|
|
ΤΟΝ ΕΙΧΕ ΓΙΑ ΧΤΙΣΙΜΑΤΑ στὸ νεόδμητο. Ἦταν
μετὰ τὸ μεγάλο σεισμό, κοντὰ ἕξι ρίχτερ. Τὸ 1962, ποὺ ἰσοπεδώθηκε ἡ
δυτικὴ Ἠλεία, χτυπήθηκαν καὶ τὰ Ἰόνια Νησιά.
Χτίστης καλὸς κι ἐργολάβος, ἀπ’ τὴ σπουδαία φάρα τῶν Λαγκαδιανῶν μαστόρων,
ποὺ κατηφόρισαν πρὸς τὰ χωριὰ τῆς Ὀλυμπίας κι ἔχτιζαν τ’ ἀντισεισμικά.
Ὁ νοικοκύρης τοῦ κουβάλαγε λάσπη, τοῦβλα. Κι αὐτὸς ἔχτιζε μπατικό,
ὑπερμπατικὸ ἀναλόγως… Λιγομίλητος, μετρημένος. Καὶ ὅσο δούλευε
τὸ μυστρί, σφύριζε δημοτικά, μ’ ἕναν τρόπο σιγανό, σχεδὸν μυστικό.
Δὲν ἔχτιζε, κένταγε! Κι ὅλο ἔπαιρνε λεφτά, ἔναντι. Καὶ ἦρθε, μὲ τὸν
καιρό, ἔγινε ἡ δουλειὰ ὅπως ἔπρεπε. Ἔριξαν καὶ τὴν πλάκα μαζὶ μὲ τρεῖς
ἐργάτες. Ἡ νοικοκυρὰ ἔσφαξε ἕναν κόκκορα. Καὶ σὲ λίγες μέρες ξεκαλούπωσαν.
Ἔκαναν λογαριασμό.
«Χίλιες δραχμές», τοῦ λέει, «κι ἐξοφλοῦμαι!»
«Καλά, θὰ σὲ δῶ τὸ βραδάκι στὴν ἀγορά».
Μάζεψε τ’ ἀπομεινάρια, πέταξε τὰ μπάζα, σκούπισε. Τὸ σπίτι ἔδειξε· παλατάκι! Μπαινόβγαινε στὰ τρία δωμάτια, στὴν κουζίνα, ὅλο θαύμαζε. Καὶ ἤδη τὸ φανταζόταν σοβατισμένο, μὲ κουφώματα· θὰ τὰ ‘φέρνε ἀργότερα ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, δεύτερο χέρι. Καὶ λογάριαζε ποὺ θὰ ‘μπαιναν τὰ κρεβάτια τῶν παιδιῶν. Κάθισε στὴ βεραντούλα, κάπνιζε. Ξεκουράστηκε.
Καὶ ἀργότερα τὸ ἀπόγευμα ξυρίστηκε, πλύθηκε ἔξω στὴ βρύση. Σινιαρίστηκε.
Ζήτησε λεφτὰ ἀπ’ τὴν κυρά του.
Ἐκείνη
χάθηκε στὸ ἀντίσκηνο ποὺ κοιμόντουσαν, πῆγε στὸ γιοῦκο, ἔχωσε τὸ
χέρι μὲς στὰ διπλωμένα μὲ τάξη στρωσίδια καὶ σκεπάσματα. Κι ἔβγαλε ἕνα
χιλιάρικο.
«Τὸ τελευταῖο», τοῦ κάνει.
Ἀνηφόρισε
στὸ καλντερίμι, κατηφόρισε. Τὸν βρῆκε στὸ περίπτερο τῆς πλατείας.
Βγάζει τὸ χέρι ἀπ’ τὴν τσέπη καὶ τοῦ δίνει τὸ χαρτονόμισμα.
Τὸ παίρνει ὁ χτίστης, μ’ ἕνα «εὐχαριστῶ» μέσ’ ἀπὸ τὰ δόντια.
Κάνει νὰ φύγει. Ἀλλὰ ὁ ἄλλος διστάζει σκεπτικός…
«Τί ‘ναι;» ἀπορεῖ ὁ μάστορας.
«Μοῦ ἀφήνεις ἕνα δεκάρικο, νὰ πάρω ψωμὶ γιὰ τὰ παιδιά;»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου