|
|
ΣΟ ΜΙΣΟΥΣΕ τοὺς Τούρκους, τόσο τὴς Τουρκάλες
τὴς εἶχε στὴν καρδιά του. Κάποτε ἅρπαξε μιὰν ὄμορφη Τουρκοπούλα καὶ δὲν
ἐννοοῦσε πειὰ νὰ χωριστῇ ἀπ' αὐτή. Τότε ἡ κυρὰ Τσόγκαινα πῆγε στὸ
Δεσπότη καὶ παραπονέθηκε.
— Ὠρέ, ἀγαπάω τὴ γυναῖκα μου, εἶπε ὁ παλιὸς ὁ Κλέφτης, μὰ παιδιὰ
δὲ μοῦ κάνει, καὶ πῆρα τουτηδῶ νὰ μοῦ κάνῃ κανένα...
Ὁ
Δεσπότης, τί νὰ κάμῃ; Συφωνήθηκε νὰ βαφτιστῇ μοναχὰ τὸ χανουμάκι,
καὶ ἂς πάῃ στὴν εὐκή. Πῆρε ὁ Δεσπότης καμιὰ διακοσαριὰ ρουμπιέδες
(σὰν πολλοὶ φαίνονται), κι' ὁ γέρο-Τσόγκας ἔζησε μὲ τὸ χαρέμι του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου