|
|
ΕΙΧΕ ΧΡΟΝΙΑ νὰ τὸν δεῖ καὶ νὰ τὸν ἀκούσει,
τέσσερα, πέντε, ἴσως καὶ παραπάνω. Στὸ μεταξὺ ἔγραψε ἀκόμα δύο βιβλία
ποὺ ἐκείνη δὲν πρόλαβε νὰ διαβάσει. Ὅπως καὶ δὲν πρόλαβε νὰ πάει νὰ
τὸν δεῖ. Τὴν τελευταία φορὰ ποὺ μιλήσανε, τῆς εἶπε ὅτι εἶχε προβλήματα
ὑγείας καὶ δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ βγεῖ.
Τί νὰ πρωτοκάνει καὶ τί νὰ πρωτοδιαβάσει; Προσπαθοῦσε νὰ γράψει, ἄκαρπες
προσπάθειες ποὺ τὴν ἐξουθένωναν ἠθικὰ καὶ σωματικά. Τῆς τὰ εἶχε
στείλει ὅμως καὶ μὲ ἀφιέρωση καὶ μὲ τὸ δικό του σῆμα κατατεθέν, ἕνα
σχέδιο μὲ μολύβι. Ὅπως εἶχε κάνει ὅταν τὸν πλησίασε γιὰ πρώτη φορὰ
στὸ βιβλιοπωλίο γιὰ νὰ τοῦ ζητήσει συνέντευξη γιὰ τὸ μικρὸ περιοδικὸ
ποὺ δημοσίευε τὰ δοκίμιά της. Ἔριξε μιὰ ματιὰ στὸν σύνοδό της, τὸν
ζύγισε, τῆς ἔγραψε μιὰ ἀσυνήθιστη ἀφιέρωση στὸ βιβλίο ποὺ μόλις
εἶχε παρουσιάσει, μὲ
τὴν ἀγάπη μου, σχεδίασε ἕναν ἄντρα καὶ μιὰ γυναίκα μ’ἕνα
ἀγεφύρωτο χάσμα ἀνάμεσά τους καὶ μιὰ κραυγὴ ἀπὸ τὴν πλευρά του, Je t’aime, καὶ τοῦ ἔκανε
ἕνα σχόλιο ποὺ δὲν ἦταν πολιτικὰ ὀρθό, αὐτὸς εἶσαι ἐσύ. Καὶ μάλιστα
στὸν ἑνικό, προσβλητικὸ γιὰ Γάλλους. Ἀκριβῶς στὸ στόχο. Εἶδε τὸ πρόσωπο
τοῦ συνοδοῦ της νὰ ξαφνιάξεται, νὰ σκοτεινιάζει γιὰ μιὰ στιγμη· εἰσέσπραξε
ὅμως τὴν ἐνόραση τοῦ συγγραφέα καὶ χαμογέλασε εὐγενικά.
Δέχτηκε τὴν συντέντευξη καὶ τῆς ἔδωσε τὸ νούμερό του μολονότι ὅταν δυὸ μῆνες ἀργότερα βρέθηκε στὸ διαμέρισμά του δὲν θυμόταν πιὰ γιὰ πιὸ λόγο τὴν εἶχε καλέσει. Τῆς εἶπε ὅτι ἔμοιαζε σὰν φοιτήτρια κι ὄχι σὰν καθηγήτρια. Κάθησε λαχανισμένη ἀκόμα, πέντε πατώματα χωρὶς ἀνσασέρ, στὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δυὸ κιβώτια ποὺ χρησίμευαν γιὰ καρέκλες, στὸ πιὸ μικρὸ στούντιο ποὺ εἶδε στὴ ζωή της. Δὲν ὑπῆρχαν ροῦχα, ἀντικείμενα, ἢ βιβλία. Chambre de bonne, λένε οἱ Γάλλοι, γιατί ὄχι ὅμως de bohème; Ἡ μποέμικη ζωὴ τοῦ συγγραφέα τὴν αἰφνιδίασε. Ἦταν ἡ δεύτερη φορὰ ποὺ τὴν αἰφνιδίαζε. Ἐκείνη δὲν θὰ ἔκανε ποτὲ τέτοιες θυσίες. Ἴσως γι’ αὐτὸ δὲν μποροῦσε νὰ γράψει.
Τῆς ἔδωσε τὴν συντέντευξη μὲ ὅλους τοὺς τύπους καὶ τὴν κάλεσε γιὰ φαγητό,
φακὲς τὸ ἀγαπημένο του πιάτο, ποὺ σέρβιρε στὸ τρίτο κιβώτιο ποὺ χρησίμευε
γιὰ τραπέζι. Ἔκανε μιὰ περιεκτικὴ περίληψη τῆς ζωῆς του: ἔβγαινε
σπάνια, ὄχι ἐπειδὴ δὲν τοῦ ἄρεζε, ἀλλὰ γιὰ νὰ γράφει. Δὲν ὑπῆρχε χρόνος
γιὰ σύντροφο, κάποια στιγμὴ ἴσως, ἀνάμεσά σὲ δυὸ βιβλία... Τὸν φαντάστηκε
νὰ περπατάει ὧρες ἀτέλειωτες γύρω ἀπὸ τὰ κιβώτια, στὸ χῶρο ποὺ ξαφνικὰ
μεταμορφώθηκε σὲ κελὶ μοναχοῦ μολονότι τὴν ἀγκάλιασε ἀπὸ τὴν μέση
πάνω στὴν ξύλινη σκάλα ποὺ ἀνέβηκε μαζί της γιὰ νὰ τῆς δείξει τὴν κρεβατοκάμαρά
του (φαινόταν καὶ ἀπὸ κάτω), ἕνα στρῶμα ποὺ κάλυπτε ὅλο το χῶρο τοῦ ἡμιώροφου.
Φιλογύνης. Ὄχι, τοῦ εἶπε. Τῆς ἔφερε ἐπιχειρήματα, ἄσε με νὰ σὲ φιλήσω, δὲν θέλεις
νὰ ἔχεις ὑλικὸ γιὰ νὰ γράψεις; Τοῦ εἶχε πεῖ ὅτι προσπαθοῦσε
νὰ γράψει. Δὲν ἦταν τὸ ὑλικὸ ποὺ τῆς ἔλειπε. Τί τῆς ἔλειπε; Τοῦ διηγήθηκε
μιὰ ἱστορία τῆς ζωῆς της ποὺ ἤθελε νὰ γράψει, ποὺ δὲν τὴν εἶχε πεῖ σὲ
κανένα. Φάνηκε συγκινημένος. Τῆς βρῆκε καὶ τὸν τίτλο. Τῆς ἄρεσε. Θὰ
τὸν κρατοῦσε. Θὰ τοῦ ἀφιέρωνε τὸ βιβλίο.
Ἡ
ἐπιμονή του δὲν τὴν ἐνοχλοῦσε. Στὰ βιβλία του εἶχε διακρίνει μιὰ σεμνότητα
μὲ τὶς λέξεις ποὺ ἀντανακλοῦσε ἐπάνω του. Πῶς πάει τὸ γράψιμο; τὴν ρωτοῦσε. Τὸ
ἐνδιαφέρον του δὲν ἦταν βέβαια ἀφιλοκερδές. Ἔγραφε πάντα κάτι ψιλοκριτικὲς
βιβλίων. Ἔτσι τοῦ ἔμεναν ἐλπίδες. Ἕνα
φιλὶ γιὰ ἕνα βιβλίο, τὸ ἐπίδοξο βιβλίο της βέβαια, ἔγινε
τὸ συνωμοτικὸ μοτίβο στὶς σπάνιες συναντήσεις τους ἀνάμεσα στὴν Ἀθήνα
καὶ στὸ Παρίσι. Στὸ ὑπόγειο διαμέρισμά του στὸ κέντρο τῆς Ἀθήνας, τὴν
κυνήγησε γύρω ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πὶνγκ-πὸνγκ (εἶχε περισσότερο χῶρο
στὴν Ἀθήνα). Ἦταν καὶ περίοδος ἀνάμεσα σὲ δυὸ βιβλία. Δὲν τὴν ἐνόχλησε.
Ὑπῆρχαν κάτι ἐκλεκτικὲς συγγένειες μεταξύ τους καὶ ἄς μὴν ἔγραφε ἐκείνη.
Ἐκτίμηση, στοργή, ὑπεράνω πολιτικῆς. Ἄσε τὶς φίλες της τὶς φεμινίστριες
νὰ ὠρύονται. Δὲν πίστευε ὅτι τὶς προδιδε. Καὶ ἦταν πολὺ μεγάλη γιὰ
τὸ τρίτο κύμα. Ἕνα φιλὶ
γιὰ ἕνα βιβλίο. Αὐτὰ συνέβαιναν βέβαια στὰ παραμύθια.
Διάβασε τοὺς ἐπικήδειους στὸν τύπο καὶ ἔτσι θυμήθηκε τὸ φιλὶ τοῦ
συγγραφέα. Ἔγραφε ἀκόμα δοκίμια καὶ κριτικὲς γιὰ τὸ ἴδιο περιοδικό.
Τὰ βιβλία τῶν ἄλλων τὴν παρηγοροῦσαν. Τὴν θώπευαν. Κάπου κάπου προσπαθοῦσε
ἀκόμα. Κοίταξε τὰ βιβλία του. Θυμήθηκε τὸν τίτλο ποὺ τῆς χάρισε. Ἕνας
τίτλος ποὺ ζητοῦσε συγγραφέα. Γιατί δὲν τὸν ἄφησε νὰ τὴ φιλήσει; Ἴσως
εἶχε δίκιο. Ἴσως νὰ τὰ εἶχε καταφέρει. Τώρα πιὰ ἦταν ἀργά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου