|
|
ΑΝ ΣΟΥ ΤΥΧΕΙ βάλε δυνατὰ τὴ μουσική.
Διάλεξε ὅ,τι θές, δὲν θὰ σοῦ ὑποδείξω. Μὰ νά ‘ναι δυνατά. Μετὰ τὶς δέκα
θὰ γίνει πάλι φασαρία ἀπὸ πάνω καὶ ξέρεις πὼς σοῦ ‘χει ζητήσει νὰ μὴν
καλέσεις τὴν ἀστυνομία. Ξέρει, εἶπε, αὐτὴ τί θὰ κάνει. Θὰ τὸ λύσει,
εἶπε, μόνη της τὸ πρόβλημα καὶ νὰ τῆς δώσεις λίγο χρόνο. Στὸ ἀσανσέρ.
Τὸ ξέχασες; Φοροῦσε μάσκα καὶ τὰ μαῦρα της γυαλιά, μὰ ἐσὺ τὰ ἔβλεπες ὅσα
ἤθελε νὰ κρύψει. Ἂν ξαναγίνει θὰ καλέσω τὴν ἀστυνομία, εἶπες. Ὄχι,
εἶπε αὐτή, καὶ σοῦ ‘σφίξε τὸ μπράτσο. Ξέρει, εἶπε αὐτή.
Βάλε μονάχα δυνατὰ τὴ μουσικὴ καὶ μὴν τὸ σκέφτεσαι πὼς ἔμεινες ἀπὸ
τσιγάρα καὶ πὼς ἀπαγορεύεται νὰ βγεῖς. Συμβαίνει. Δὲν εἶναι καὶ πρὸς
θάνατο. Θὰ ξημερώσει ποῦ θὰ πάει;
Θάνατο εἶπα; Ἄκου τώρα. Ἤτανε μιὰ φορὰ ἕνας ἄντρας. Εἶχε ἕνα ὄνομα δύσκολο, νὰ δεῖς… Ἄ, ναὶ Ἀβιμέλεχ. Υἱὸς Ἱεροβάαλ. Καὶ ἤθελε ποὺ λὲς αὐτὸς ὁ ἄντρας νὰ γίνει βασιλιάς. Ὡς ἄνδρας ποὺ θέλε νὰ γίνει βασιλιὰς ἔπρεπε καὶ τὰ χέρια νὰ λερώσει. Δὲν ἀποκτᾶς βασιλικὴ ἐξουσία μὲ χέρια καθαρά, ἔτσι πάει.
Γι’ αὐτὸ καὶ τοῦτος διόλου δὲν δίστασε καὶ «ἀπέκτεινε τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ υἱοὺς Ἱεροβάαλ, ἑβδομήκοντα ἄνδρας ἐπὶ λίθον ἕνα». Κι ἔγινε βασιλιὰς γιὰ τρία χρόνια καὶ τὴν πόλη Ἀρημὰ κατέλαβε καὶ τοὺς κατοίκους φόνευσε καὶ τὴν πόλη κατεδάφισε καὶ τὴν ἔσπειρε ἁλάτι. Γιὰ τέτοιο βασιλιὰ μιλᾶμε. Κι ἔκαψε χίλιους ἄνδρες καὶ γυναῖκες στοὺς πύργους τῆς Συχὲμ καὶ πολιόρκησε μετὰ τὴν Θήβη καὶ τὴν κατέλαβε. Καὶ θέλησε νὰ ξανακάψει ὅσους στοὺς πύργους τρέξαν νὰ κλειστοῦν γιὰ νὰ σωθοῦν. Καὶ ἐκεῖ, ἐκεῖ ἀκριβῶς, ἔγινε αὐτὸ ποὺ δὲν περίμενε ὁ ἄνδρας ποὺ ἤθελε νὰ γίνει βασιλιάς. «Καὶ ἔρριψε γυνὴ μία κλάσμα ἐπιμύλιον ἐπὶ κεφαλὴν Ἀβιμέλεχ» καὶ ὁ ἄνδρας ποὺ ἤθελε νὰ γίνει βασιλιὰς εἶδε τὸν θάνατό του ποὺ πλησίαζε καὶ διέταξε τὸν βαστάζο του, αὐτὸς νὰ τὸν ἀποτελειώσει «μὴ πότε εἴπωσι γυνὴ ἀπέκτεινεν αὐτόν».
Βλέπεις αὐτὸς δὲν ἦταν ἄντρας σὰν τοὺς ἄλλους, αὐτὸς ἤτανε ἕνας βασιλιάς,
δὲν θὰ μποροῦσε αὐτὸς ἀπὸ γυναίκας χέρι νὰ βρεθεῖ στὸν ἄλλο κόσμο.
«Ἐγὼ εἶχα δυνατὰ τὴ μουσική. Εἶχα ξεμείνει ἀπὸ τσιγάρα κι ἔτσι δὲν
βγῆκα στὸ μπαλκόνι. Διάβαζα μάλιστα μιὰ ἱστορία τοῦ Ἀργύρη Χιόνη.
Κάπου ἐδῶ τὸ ἔχω τὸ βιβλίο. Ἔλεγε κάτι γιὰ τὸ αἴνιγμα τοῦ Ἰωαθάμ,
γιὰ μιὰ ἀγκαθιὰ ποὺ ἤθελε, λέει, νὰ ἐξουσιάζει τ’ ἄλλα δέντρα. Δὲν καλοθυμᾶμαι
κιόλας»
Οἱ ἀστυνομικοὶ κατέληξαν πὼς μᾶλλον γλίστρησε, καθὼς ἔσκυβε πάνω ἀπὸ
τὸ κάγκελο φωνάζοντας γιὰ νὰ ἀκούσει ἡ ἔνοικος τοῦ κάτω ὀρόφου καὶ
νὰ χαμηλώσει τὴ μουσική. Ἐκεῖ ἀπέδωσαν τὴν πτώση ἀπ’ τὸ μπαλκόνι.
Γλίστρησε. Εἶχε μιὰ ἀνησυχία, εἶπαν, μιὰ νευρικότητα γιατί ἦταν
περασμένες δέκα κι εἶχε ξεμείνει ἀπὸ τσιγάρα. Πήρανε μάλιστα τὸ ἄδειο
του πακέτο King size.
Ἔμειναν μοναχὰ ὅλες οἱ γόπες στὸ τασάκι κι εἴχανε ὅλες ἴχνη ἀπὸ
κραγιόν. Τὶς πῆρα καὶ τὶς φύτεψα στὴ γλάστρα καὶ βγήκανε κυκλάμινα στὸ
χρῶμα τῶν χειλιῶν της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου