|
|
ΤΟ ΣΠΙΤΑΚΙ ΤΟΥΣ ἀσβεστωμένο ἀπέναντι ἀπ’τὸ
νεκροταφεῖο. Ἡ αὐλὴ εὐρύχωρη σκεπαζόταν ἀπὸ ἰσκιόφυλλη κληματαριὰ
–τὴν ἔκοβε στὴ μέση ὁ τσιμεντένιος διάδρομος ποὺ ἄρχιζε ἀπ’τὴ μικρὴ
ἐξώπορτα. Καὶ κρέμονταν φράουλες, κέρινα, ροδίτες.
Λίγοι διαβάτες, οἱ ἀγωγιάτες, οἱ καραγωγεῖς. Ἀπὸ κεῖ περνοῦσαν ὅλοι
γιὰ τὰ Ὀλύμπια. Θὰ ἔφτανα πιὰ νὰ πάω στὸ Γυμνάσιο γιὰ νὰ ἀνοίξει ὁ κάτω
δρόμος, ἄσφαλτος ἀπ’τὴ μεριὰ τοῦ Ἡρώου.
Τὶς ἡμέρες τοῦ καλοκαιριοῦ ἔβγαινε στὸ δρόμο, μιὰ εὐθεία χαλικόδρομος
ἀπόσταση γύρω στὰ ἑκατὸ μέτρα, καὶ μὲ φώναζε.
Ἤμουν
τότε στὰ πέντε-ἕξι χρονάκια μου ποὺ ’βγαινε ἡ Γραμματούλα καὶ μὲ καλοῦσε!
Κι ἔτρεχα ξυπόλυτο.... Καὶ μὲ περίμενε στὴν αὐλὴ φιλομειδὴς μὲ τὰ
μεγάλα ἔκπληκτα μάτια. Καὶ δίπλα της ὁ Δημητράκης συνομίληκος,
στρουμπουλός, χαρούμενος ποὺ ἡ μάνα του τὸν ἄφησε στὴ γιαγιὰ κι ἔφυγε.
Ὅπως καὶ ἄλλοι ποὺ μετανάστευαν τότε τσοῦρμο γιὰ Αὐστραλία, Γερμανία...
Μεσ’ ἀπὸ τὴν ἐξώπορτα, χάμου παίζαμε στὸ χῶμα μὲ αὐτοσχέδια παιχνίδια. Καὶ θρόϊζαν τὰ φύλλα τῆς κληματαριᾶς. Καὶ μοσχοβόλαγε τὸ γιασεμὶ στὸν συρματένιο φράχτη.
Περνοῦσε κάνας τουρίστας μὲ σακίδιο, κάποιο κάρο ἢ φορτηγὸ μακρομούτσουνο·
ἂν ἦταν φορτωμένο ἔτριζε ὁ τόπος.
Γύρω στὶς ἕντεκα ἡ Γραμματούλα μάζευε τ’ αὐγὰ ἀπ’ τὸ κοτέτσι. Καὶ
σὲ λίγο μᾶς φώναζε. Καθόμασταν ὀκλαδὸν μὲ τὸν Δημήτρη σὲ ἕνα κιλίμι
ποὺ ἔστρωνε στὸ διάδρομο καὶ τρώγαμε ἀπὸ δύο αὐγὰ μάτια. Καὶ ζεστὸ
ψωμὶ ἀπ’τὸ φοῦρνο της!
Θ’ ἀδημονοῦσα μᾶλλον ν’ἀκούσω τὴ φωνή της, γιατί ὅλο καὶ προτιμοῦσα τὸ
πάνω μέρος τῆς αὐλῆς μας ποὺ ἔβλεπε πρὸς τὸ νεκροταφεῖο...
Πέρασαν δύο τρία καλοκαίρια. Ὁ Δημητράκης, ἦρθαν καὶ τὸν πῆραν στὴν
Αὐστραλία. Καὶ ἡ γιαγιὰ του ἔμεινε μόνη μὲ τὸν ἄντρα της, ἕναν ἐργάτη,
καλόβολο ἄνθρωπο τὸν Νιόνιο Ψαριά.
Ἔφυγα κι ἐγὼ στὰ μέσα σχεδὸν τοῦ ἑξατάξιου Γυμνασίου. Καὶ χάθηκα
στὴν Ἀθήνα μέσα στὸ ἄχ! καὶ βάχ! τῆς μέριμνας. Καὶ μὲ τὰ πολλὰ βρέθηκα
μετὰ τὴ χούντα, νὰ δουλεύω δημοσιογράφος. Κι ὅταν πῆραν τὴν ἐξουσία
οἱ σοσιαλιστές, μ’ ἔστειλαν στὴ δημόσια τηλεόραση νὰ κάνω δοκιμαστικά,
γιὰ ἐκφωνητὴς εἰδήσεων. Καὶ πῆγα στὸ διευθυντή. Δὲν θέλω παρουσιαστής,
τοῦ εἶπα. Ζήτησα νὰ κάνω ἐλεύθερο ρεπορτάζ! Ἔβγαινα καὶ στὸ γυαλί, ὅταν
δὲν μποροῦσα νὰ τ’ ἀποφύγω. Μὲ ἤξερε πιὰ κι ὁ μπακάλης μου!
Ὅλο καὶ πιὸ ἀραιὰ ἐπισκεπτόμουν τὸ γενέθλιο τόπο. Ὥσπου ἐξαφανίστηκα
γιὰ χρόνια. Ἀλλὰ τὸ σαράκι τῆς νοσταλγίας μ’ ἔτρωγε. Καὶ λευκόθριξ
πιὰ ὑπέκυψα!
Καλοκαίρι μὲ τὴν Κερασία καὶ τὸν Ὀρφέα μέναμε σ’ ἕνα στούντιο στὸν
Κακοβατό, κοντὰ στὴ θάλασσα. Κι ἕνα ἀπομεσήμερο πῆγα στὴν πολίχνη
μας! Πέρασα ἀπ’ τὸ σπίτι. Κλειστό. Χάζεψα λίγο ἀπ’ τὸ δρόμο. Ἡ κλιματαριά,
ποὺ εἶχε φυτέψει ὁ πατέρας, τσακιστὴ ἀπὸ φράουλα καὶ μοσχάτο. Ἡ συκιά
μας στὴν πάνω μεριὰ τοῦ οἰκοπέδου, γεμάτη αὐγόσυκα. Εἶδα τὴ μουσμουλιά
μου στὸ βάθος νὰ ξεπροβάλλει θεριεμένη μεσ’ ἀπ’ τὰ πουρνάρια στὸ
χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ. Τὴν εἶχα φυτέψει μικρούλης μ’ ἕνα κουκούτσι στὴ γῆ.
Τράβηξα γιὰ τὸ νεκροταφεῖο. Οἱ νεκροί μου περίμεναν!
Στάθηκα στὸ σπίτι της, στὴν χαμηλὴ ἐξώπορτα.
«Θειὰ Γραμματούλα!» φώναξα..
Τὴν εἶδα γριούλα πιά· τὰ χέρια διπλωμένα κάτω ἀπ’ τὴν μπροστέλλα
της. Ἐρχόταν στὸ διάδρομο καὶ μὲ ἀτένιζε μὲ τὰ μεγάλα ἔκπληκτα μάτια
πίσω ἀπὸ γυαλιά. Ἔψαχνε νὰ θυμηθεῖ. Ἀλλὰ πάντα χαμογελαστή. Πλησίαζε
κι ἐγὼ γιὰ νὰ διασκεδάσω τὸν κόμπο στὸ λαιμό μου, χαμογέλασα...
Λίγο ἀκόμη κι ἔβγαλε φωνή.
«Λιά μου!Λιά μου!»
Καὶ μ’ ἀγκάλιασε μὲ τὰ γυμνὰ μπράτσα της καὶ μ’ ἔσφιγγε. Τί γλυκὰ ἦταν
ὅλα σ’ αὐτὴ τὴ γυναίκα, σκέφτηκα!
Σκούπισε μὲ τὴν μπροστέλλα τὰ μάτια της. Καὶ μοῦ ‘λέγε γιὰ τὸν Δημητράκη.
Ἔσταζε τὸ στόμα της μέλι. Εἶχε κάνει οἰκογένεια στὴν Αὐστραλία. Πρόκοψε,
νοικοκύρης. Καὶ τῆς ἔκανε δισέγγονα.
Τὴν ἀποχαιρέτησα κι ἔκανα νὰ πάω πρὸς τὸ νεκροταφεῖο, ἀλλὰ θυμήθηκα.
Ἔβγαλα μὲ τρόπο δυὸ χαρτονομίσματα, καὶ γρήγορα, ὅπως ἔκανα μὲ τὴ
μάνα μου, στάφηκα καὶ τῆς ἔχωσα τὰ λεφτὰ στὸν μποῦστο –μὲς στὰ βυζιά
της.
«Πώ! Πώ! παιδάκι μου», εἶπε δακρυσμένη.
Ἔφυγα πνιγμένος.
«Τὴν εὐχή μου», ἄκουσα πίσω μου. «Τὴν εὐχή μου, παιδάκι μου!»
Καὶ τὴν φαντάστηκα μὲ τὸ χέρι σηκωμένο, νὰ μὲ σταυρώνει!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου