|
|
ΠΕΦΤΟΝΤΑΣ μὲ τὴν ταχύτητα τῶν ἑκατὸ χιλιομέτρων
πάνω στὸν κορμὸ τῆς ἀρχαίας ἐλιᾶς, τουλάχιστον ἀπὸ μεριά μου δὲν ἔνοιωσα
τὸ παραμικρό, χωρὶς νὰ μπορῶ νὰ διαβεβαιώσω τὸ ἴδιο καὶ ἐκ μέρους τῆς
γυναικός μου.
Μιὰ φωνὴ σὰν ἀπὸ χίλια μεγάφωνα, διέταξε ἀρειμάνια:
«Ἐσὺ ὁ ὁδηγός, γραμμὴ γιὰ τὸ Γραφεῖο!», καὶ μετὰ ἀπὸ ἐλάχιστα δευτερόλεπτα,
«καὶ σὺ γύναι ἡ συνεπιβάτης, ταχιὰ στὸ Μαγειρεῖο!».
Ἔτσι ξαφνικὰ βρέθηκα μόνος σ΄αὐτὸ τὸ φωτεινότατο δωμάτιο. Πρόκειται
γιὰ ἕνα ζεστὸ ἐνδιαίτημα δέκα περίπου τετραγωνικῶν, μὲ βιβλιοθῆκες
ὣς τὸ ταβάνι, ἕνα γραφεῖο παλιὸ δρύϊνο, μιὰ καρέκλα ἀναπαυτικὴ μὲ
μαξιλαράκι καὶ ἄφθονη γραφικὴ ὕλη ποὺ ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας στιγμὴ
τέθηκε στὴ διάθεσή μου.
Τὸ παράθυρο ποὺ βρίσκεται στὰ δεξιά μου τυφλό. Πόρτα, δὲν ὑπάρχει.
Πόσο καιρὸ βρίσκομαι σ΄αὐτὸ τὸ δωμάτιο δὲν μπορῶ ν΄ἀπαντήσω. Ἴσως λίγα λεπτά τῆς ὥρας, ἴσως μιὰ αἰωνιότητα. Τὸ μόνο ποὺ ἔχει σημασία εἶναι ὅτι βρίσκομαι σὲ ἕνα χῶρο καταδικό μου ἐν ἀπολύτῳ ἡσυχίᾳ, ἔτσι ὥστε τὸ παλιό μου ὄνειρο νὰ γράψω ἀπερίσπαστος κάποια στιγμὴ βρίσκει ἐπιτέλους μιὰ σχετικὴ δικαίωση.
Γιὰ ὅλα αἰτία εἶναι ἐκείνη ἡ παλιόγρια, ἡ καταραμένη μαυροφοροῦσα
ποὺ παρουσιάστηκε νὰ βαδίζει στὴν ἄκρη τοῦ ἐπαρχιακοῦ δρόμου σὰν ἀερικό,
λίγο πρὶν τὴ στροφὴ τοῦ νεκροταφείου.
Τὴν εἶχα ξανασυναντήσει τὸ 1998 σὲ μιὰ καλοκαιρινὴ ἐκδρομὴ στὸ ἴδιο
ἀκριβῶς σημεῖο. Ὁδηγοῦσα τὸ ἴδιο αὐτοκίνητο, ἕνα «Τογιότα Κορόλα»,
δίπλα μου συνοδηγὸς ἦταν πάλι ἡ γυναίκα μου, μόνο ποὺ στὰ πίσω καθίσματα
τὰ δυό μου ἀγόρια γκρίνιαζαν γιὰ τὸ μάκρος τῆς διαδρομῆς ἔχοντας σπάσει
μὲ τὰ βαβίσματά τους κυριολεκτικὰ τὰ νεῦρα μου.
Τότε εἶχα κόψει λίγο ταχύτητα μὴν τὴν χτυπήσω καὶ βρῶ κανὰ μπελά.
Περνώντας ἀπὸ δίπλα της μοῦ ἔκανε νόημα νὰ φρενάρω. Πλησίασε τὸ αὐτοκίνητο
μὲ γοργὸ γιὰ τὴν ἡλικία της βηματισμὸ καὶ βγάζοντας ἀπὸ τὸν κόρφο
της δυὸ ρόδια θεόρατα τὰ ἔτεινε ἀπὸ τὸ ἀνοιχτὸ παράθυρο τοῦ συνοδηγοῦ,
στὰ κούτσικα.
Ἅπλωσαν ἐκεῖνα τὰ χεράκια τους, καὶ πῆραν τοὺς καρποὺς μὲ μιὰ σοβαρότητα
ἐμποτισμένη πλέρια εὐγνωμοσύνη, ποὺ μοῦ ἔκανε θυμᾶμαι ἐντύπωση.
Τῆς μίλησε ἡ γυναίκα μου ἐντελῶς αὐθόρμητα:
«Χρωστᾶμε κάτι;,», θεωρώντας ὅτι ἡ γριὰ θὰ ἦταν κάποια φτωχή,
ποὺ προσπαθοῦσε μ΄αὐτὸν τὸν ἀνοίκειο τρόπο νὰ πουλήσει τὴν πραμάτεια
της.
Τότε αὐτὴ τῆς ἀποκρίθηκε μ΄ ἕνα λυπημένο βλέμμα ποὺ δὲν ἐπιδεχόταν
τὴν παραμικρὴ ἀντίρρηση:
«Πολὺ ἀργότερα κυρά μου!», καὶ στρεφόμενη ἀντίθετα ἀπὸ τὴν πορεία
μας, χάθηκε ἀπὸ τοὺς καθρέφτες μου.
Εἰκοσιδύο χρόνια ἀργότερα, ἔτυχε νὰ κάνω τὴν ἴδια διαδρομή. Μόνο
ποὺ αὐτὴ τὴ φορὰ τὰ ἀγόρια βρίσκονταν στὸ ἐξωτερικὸ γιὰ σπουδές, καὶ
ἔτσι μὲ μοναδικὴ συντροφιὰ τὴ γυναίκα μου ἀναπολοῦσα ἀμίλητος τὴν
προηγούμενη χρυσὴ ζωή μας, τὴν καλοκαιρινή, μὲ μιὰ δόση νοσταλγίας.
Βρέθηκα στὴ στροφὴ πρὶν ἀπὸ τὸ νεκροταφεῖο.
Μιὰ γριὰ προχωροῦσε μπροστά, κρατώντας σὲ μιὰ ἄσπρη πετσέτα τυλιμένο
ἕνα πιάτο μᾶλλον μὲ κόλυβα. Θὰ τὰ πήγαινει σκέφτηκα στὸ νεκροταφεῖο
γιὰ διάβασμα. Περνώντας ἀπὸ δίπλα της ἡ γριὰ γύρισε καὶ μᾶς κοίταξε.
Εἶχε ἐκεῖνο τὸ γνωστὸ περίλυπο βλέμμα ποὺ γνώρισα κάποτε. Ἄρχισα
νὰ τρέμω σύγκορμα.
Γύρισα τὸ κεφάλι πρὸς τὴ μεριὰ τῆς γυναίκας μου. Ἦταν τὸ ἴδιο κατάπληκτη
μὲ μένα. Ψέλισε:
«Εἶναι ἡ γριά, ὅπως τότε μὲ τὰ παιδιά.»
«Δὲν εἶναι δυνατόν», τῆς ἀγριομίλησα. «Ἔχουν περάσει δὰ τόσα
χρόνια. Ἡ γριὰ μᾶλλον θὰ βρίσκεται πεθαμένη ἐδῶ καὶ καιρό.»
Ἀπὸ τὴν ταραχή, ἔχασα τὸ τιμόνι.
Τὰ ὑπόλοιπα τὰ γνωρίζετε.
Κάθομαι τὸ λοιπὸν στὸ Γραφεῖο, καὶ συντάσσω κάθε μέρα τὴν ἴδια ἱστορία,
προσπαθώντας νὰ βρῶ ἕνα κάποιο νόημα ποὺ μέχρις ὥρας μοῦ διαφεύγει.
Ἀλλὰ εὐτυχῶς! Ἔχω μιὰ αἰωνιότητα μπροστά μου…
* * *
Προχώρησε ὣς τὴ σιδερένια
καγκελόπορτα τοῦ νεκροταφείου, πέρασε ἀπέναντι τὸν δρόμο καὶ χάθηκε
μὲς στὰ χωράφια μὲ τὶς αἰωνόβιες ἐλιές.
Κάπου στὸ λόγγο, ἔστεκε μοναχὸ ἕνα σπιτάκι. Ἄνοιξε τὴν πόρτα καὶ μπῆκε.
«Καλῶς τὴν ἀδελφή μας τὴν ψυχοπονιάρα!» ἔσυρε μιὰ γριὰ φαφούτα ποὺ ἔπλεκε
μ΄ἕνα βελονάκι.
«Τὰ κανόνισες ὅπως πρέπει;», ρώτηξε μιὰ δεύτερη, ποὺ συμπλήρωνε ἕνα
δελτίο λόττο καθισμένη σ΄ἕναν σοφὰ κοντὰ στὸ παραθύρι γιὰ νὰ βλέπει.
«Ὅλα, ἀδελφές μου ἀγαπημένες, γίναν κατὰ πὼς ταιριάζει. Τουλάχιστον,
γλυτώσανε τὰ παιδιά…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου