.
«Τότε ὁ δικός σου θάνατος ἔχει μάτια στὸ κεφάλι του·
δὲν τὸν ἔχω ἰδεῖ ἔτσι σὲ εἰκόνισμα: εἶτε θὰ σὲ πάρουν καμπόσοι ποὺ εἶναι
ἡ δουλειά τους νὰ ξέρουν, ἢ τὸ παίρνεις ἀπάνω σου,
πράμα ποὺ εἶμαι σίγουρος πὼς δὲν τὸ ξέρεις, ἢ τὴν πηδᾶς τὴν ἔρευνα
γι’ αὐτὸ κι ὅ,τι σὲ βρεῖ: καὶ πὼς θὰ πιλαλᾶς
στὸ τέλος τοῦ ταξιδιοῦ σου, θαρρῶ ποτὲ δὲ θὰ γυρίσεις
γιὰ νὰ μᾶς ἱστορήσεις.»
(Σαίξπηρ, Κυμβελίνος, V, iv)
.
Στὴν σιωπὴ ποὺ βασίλευε στὸ δάσος τὰ βήματά της ἠχοῦσαν
τὴν ἴδια στιγμὴ τρομαγμένα καὶ τρομακτικά. Ὁ δρόμος της, ὅμως, ἦταν ἀποφασισμένος
ἀπὸ καιρὸ καὶ τίποτε καὶ κανεὶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὴν πείσει νὰ γυρίσει
πίσω. Χωρὶς ἐλπίδα, χωρὶς ἀπελπισία, προχωροῦσε – διστακτικὰ στὴν
ἀρχή, ὅλο καὶ πιὸ σίγουρη καθὼς περνοῦσε ἡ ὥρα: ναί, αὐτὴ ἦταν ἡ κατεύθυνση
ποὺ ἔπρεπε νὰ πάρει, ποὺ ἔπρεπε νὰ εἶχε πάρει, ἴσως, νωρίτερα. Στὸ
μυαλό της δὲν ὑπῆρχε καμία ἄλλη σκέψη ἐκτὸς ἀπὸ τὴν προσμονή: ἦταν
πιθανὸν νὰ ἐμφανιστεῖ ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμή. Δὲν ἤξερε τί νὰ περιμένει,
δὲν ἤξερε πὼς θὰ παρουσιαζόταν μπροστά της, ἀλλὰ ἕνα ἦταν βέβαιο:
θὰ ἐρχόταν, ἀργὰ ἢ γρήγορα, θὰ ἐρχόταν – καὶ ἐκείνη ἦταν ἕτοιμη, τώρα
πιά, νὰ τὸν ὑποδεχτεῖ.
Τὸ δάσος δὲν τῆς προξενοῦσε κανέναν φόβο, κι αὐτὸ στὴν ἀρχὴ τῆς ἔκανε
μεγάλη ἐντύπωση. Ὅσο κι ἂν λάτρευε τὰ δέντρα, ἡ λατρεία της ἦταν ἀπόλυτα
ἐξαρτημένη ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου – χάρη σὲ αὐτὸ μποροῦσε νὰ τὰ θαυμάζει,
νὰ παρακολουθεῖ τὶς χορευτικὲς κινήσεις τῶν φυλλωμάτων τους, νὰ βυθίζεται
στὶς ἀχανεῖς νοητικὲς ἐκτάσεις τοῦ πράσινου ποὺ ἔντυνε τὰ κλαδιά
τους. Τὴν νύχτα, ὅμως, τὸ δάσος εἶναι φιλόξενο μόνον γιὰ τοὺς κατοίκους
του, κι ἐκείνη βρισκόταν ἐντελῶς προσωρινὰ στὴν ἐπικράτειά του. Γι’
αὐτὸ καὶ τὴν παραξένεψε τὸ αἴσθημα τῆς οἰκειότητας ποὺ κυριάρχησε
μέσα της εὐθὺς ἐξαρχῆς: σὰν νὰ ἦταν πάντοτε ἐδῶ, ἔστω μὲ τὸν νοῦ της
καὶ μόνον, ἢ σὰν νὰ εἶχε ξεκινήσει ἡ πορεία τῆς ὕπαρξής της ἀπὸ ἐδῶ
– μιὰ πορεία τῆς ὁποίας τὸ τέλος πίστευε πώς, πλέον, δὲν θὰ ἀργοῦσε
πολύ.
Ἡ προσμονή της δὲν εἶχε ἴχνος ἀνυπομονησίας – τὸ σαρκοβόρο ἄγχος
ποὺ ἄλλοτε κατέτρωγε κάθε χαρὰ τῆς ζωῆς της, ἀδηφάγο καὶ ἀνελέητο,
τὴν εἶχε τώρα ἐγκαταλείψει, ἀφοῦ εἶχε, βέβαια, πρῶτα ἐξαντλήσει ὅλα
τὰ ἀποθέματα τῆς ζωτικότητάς της. Ἄλλωστε, ἡ ζωτικότητα δὲν ἦταν
κάτι ποὺ τῆς χρειαζόταν πιά· τῆς ἀρκοῦσε τὸ ὅτι θὰ ἔμενε ζωντανὴ στὴν
σκέψη τῶν ἀγαπημένων της.
— Ἀναμενόμενη ἐπιλογὴ χώρου, ἄκουσε τὴν φωνή του. Συμβαίνει μὲ τοὺς
περισσότερους. Ἑξαιροῦνται, φυσικά, ὅσοι δὲν ἔχουν ἐπιλογή. Νὰ πῶ
«Καλῶς ὅρισες»;
— Δὲν ἦταν ἐπιλογή, ἦταν ἐπιθυμία. Ἂν δὲν κάνω λάθος, τὶς ἐπιθυμίες
δὲν τὶς ἐπιλέγεις. Καλῶς σὲ βρίσκω. Νὰ πῶ κι ἐγὼ «ἀναμενόμενη ἐμφάνιση»;
— Ἐννοεῖς τὰ μαῦρα; Τὸ φορῶ τὸ μαῦρο γιατί δὲν λεκιάζει, ξέρεις.
— Μακάβριο χιοῦμορ.
— Ἀναπόφευκτα.
— Αὐτὸ νὰ μοῦ πεῖς.
— Φλυαροῦμε, ἂν καί, βέβαια, ὁ Χρόνος περισσεύει. Ἔχουμε ὁρισμένες
ἐρωτήσεις νὰ σοῦ κάνουμε.
— Ὁ πληθυντικὸς εἶναι «τῆς μεγαλοπρεπείας»;
— Ὄχι. Θὰ μοῦ ταίριαζε, πάντως.
— Τότε;
— Ἔχουν ἔρθει γιὰ σένα. Σὲ ζητᾶνε. Θὰ δεῖς. Ξεκινᾶμε;
— Θὰ ἀλλάξει τίποτε; Οἱ ἀπαντήσεις θὰ παίξουν κάποιον ρόλο;
— Εἶναι πιθανόν.
— Ἄς ξεκινήσουμε.
— Μεῖνε γιὰ μένα, εἶπε ἡ φωνὴ τῆς μητέρας της. Ἔχεις πολλὰ ἀκόμη νὰ
κάνεις. Θὰ χαιρόμουν, ἔστω κι ἀπὸ μακριά.
— Δὲν πειράζει, τῆς ἀπάντησε. Ξέρεις πολὺ καλὰ πόσο εἶχα κουραστεῖ,
ἤδη τότε. Δὲν πειράζει.
— Μεῖνε γιὰ μένα, εἶπε μὲ τὴν σειρά του καὶ ὁ πατέρας της. Εἶχες σχέδια
– ἀξίζει τὸν κόπο. Μετά... εἶναι ὅλα ἴδια.
— Ὅπως τὸ πάρει κανείς. Ἡ ποικιλία δὲν μὲ ἐνδιαφέρει, τοῦ ἀπάντησε.
— Μεῖνε γιὰ μένα, τῆς ζήτησε ἡ κόρη της. Σὲ χρειάζομαι.
— Δὲν μὲ χρειάζεσαι. Μάθε νὰ μὴν μὲ χρειάζεσαι. Εἶναι καλύτερα ἔτσι.
— Μεῖνε γιὰ μένα, τῆς ζήτησε, τέλος, καὶ ὁ σύντροφός της.
— Σταμάτα, τὸν ἐμπόδισε νὰ συνεχίσει. Καὶ κρατήσου ἐκεῖ. Στὸ ζητάω
ἐγώ.
Τὰ φάσματα ἐξαφανίστηκαν καὶ ὁ ρυθμὸς τῆς καρδιᾶς της, ποὺ εἶχε μόλις
λίγο ἐπιταχυνθεῖ, ξαναβρῆκε τὸν κανονικό του βηματισμό.
— Ἀποφασισμένη, ἔ; Μπράβο, τὴν συνεχάρη ὁ συνομιλητής της. Ἔτσι
διευκολύνονται τὰ πράγματα. Τί μπορῶ, λοιπόν, νὰ κάνω γιὰ σένα; Εἶμαι
στὶς διαταγές σου.
— Δὲν νομίζω πὼς εἶναι πλέον κάτι στὸ χέρι σου. Θὰ προχωρήσω μόνη
μου.
— Θὰ σὲ στενοχωρήσω ἀλλὰ αὐτὸ δὲν γίνεται. Σὲ ὅ,τι σὲ ἀφορᾶ, ἀσφαλῶς,
πράγματι, δὲν χρειάζεται νὰ ἀναμιχθῶ. Ἀλλὰ γιὰ τοὺς ἄλλους δὲν ἰσχύει
τὸ ἴδιο. Καταλαβαίνεις.
— Ὄχι, δὲν καταλαβαίνω. Ποιοὺς ἄλλους;
— Ὅσοι σὲ σκέπτονται ἐμπλέκονται, προφανῶς. Μοῦ φάνηκε πὼς τὸ γνώριζες.
Τὸ ἀναλογιζόσουν καὶ μόνη σου, πρὸ ὀλίγου.
— Ἔ καὶ λοιπόν;
— Ἀγαπητή μου, ἡ διαδικασία δὲν εἶναι τόσο ἁπλή. Ἡ δική σου ἀπόφαση
συνεπιφέρει «ἀλλαγές» γιὰ μία σειρὰ ἀπὸ ἀνθρώπους. Πρέπει νὰ τὸ
φροντίσω. Στὸ μεσοδιάστημα, θὰ χρειαστεῖ νὰ περιμένεις.
— Ποῦ;
— Ὄχι ἐδῶ, βέβαια. Ἡ ἐτυμηγορία τῶν προηγούμενων σύντομων συνδιαλέξεων
ἦταν κατηγορηματική. Ἐπιβάλλονται κάποιες... θυσίες.
— Ἀπὸ αὐτὲς ποὺ βρίσκονται στὴν ἁρμοδιότητά σου;
— Καὶ ἀπὸ αὐτές. Θὰ συναποφασίσουμε, ὁπωσδήποτε, σχετικά. Σοῦ εἶπα,
εἶμαι στὶς διαταγές σου.
— Αὐτὸ ἐννοοῦσες;
— Τί ἄλλο;
— Δὲν εἶχα σκεφτεῖ ποτὲ κάτι τέτοιο. Δὲν μποροῦσα νὰ τὸ φανταστῶ.
— Γιὰ νὰ εἶμαι ἀπόλυτα εἰλικρινής, ἡ περίπτωσή σου ἐμπίπτει σὲ μία
ἀπὸ τὶς καινούργιες διατάξεις.
— Δηλαδή;
— Ὅσοι ἀσχολεῖστε μὲ τὴν συγγραφὴ ἔχετε διατυπώσει κατὰ καιροὺς
πολλὲς ὡραῖες καὶ ἐντυπωσιακὲς σκέψεις. Σύμφωνα, λοιπόν, μὲ τὴν συγκεκριμένη
καινούργια διάταξη, ὁρισμένες ἀπὸ τὶς σκέψεις, ἐκεῖνες ποὺ σχετίζονται
μὲ τό... ἀντικείμενο, δεσμεύουν τόσο ἐσὰς ὅσο καὶ ἐμᾶς.
— Ὁπότε; Γίνε πιὸ σαφής.
— Ὁπότε: ἐφόσον ἐξακολουθεῖς νὰ «μένεις ζωντανὴ στὴν σκέψη τῶν ἀγαπημένων
σου», ὅπως ἀναλογιζόσουν νωρίτερα, παρότι ἐσὺ ἡ ἴδια δὲν ἐπιθυμεῖς
νὰ παρατείνεις τὴν... ζωντάνια σου, ἐκεῖνοι ποὺ σὲ κρατοῦν μὲ αὐτὸν τὸν
τρόπο ζωντανὴ θὰ “ἐπηρεαστούν” ἀναλόγως.
— ...
— Σωπαίνεις. Εἶπα ὅτι ὁ Χρόνος περισσεύει, ἀλλὰ δὲν τὸν ἔχω ὅλον γιὰ
σένα.
— Πρέπει νὰ σκεφτῶ.
— Καὶ αὐτὸ ἀναμενόμενο. Δὲν πρωτοτυπεῖς πουθενά, τελικά.
— Μὲ ἀδικεῖς.
—Τέλος πάντων. Μακάρι νὰ συγκρίνατε ὅσα γράφετε μὲ τὴν πραγματικότητα
καὶ ὄχι ἁπλῶς νὰ φροντίζατε νὰ ἀκούγονται ὡραῖα καὶ σοφά. Λιγότερη
ρητορεία δὲν βλάπτει.
— ...
Δὲν μποροῦσε, λοιπόν, νὰ τὰ ἔχει ὅλα δικά της. Ἔτσι τῆς ἔλεγαν. Παίρνοντας
μόνη της τὴν μοιραία ἀπόφαση, ριψοκινδύνευε ὄχι ἁπλῶς τὴν ἀνάμνησή
της ἀπὸ τοὺς ἀγαπημένους της, ἀλλὰ καὶ τὴν ἴδια τὴν ζωή τους, ἴσως, ἂν
ἐκεῖνοι, ἀπὸ τὴν πλευρά τους, ἐπέμεναν νὰ μὴν τὴν ἀπαρνιοῦνται. Ἕνα
τρομερὸ νέο δίλημμα εἶχε κάνει τὴν ἐμφάνισή του.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου