κα­τά τον Ηρά­κλει­το. Το ζή­τη­μα εί­ναι να σκε­φτό­μα­στε το Πώς και το για­τί. Αυ­τό μας εν­δια­φέ­ρει, αυ­τό ανα­ζω­ο­γω­νεί τη λο­γο­τε­χνία μας και φαί­νε­ται ότι αφο­ρά και τη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία, η οποία επι­χει­ρεί να το εκ­φρά­σει στη μι­κρό­τε­ρη κλί­μα­κα.

 

προ­τά­σεις πλο­ή­γη­σης

Ο πο­λυα­να­με­νό­με­νος VI διεθνής διαγωνισμός μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας του ισπα­νι­κού ιδρύ­μα­τος César Egido Serrano Foundation που εί­χε ανα­βλη­θεί λό­γω παν­δη­μί­ας. Nι­κή­τρια του ΙV δια­γω­νι­σμού ήταν η Αμε­ρι­κα­νί­δα Emily Raboteau με την ιστο­ρία της Στρείδια. Σύμ­φω­να με τον φετινό κα­νο­νι­σμό η πρό­σκλη­ση ισχύ­ει για κεί­με­να έως 100 λέ­ξεις, σε 4 γλώσ­σες, με θέ­μα την παν­δη­μία, με κα­τα­λη­κτι­κή ημε­ρο­μη­νία δωρεάν υποβολής, μέ­χρι δύο κεί­με­να ο κα­θέ­νας, την 30η Σε­πτεμ­βρί­ου 2021 και 20.000$ το πρώ­το βρα­βείο, για το οποίο θα λη­φθεί υπό­ψη και η ηλε­κτρο­νι­κή ψη­φο­φο­ρία των συμ­με­τε­χό­ντων.

Οι μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ες Ρεύ­ματα της Hannah Vo­sku­il, Re­mem­ber του Dan Schwartz (ή την πα­ρου­σί­α­σή του σε προη­γού­μενο δελ­τίο), Νε­ρό της Patricia Martín Rivas,  Με­γά­λη Παρα­σκευή της Amanda Leduc,  The Left be­hind της Isla Tel­ford και το σύντο­μο διήγημα Nia­ga­ra Falls, 1963 του Don Herald.

Οι συλ­λο­γές μι­κρο­μυ­θο­πλα­σιών Το ψάρε­μα της πέ­στρο­φας στην Α­με­ρι­κή του Ri­chard Brauti­gan και Lo­ve Sto­ries for He­ctic Pe­ople της Cathe­ri­ne McNa­ma­ra. Δείγμα από την τε­λευ­ταία: As Sim­ple as Wa­ter.

Tο δι­ή­γη­μα John Red­ding goes to sea της Zora Ne­ale Hur­ston.

Η νου­βέ­λα Μπλε βα­θύ, σχε­δόν μαύ­ρο του Θα­νά­ση Βαλ­τι­νού.

Η ται­νία μι­κρού μή­κους Outside των Inbal Pinto και Etgar Keret για την παν­δη­μία (διάρ­κεια 07:55 λ.)

Η μη­νιαία στή­λη Eat your words της Valerie Stivers στην ηλε­κτρο­νι­κή έκ­δο­ση του πε­ριο­δι­κού The Paris Review.

Το αφιέ­ρω­μα στο νε­ρό, Water, του ηλε­κτρο­νι­κού πε­ριο­δι­κού μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας της Νέ­ας Ζη­λαν­δί­ας Flash Frontier, ιδιαί­τε­ρα η μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία Aquaphobia, του Jeff Taylor.

To ηλε­κτρο­νι­κό πε­ριο­δι­κό Splonk[33], με αρ­χι­συ­ντά­κτρια την Nuala O’ Connor, το οποίο δη­μο­σιεύ­ει ιρ­λαν­δι­κή μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία.

H ομι­λία του ιχθυο­λό­γου Prosanta Chaknabarty στο TED με τί­τλο 4 εκατομμύρια χρόνια εξέλιξης σε 6 λεπτάστην οποία κα­τα­λή­γει ότι «Εί­μα­στε όλοι ψά­ρια» .

Τα τρα­γού­δια Les Pas­santes του Geo­rges Bras­sens και Down by the wa­ter της P. J. Harvey και η μου­σι­κή σύν­θε­ση F major της Hania Rani.

[1] Το συγκεκριμένο δελτίο διαβάζεται και μη γραμμικά, από το τέλος, ή τυχαία.
[2] Μετάφραση δική μου από το πρωτότυπο στην ισπανική γλώσσα.
[3] Σε αγγλική μετάφραση της Anne Twitty.
[4] Μετάφραση δική μου.
[5] Μετάφραση δική μου.
[6] Στη συλλογή του Δωμάτια όπου οι άνθρωποι ουρλιάζουν και πληγώνουν ο ένας τον άλλο.
[7] Μετάφραση δική μου.
[8] Μετάφραση δική μου.
[9] Μετάφραση δική μου.
[10] Μετάφραση δική μου.
[11] Μετάφραση δική μου.
[12] Μετάφραση δική μου.
[13] Μετάφραση δική μου.
[14] Στο βιβλίο του Διαψάλματα.
[15] Μετάφραση δική μου.
[16] Μετάφραση δική μου.
[17] Μετάφραση δική μου.
[18] Μετάφραση δική μου.
[19] Μετάφραση δική μου.
[20] Από την έρευνά μου στο διαδίκτυο δεν προέκυψαν επαρκή στοιχεία.
[21] Μετάφραση δική μου.
[22] Μετάφραση δική μου.
[23] Μετάφραση δική μου.
[24] Κυριακίδης Αχιλλέας, Μικρή περιοχή, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2007.
[25] Kenny Anthony, Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας, μτφ. Δ. Ρισσάκη, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2005.
[26] Μετάφραση δική μου.
[27] Contadini Luigi, Le suggestioni del microrrelato, στο Labirinti 165, Le Forme del Narrare: Nel Tempo e tra I Generi, Universitá degli Studi di Trento, 2017.
[28] Ο James Thomas επινόησε το 1992 τον όρο flash fiction, κατά τη διάρκεια μιας έντονης καλοκαιρινής καταιγίδας σε ένα ελληνικό νησί.
[29] Ortega Julio, A flash before the Bang, στο The Rose Metal Press Field Guide to Writing Flash Fiction, επ. Tara L. Masih, Rose Metal Press, 2009.
[30] Μετάφραση δική μου.
[31] Στο βιβλίο Η τέχνη της γραφής.
[32] Μετάφραση δική μου.
[33] Η λέξη Splonk είναι η αγγλοποιημένη μορφή της ιρλανδικής λέξης splanc, η οποία είναι ουσιαστικό, γένους θηλυκού και σημαίνει αναλαμπή, λάμψη, αστραπή, ή σπίθα. Η ιρλανδική λέξη splaincín, που προέρχεται από τη λέξη splanc περιγράφει ένα θηλυκό ον με ελεύθερο πνεύμα.

Πη­γή: Πρώτη δημοσίευση.

Προηγήθηκαν:

Δελτίο#16:Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: λέ­ω τὴν ἱ­στο­ρί­α (22-03-2021)

Δελτίο#15: Δή­μη­τρα Ι. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: μι­κρὲς ἀ­πο­λαύ­σεις (21-01-2021)

Δελτίο#15: Δή­μη­τρα Ι. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: μι­κρὲς ἀ­πο­λαύ­σεις (21-01-2021)

Δελτίο#14: Δή­μη­τρα Ι. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: αγ­κουα­γκού (21-09-2020)

Δελτίο#13: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: φῶς (01-06-2020)

Δελτίο#12: Violeta Rojo (Βι­ο­λέ­τα Ρό­χο): Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α δὲν εἶ­ναι πιὰ αὐ­τὸ ποὺ ἦ­ταν (04-03-2020)

Δελτίο#11: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: dulci jubilo (11-01-2020)

Δελτίο#10: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: λο­γο­τε­χνί­α στὰ ὅ­­ρια καὶ πε­ρὶ ὁ­ρί­ων (07-11-2019)

Δελτίο#9: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: [«Δαχτυλίδια τὰ πάντα…»] (13-09-2019)

Δελτίο#8: μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: στὰ ἄ­δυ­τα τῆς σύγ­χρο­νης ζω­ῆς (06-07-2019)

Δελτίο#7: μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ἕ­νας φαν­τα­στι­κὸς κῆ­πος (06-05-2019)

Δελτίο#6: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ἕ­να ρεῦ­μα ζω­ῆς, ἐ­δῶ καὶ τώ­ρα (Μάρτιος 2019).

Δελτίο#5: Συνέντευξη μὲ τὴν Ta­nia Hersh­man (Ἰανουάριος 2019).


Δελτίο#4: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ἡ κο­ρυ­φὴ ἑ­νὸς πα­γό­βου­νου (ἰριδισμοὶ τοῦ μικροῦ)
 (Νοέμβριος 2018).

Δελτίο#3: Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α στὸ μι­κρο­σκό­πιο: ἀν­τα­πό­κρι­ση ἀ­πὸ τὴν Μπραγ­κάν­ζα, τὸ Σὲν Γκά­λεν καὶ τὴ Λι­σα­βό­να (Σεπτέμβριος 2018).

Δελτίο#2: Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α παν­τοῦ: ἀ­πὸ τὸν Αἴ­σω­πο, τὸν Ὅ­μη­ρο καὶ τὴν ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κὴ γραμ­μα­τεί­α ἕ­ως σή­με­ρα. (Ἰούλιος 2018).

Δελτίο#1: Γιὰ τὸ 8ο Δι­ε­θνὲς Συ­νέ­δριο Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας (2014) καὶ τὰ Πρα­κτι­κά του (2017) (Μάϊος 2018).

καὶ

Νέ­α: 07-05-2018. Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία παν­τοῦ! Μιὰ νέ­α στή­λη! 

Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου (Γι­ο­χά­νεσ­μπουρκ, 1971). Δι­ή­γη­μα, Με­τά­φρα­ση, Με­λέ­τη. Με­τα­πτυ­χια­κὴ εἰ­δί­κευ­ση στὴν Πο­λι­τι­στι­κὴ Δι­α­χεί­ρι­ση στὸ Παν­τεῖ­ο. Ἀ­πό­φοι­τη Εὐ­ρω­πα­ϊ­κοῦ Πο­λι­τι­σμοῦ, Τμῆ­μα Ἀν­θρω­πι­στι­κῶν Σπου­δῶν, ΕΑΠ. Ἀ­πό­φοι­τη Ἰ­σπα­νι­κοῦ Πο­λι­τι­σμοῦ, Πα­νε­πι­στή­μιο Menen­dez Pe­la­yo, San­­tan­der. Με­τα­φρά­στρια, Βρε­τα­νι­κὸ Συμ­βού­λιο καὶ Ἰν­στι­τοῦ­το Γλωσ­­­σο­λο­γί­ας, Λον­δί­νο. Ἐ­πι­με­λεῖ­ται τὴ στή­λη Μι­κρή κλί­μα­κα στὸ μη­νι­αῖο δι­α­δι­κτυ­α­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Λό­γου καὶ Τέ­χνης Χάρτης.

Πηγή φωτογραφίας τίτλου:

https://www.instagram.com/backpackerslist/?hl=el

Πηγή φωτογραφίας τέλους:

https://unsplash.com/photos/riYdn15o96U

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου