|
|
ΕΠΕΣΕ ΝΑ ΚΟΙΜΗΘΕΙ καὶ εἶδε ἕνα περίεργο
ὄνειρο. Εἶδε ὅτι ἀργὰ τὴ νύχτα σηκώθηκε ἀπὸ τὸ διπλὸ κρεβάτι ὅπου
κοιμόταν καὶ τράβηξε πρὸς τὸ ντουλάπι ὅπου ἀποβραδὶς εἶχε λέει κρύψει
ἕνα τσεκούρι. Ἔσκυψε καὶ τὸ πῆρε στὰ χέρια καὶ ἄρχισε νὰ χαϊδεύει τὴν
κόψη τῆς λεπίδας.
Ὅλοι ἔλεγαν ὅτι ἦταν ὁ πιὸ καλοσυνάτος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου, καὶ δὲν
ἔπεφταν ἔξω. Ποτέ του δὲν εἶχε πειράξει οὔτε μύγα. Ἀπὸ γεννησιμιοῦ
του ἤπιων τόνων, προσπαθοῦσε πάντα νὰ κινεῖται ἐντὸς ὁρίων καὶ νὰ μὴν
προκαλεῖ μὲ τὴ συμπεριφορά του. Πάντα συνεπὴς στὶς ὑποχρεώσεις
του, πρῶτα στὸ σχολεῖο, μετὰ στὴ σχολή, στὸ στρατὸ καὶ τώρα στὴ δημόσια
ὑπηρεσία ὅπου δούλευε. Καὶ ἀπὸ τότε ποὺ παντρεύτηκε, ὄχι πὼς πρὶν ἔκανε
καμιὰ ἄσωτη ζωή, ἀπὸ τὸ σπίτι στὴ δουλειὰ καὶ ἀπὸ τὴ δουλειὰ στὸ σπίτι.
Μὲ λίγα λόγια, πρότυπο πολίτη καὶ καλοῦ οἰκογενειάρχη.
Στὸ διπλὸ κοιμόταν ἀκόμα ἡ ἀπὸ δεκαετίας γυναίκα του. Ἡ γυναίκα
του, ποὺ ὑπεραγαποῦσε καὶ τῆς ἔκανε ὅλα τα χατίρια ἀγόγγυστα. Ὅμως
τώρα ἦταν βράδυ, ὀνειρευόταν καὶ ἔνιωθε γιὰ πρώτη φορὰ ἐλεύθερος
ἀπὸ κάθε εἴδους συμβάσεις. Μποροῦσε νὰ κάνει ὅ,τι ἤθελε. Πράγματα
ποὺ ἄλλωστε δὲ θὰ εἶχαν καμία οὐσιαστικὴ συνέπεια, μιᾶς καὶ τὸ πρωὶ
θὰ ἦταν ὅλα στὴ θέση τους.
Ἔτυχε
λοιπὸν νὰ κρατᾶ ἕνα τσεκούρι καὶ δίπλα νὰ εἶναι ἐκείνη. Ἔτσι, χωρὶς
νὰ τὸ πολυσκεφτεῖ, σήκωσε τὸ τσεκούρι ψηλὰ καὶ τὸ κατέβασε στῆς γυναίκας
τὸ σῶμα. Τὸ θέαμα ὁμολογουμένως ἦταν ἀνατριχιαστικό, μὰ ὁ ἄνθρωπός
μας περισσότερο ἐντυπωσιάστηκε ἀπὸ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς πράξης του
παρὰ τρόμαξε.
Δὲν ἔμεινε νὰ κοιτάζει τὸ ἔργο του. Γρήγορα ἄφησε τὸ χάος τῆς κρεβατοκάμαρας καὶ τράβηξε πρὸς τὸ σαλόνι σκεπτόμενος ὅτι ἔπρεπε νὰ τηλεφωνήσει στὴν ἀστυνομία καὶ νὰ δηλώσει τὸ «φόνο ποὺ διέπραξε», ὅπως ἀντίστοιχα θὰ ἔκανε σὲ παρόμοια περίπτωση ἂν ἦταν ξύπνιος, μιᾶς καί, παρόλο ποὺ κοιμόταν, πάνω ἀπ’ ὅλα παρέμενε ἕνας εὐσυνείδητος πολίτης.
Ἐν
συνεχεία κατευθύνθηκε πρὸς τὴν κουζίνα. Σὲ ἕνα ντουλάπι βρῆκε κάτι
ξηροὺς καρπούς, τοὺς πῆρε καὶ ἐπέστρεψε στὸ σαλόνι. Ἄνοιξε τὴν τηλεόραση
καὶ ξάπλωσε στὸν καναπὲ περιμένοντας. Ἡ ἀστυνομία δὲν ἄργησε νὰ
’ρθει νὰ τὸν μαζέψει.
Ὅλα
ἔμοιαζαν τόσο ἀληθοφανῆ. Τὸν ὁδήγησαν στὸ ἀστυνομικὸ τμῆμα, γιὰ
τὴν προβλεπόμενη ἀνάκριση. Δὲν τοῦ ἔκανε καρδιὰ νὰ τοὺς πετάξει κατάμουτρα
ὅτι δὲν ὑπῆρχαν καὶ ὅτι ἦταν πλάσματα τῆς φαντασίας του. Εἴπαμε, ἐπρόκειτο
γιὰ εὐγενικὴ ψυχή. Ἔτσι ἀποφάσισε νὰ παίξει μέχρι τέλους τὸ παιχνίδι.
Μετὰ ἀπὸ ἄπειρες ἐρωτήσεις γιατί τὴ σκότωσε, θέλοντας νὰ τοὺς ἱκανοποιήσει,
γνωρίζοντας τὴν ἀπέχθεια τῶν ἀνθρώπων τῆς τάξης γιὰ τὸ χάος καὶ τὴ μανία
τους γιὰ τὴν εὕρεση ἑνὸς κάποιου αἰτίου σὲ κάθε φαινόμενο, τοὺς δήλωσε
ὅτι τὸ ἔκανε γιατί δὲν μποροῦσε νὰ τὴν ἀκούει νὰ ροχαλίζει, ἐνῶ ἤξερε
ὅτι ἦταν ψέμα, μιᾶς καὶ ἡ γλυκιά του πάντα κοιμόταν ἥσυχα καὶ ἤρεμα
στὴν πλευρά της, μὰ δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ κάτι ἄλλο νὰ τὴν κατηγορήσει.
Τὰ μέσα ἐνημέρωσης τὸν εἶχαν λέει κύριο θέμα. Παντοῦ ἄκουγε καὶ διάβαζε
σχόλια καὶ ἀναλύσεις γιὰ τὴν περίπτωσή του. Ἔγκριτοι δημοσιογράφοι
καὶ γνωστοὶ ψυχολόγοι, παθολόγοι μὲ εἰδικότητα στὸ ροχάλισμα καὶ
πολιτικοί, κατασκευαστὲς κρεβατιῶν καὶ τραγουδιστές, τηλεοπτικοὶ
μαϊντανοὶ καὶ πλῆθος ἄλλοι μυστήριοι κατέθεταν τὴν ἔγκυρη ἄποψή
τους. Ἄλλοι ὑποστήριζαν μὲ πάθος ὅτι ἔφταιγαν τὰ στρώματα καὶ ὁ δημοσιοϋπαλληλικὸς
κώδικας, καὶ ἄλλοι ἡ παγκοσμιοποίηση, τὸ μισθολόγιο, ὁ ἔγγαμος βίος,
τὰ ἄστρα, ἡ πανσέληνος. Τοὺς κοίταζε ὅπως παρακολουθεῖ κανεὶς μιὰ
παράσταση στὴν ὁποία, ἂν καὶ δὲν τὸ θέλει, εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ παραμείνει
ἀπὸ κάποιες ἀκατανόητες δεσμεύσεις.
Μόνο στὴν αἴθουσα τοῦ δικαστηρίου, τὴ στιγμὴ ποὺ τοῦ ἀνακοινωνόταν
ἡ ποινὴ του —δὶς ἰσόβια, ἐνῶ σύσσωμος ὁ Τύπος ζητοῦσε τὴ θανατική
του καταδίκη– μὴ μπορώντας πιὰ νὰ κρατηθεῖ, παρόλο ποὺ καταλάβαινε
ὅτι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἔδειχνε ἀπείθεια πρὸς τὸ δικαστήριο, ξέσπασε
σὲ τρανταχτὰ γέλια σκεπτόμενος τί ἐντύπωση θὰ ἔκανε στοὺς γνωστούς
του αὐτὴ ἡ ἀπίθανη ἱστορία ποὺ ἔπλασε ἐν ὑπνώσει τὸ μυαλό του, ὅταν
θὰ τὴ διηγιόταν τὴν ἄλλη μέρα.
Ὅμως
ἡ ἐν λόγῳ συμπεριφορὰ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα στὴν ἑπόμενη ἔκδοσή
τους μὲ πρωτοσέλιδους τίτλους οἱ ἐφημερίδες νὰ ἀποφαίνονται ὅτι ὁ
ἄνθρωπός μας ἐπρόκειτο περὶ ἑνὸς αἱμοσταγοῦς καὶ ἀνθρωπόμορφου τέρατος.
Τώρα στὴν ψυχιατρικὴ πτέρυγα τῆς φυλακῆς ποὺ κρατεῖται περιμένει
πότε ἐπιτέλους θὰ τελειώσει τὸ ὄνειρό του καὶ ἀποφεύγει μιὰ καταραμένη
ἰδέα ποὺ σιγὰ-σιγὰ ἀρχίζει νὰ τοῦ τριβελίζει τὸ μυαλό.
ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου