|
|
EΙΧΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ τῆς μητέρας του. Βέβαια, σὲ
καμία περίπτωση δὲ φανταζόταν ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει καὶ τὸ ἴδιο
τέλος. Ἐξάλλου, ὁ πατέρας του ἦταν ἄγριος, ἄξεστος καὶ σκληρός, καὶ τῆς
συμπεριφερόταν μὲ βιαιότητα. Σὲ ἀντίθεση μὲ αὐτόν, ἀφοῦ θεωροῦσε
τὸν ἑαυτὸ του πράο, ἤρεμο κι εὐγενικό.
Εἶχε καὶ τὴν ὀμορφιὰ μιᾶς συμφοιτήτριάς του, μὲ τὴν ὁποία ἦταν τσιμπημένος
τὰ πρῶτα χρόνια τῶν σπουδῶν του. Ἴσως νὰ ἦταν καὶ ὀμορφότερη, ἔτσι
«ξανθιὰ σὰν τὸ κουκλάκι», ὅπως ἔλεγε καὶ τὸ τραγούδι. Πάντως, ὡς πρὸς
τὸ χαρακτήρα, ἦταν πολὺ καλύτερη. Οὔτε τὸν ἐγωϊσμὸ τῆς Μίνας —ἔτσι
ἔλεγαν τὴν ὄμορφη συμφοιτήτριά του— οὔτε τὴ σκληρότητά της εἶχε. Ἕνα
γελαστό, γλυκὸ κορίτσι, μὲ τρυφεροὺς τρόπους καὶ ἀρκετὸ χιοῦμορ ὅποτε
χρειαζόταν.
Ἁπλῶς κάποιες φορὲς δὲν τὸν ἄφηνε νὰ μιλάει χωρὶς νὰ τὸν διακόπτει.
Τὸν σταματοῦσε, συνήθως σκουντώντας τον ἀπότομα, ἢ μὲ ἕνα ἐκνευριστικὸ
χαμόγελο στὸ γλυκὸ πρόσωπό της, γιὰ νὰ ρωτήσει κάτι ἄσχετο ἢ νὰ προσθέσει
κάποιο δικό της σχόλιο, ἔτσι αὐθόρμητα. Ἦταν ὕστερα καὶ ἡ ἰσχυρογνωμοσύνη
της, τὸ ἔντονο πεῖσμα της καὶ τὸ ὅτι τὸ τραβοῦσε μέχρι τὸ τέλος ὅταν ἀποφάσιζε
νὰ κάνει κάτι. Ἔτσι, ὅπως τότε. Πρὶν ἀπὸ δέκα χρόνια.
Παραμονὲς Πρωτοχρονιᾶς, κι εἶχαν τσακωθεῖ ἄσχημα. Ὁ καβγὰς ξεκίνησε ἀπὸ μία ἁπλὴ διαφωνία σχετικὰ μὲ τὸ πρωτοχρονιάτικο τραπέζι. Ἐκείνη ἤθελε νὰ προσκαλέσει μερικοὺς συγγενεῖς της. Ἐκεῖνος ἦταν ἀντίθετος. Προτιμοῦσε νὰ περάσουν ἤρεμα, ἥσυχα, μονάχοι τους ὅπως πάντα. Ἐκείνη, ὕστερα ἄρχισε νὰ διαμαρτύρεται σχετικὰ μὲ τὶς παραξενιές του, τὴν ἀκαταστασία του, καὶ τὴν ἀντικοινωνικότητά του. Ἔνιωθε ὅτι δὲν τὴν καταλάβαινε, ὅτι δὲν ἔμπαινε ποτὲ στὴ θέση της.
Παρέμειναν γιὰ ἀρκετὴ ὥρα τσακωμένοι κι ἀμίλητοι. Ὥσπου, ἀργὰ
τὸ ἀπόγευμα γιὰ νὰ τὴν καλοπιάσει, τῆς σερβίρισε ὁ ἴδιος τὸν καφέ
της, μαζὶ μὲ κέϊκ φτιαγμένο μὲ κομμάτια λευκῆς σοκολάτας. Τὸ εἶχε
παραγγείλει αὐτός, γιατὶ ἤξερε πὼς τῆς ἄρεσε, ἦταν τὸ ἀγαπημένο
της, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ γλυκάνει τὸν θυμό της.
Κάθισε ἀπέναντί της. Ἀπέναντι ἀπὸ τὸν καναπὲ μὲ τὰ βελούδινα, καπιτονὲ
καλύμματα καὶ τὰ πόδια ἀπὸ μασὶφ ξύλο βελανιδιᾶς. Τοῦ φάνηκε κάπως
παράξενη. Ἐξουθενωμένη κι ἀνήμπορη. Δὲν ἦταν μόνο ἀπὸ τὸ θυμό,
σκέφτηκε.
«Πῆρα ὅλα τὰ χάπια», μουρμούρισε, κι ὕστερα ἄρχισε νὰ ξερνάει. Καλύτερα,
ἔλεγε ἀπὸ μέσα του, ἀφοῦ τὰ ξερνάει μπορεῖ καὶ νὰ γλιτώσει.
Δὲ γλίτωσε. Ὅπως καὶ ἡ μάνα του. Ὕστερα ἀπὸ ἕναν ἄγριο ξυλοδαρμό, ἕνα
βράδυ ποὺ ὁ πατέρας ἐπέστρεψε μεθυσμένος, κοιμήθηκε στὴν ἀποθήκη
τοῦ σπιτιοῦ, ἀφοῦ κατάπιε κάποιες ἐπικίνδυνες οὐσίες. Ποτὲ του δὲν
ἔμαθε μὲ ἀκρίβεια. Δὲν τοῦ τὰ μαρτύρησαν ὅλα λεπτομερῶς, γιατί ἦταν
μικρός. Ὅταν μεγάλωσε, δὲ θέλησε νὰ ἐρευνήσει τὸ θέμα. Δὲν ἤθελε νὰ
πληγωθεῖ ἢ νὰ ὑποφέρει περισσότερο.
Τώρα, κάθεται μόνος, μπροστὰ ἀπὸ τὸ στρωμένο τραπέζι. Τὸ δικό του
πρωτοχρονιάτικο τραπέζι καὶ ἐτούτη τὴ χρονιὰ στολισμένο καὶ γεμάτο
μὲ φαγητὰ καὶ γλυκά. Ἔχει βάλει καὶ τὸ σερβίτσιο τῆς καθεμιᾶς. Δίπλα
του τῆς μητέρας του κι ἀπέναντί του ἐκείνης.
Θὰ ρουφάει ἀργὰ ἀργὰ-τὸ κρασάκι του, θὰ μασάει δυὸ τρεῖς μπουκιὲς ἀπὸ
τὰ ἐκλεκτὰ ἐδέσματα καὶ θὰ μιλάει στὶς δυὸ γυναῖκες. Θὰ κάνει λόγο
γιὰ τὰ πιὸ σημαντικὰ περιστατικὰ ἢ γεγονότα τῆς χρονιᾶς ποὺ πέρασε.
Ἕνας ἀπολογισμός, ἐτήσιος. Τίποτα δὲν πρόκειται νὰ τοὺς κρύψει. Ἀφοῦ
τελειώσει μὲ τὰ σχετικά τῆς δουλειᾶς, θὰ τοὺς ἀποκαλύψει ἀκόμη καὶ
τὶς πιὸ κρυφές του σκέψεις ἢ ἐπιθυμίες. Γιατί οἱ ἄνθρωποι πρέπει νὰ τὰ
λένε ὅλα, νὰ ἔχουν μεταξύ τους ἐμπιστοσύνη, νὰ τὴν ἐμπνέουν, καὶ κυρίως
νὰ τὴν ἐκφράζουν.
— Πῶς τὸ εἶπε, ρὲ Βασιλική, ὁ Σεφέρης, ὅτι ὅλα τὰ δεινά μας, τὶς συφορές
μας, τὶς χρωστᾶμε στὴ στέρηση ἐμπιστοσύνης;
Δὲ θὰ περιμένει νὰ τοῦ ἐξηγήσουν ἢ νὰ προσθέσουν κάτι σχετικό, ἢ ἀκόμη
καὶ μιὰ διαφορετικὴ ἄποψη. Μόνο κάποια στιγμὴ θὰ εὐχηθεῖ «καλὴ
χρονιά, Βασιλική», πάλι χωρὶς νὰ πάρει ἀπάντηση. Ἀφοῦ οἱ ἴσκιοι δὲ
μιλοῦν… Ὕστερα, ὑπάρχει καὶ ἡ πιθανότητα νὰ μπερδευτοῦν, ἔτσι ποὺ
φέρουν καὶ οἱ δυό τους τὸ ὄνομα Βασιλική…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου