Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Παρασκευή 31 Μαΐου 2024

Ηρώ Νικοπούλου : Το θαύμα στην εντατική

 


Δύο είναι οι βασικές πτυχές της νέας ποιητικής σοδειάς της Ηρώς Νικοπούλου. Η μία, γνωστή και από προηγούμενες συλλογές της, είναι η εικαστική διάθεση και τάση, η εμφανής ροπή της στη λεκτική εξεικόνιση σκηνών και σκηνικών, τοπίων και τόπων που εναποτίθενται στο ποίημα σαν εικόνες σε καμβά. Αυτό βεβαίως δεν θα πρέπει να ερμηνευθεί μόνο πάνω στη βάση του προϋπάρχοντος και εκδηλωμένου και στην τέχνη της ζωγραφικής ταλέντου της δημιουργού, αλλά πιθανότατα και πάνω στη βάση μιας συνειδητής θεώρησης της ποίησης ως του πεδίου εκείνου στο οποίο εξυφαίνεται αυτό που θα οριζόταν ως «αναπαράσταση». Πρόκειται ουσιαστικά για μια θεατρική τεχνική, που άπτεται της εικαστικής διάστασης του θεάτρου και που, όταν περνά στην ποίηση, εκβάλλει σε ένα μεικτό αποτέλεσμα που ισορροπεί ανάμεσα στη φαντασιακή απεικόνιση και την ανακλητική λειτουργία. Τα τοπία της Νικοπούλου, με άλλα λόγια, ιδιαίτερα αυτά των ποιημάτων της ενότητας «Τόποι», που είναι αφιερωμένη εξ ολοκλήρου στη λεκτική αναπαραγωγή εκδοχών της Σαλαμίνας, της Καλαμάτας, της Αμμοχώστου, της Αντίπαρου, του Γρίμποβο, της Βεργίνας, της Σμύρνης και της Γάζας, συνιστούν όψεις ενός κόσμου που βιώνει στιγμές οριακές και ανεπανάληπτες. Στιγμές κυριολεκτικά μεταμορφωτικές της σύστασης και της δομής του: Η θάλασσα του Γρίμποβο/ ασπρόμαυρη γκραβούρα/ ακινησία ημιτελών μαχών/ Λίγο πιο πάνω απ’ τα νερά/ σαλεύουν παλιές εικόνες/ λίγο πιο κάτω/ στον υδροφόρο ορίζοντα/ αφρίζει ακόμη αίμα («Γρίμποβο»).

Από αυτή την άποψη, οι ποιητικοί τόποι της Νικοπούλου δεν είναι στατικές καταγραφές, δοσμένες έστω με την καλλιτεχνική εκείνη λεπταισθησία που τους δίνει μια μορφική αρτιότητα και μια φόρτιση καθαρά συγκινησιακή. Είναι απολύτως σχολιαστικές αποτυπώσεις ενός κόσμου που βρίσκεται σε διαρκή και αέναη αλλαγή, σε έναν μετασχηματισμό καθαρά αισθητικής τάξης, ο οποίος άλλοτε αποκτά τον χαρακτήρα μιας αφηγηματικής διαδρομής στον χώρο και άλλοτε μιας ανακλητικής καταβύθισης στον χρόνο, μέσα στο παρελθόν και τα περασμένα. Αυτό, πέρα από τον πολυδύναμο και πολυδιάστατο χαρακτήρα που δίνει στη συλλογή, εισηγείται μια νέα, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα οπτική πάνω στην ίδια την ποίηση. Γιατί την αντικρίζει όχι, όπως ίσως έχει συνηθίσει ο αναγνώστης, ως δημιουργική σύλληψη και αισθητική αναπαραγωγή όσων προσλαμβάνει η αντίληψη, όπως αυτή συγκροτείται από τις αισθήσεις και τη νόηση, αλλά ως την ίδια την αίσθηση και τη νόηση, το ίδιο το εργαλείο πρόσληψης των ερεθισμάτων – το μάτι, εν προκειμένω, και την κίνησή του μέσα στο πλαίσιο και τον ορίζοντα που ορίζει η συνείδηση.

Η ζωγραφική και η έλξη προς την «εικαστική» κατασκευή του ποιήματος δεν είναι όμως η μόνη κατευθυντήρια γραμμή της δημιουργίας. Εφαπτόμενη σε αυτή είναι η εμφανής βούληση της ποιήτριας να εναγκαλιστεί το θεατρικό πνεύμα ή, αντίστοιχα, τη θεατρική λογική στα ποιήματα που συνθέτουν την τρίτη ενότητα της συλλογής, «Άνθρωποι». Εδώ η ποιήτρια στήνει μια αλληλουχία ανθρώπινων μορφών πάνω στη βάση του επαγγέλματός τους. Ζωγράφος, υποδηματοποιός, μουσικός, κρεοπώλης, κολυμβήτρια, μελισσοκόμος, χορευτής, ναυτικός, εργολάβος, ψυχολόγος, κομμώτρια, ξυλουργός, σερβιτόρα είναι όλες εκείνες οι ιδιότητες που προσελκύουν τη συμπαθητική ματιά της ποιήτριας και κατά τρόπο παράδοξο και μοναδικό την κάνουν παρατηρήτρια σε αυτό που η ίδια τεχνουργεί. Θα μπορούσε να κάνει κανείς εδώ τη σύνδεση και την αντιστοιχία με το επάγγελμα του σκηνοθέτη, που με τον ίδιο τρόπο πλάθει και καθοδηγεί τους χαρακτήρες του έργου, ώστε να εισέλθουν και να πάρουν το σχήμα ενός καλουπιού το οποίο αποτελεί μια αναφορά σε έναν τύπο ανθρώπου και, ταυτόχρονα, στην εξατομικευμένη ενατένισή του: Ώσπου μια μέρα στο σερβίρισμα/ της κόβονται τα χέρια/ γκρεμίζονται τα γυαλικά/ φουσκώνουν πρήζονται οι φλέβες/ ψηλά ραγίζει το ένα της το πόδι/ πάλλευκο πέφτει καταγής/ χέρι μηρός αγκώνας/ και γάμπα λαξευτή/ ολόφωτου πεντελικού μαρμάρου («Η σερβιτόρα»).

Ένας οργανισμός είναι το ποίημα, ένας μηχανισμός που διασώζει τη ζωή και την προσφέρει στον αναγνώστη ως υπόδειγμα και πρότυπο οργάνωσης των στοιχείων που αιωρούνται στη δική του ατμόσφαιρα, προσμένοντας τη διευθέτηση και την καταξίωσή τους.

Μια σειρά από τέτοια «καλούπια» στήνει εδώ η Νικοπούλου, και πάλι με ματιά ιδιαίτερα αγαπητική, δημιουργική, ευφάνταστη. Η πορεία μάλιστα που ακολουθεί για την ανάπλαση των επαγγελματικών αυτών χαρακτήρων και της παρουσίας τους στον χωροχρόνο της καθημερινότητάς τους παρουσιάζει μια αξιοσημείωτη εντελέχεια. Ξεκινά δηλαδή με την αποτύπωση μιας σειράς από απλές, αναμενόμενες και συνήθεις κινήσεις για να καταλήξει στη μνημείωσή τους, στην εξιδανίκευση και την αναγωγή τους σε ένα επίπεδο όπου αυτοί δεν έχουν απεκδυθεί την ιδιότητά τους, αλλά την έχουν δει να προσλαμβάνει την ακτινοβολία και τη λάμψη της δημιουργίας και της προσφοράς. Ένα είδος αποκατάστασης επιχειρεί εδώ η Νικοπούλου μέσα από μια διαφοροποιημένη θεώρηση των ανθρώπων εκείνων που έγιναν ένα με το αντικείμενο της εργασίας τους και είδαν σε αυτόν τον μετασχηματισμό και την ολοκλήρωσή τους. Θα μπορούσε κανείς να κάνει λόγο για προσωπογραφίες, πιο σωστό όμως θα ήταν να στραφεί σε ένα άλλο πεδίο, που εγκαινιάζει μια νέα ανατρεπτική συνύπαρξη ανάμεσα στην ποίηση και σε μια δραστηριότητα ελάχιστα ποιητική, απόλυτα όμως δημιουργική και αναπαραγωγική της αλήθειας. Πρόκειται για την παντομίμα, τη θεατρική εκείνη πρακτική με την οποία αναπαριστάνεται μια έννοια, μια ιδέα, μια ύπαρξη μέσα από τις κινήσεις ενός ηθοποιού. Ηθοποιούς μάς συστήνει και εδώ η Νικοπούλου, υποκριτές που, κάνοντας το ποίημα σώμα, το θέτουν στην υπηρεσία της σκηνοθέτιδος-ποιήτριας, η οποία αναλαμβάνει την κινησιολογική του καθοδήγηση.

Η θεώρηση του ποιήματος ως σώματος προσλαμβάνει μια άλλη διάσταση –ακόμα πιο βαθιά και καταλυτική– στα ποιήματα της πρώτης ενότητας, τα οποία μοιάζουν κυριολεκτικά να ανασαίνουν στον ρυθμό της δημιουργίας. Και είναι η δημιουργία αυτή θεμελιωμένη πάνω στην αναγνωριστική σχέση που φαίνεται να αναπτύσσει η ποιήτρια με ό,τι την περιβάλλει, με ό,τι την περικλείει και της δείχνει το νόημα της ύπαρξης. Μέσα σε μια ατμόσφαιρα φορτωμένη και φορτισμένη από ένα πλήθος στοιχείων, ερεθισμάτων, εικόνων, στιγμών, το ποίημα αποκτά τον παλμό και την αναπνοή του καθώς, σαν άλλος (ανθρώπινος) οργανισμός, πασχίζει να εναρμονίσει, να συντονίσει και να συστηματοποιήσει όλα τα παραπάνω, να τα εισαγάγει σε μια αγαστή, αποτελεσματική, ζωντανή συνύπαρξη. Ένας οργανισμός είναι το ποίημα, ένας μηχανισμός που διασώζει τη ζωή και την προσφέρει στον αναγνώστη ως υπόδειγμα και πρότυπο οργάνωσης των στοιχείων που αιωρούνται στη δική του ατμόσφαιρα, προσμένοντας τη διευθέτηση και την καταξίωσή τους: Έξω τα δέντρα ανασταίνουν χώμα/ βαθιά οι ρίζες/ μεταβολίζουν τοξίνες/ από μακριά ακούγεται/ επίμονης μηχανής γουργούρισμα/ η λεωφόρος και το τραμ/ μιας επαναληπτικής γαλήνης/ Πίσω βαθιά στον ιππόκαμπο/ λουφάζουν πρωινές οι φωνές των παιδιών/ τα σφυρίγματα τα ξεφωνητά/ στο πάρκο/ Η μέρα σήμερα ίσως κυλήσει άδοξα/ μόνο της κέρδος η αστραφτερή βροχή/ πίσω απ’ τα τζάμια/ κι εγώ σωσμένη πίσω// Στεγνή («Η πίσω αυλή»).

 

Το θαύμα στην εντατική
Ηρώ Νικοπούλου
ΑΩ Εκδόσεις
σ. 84
ISBN: 978-618-5675-86-8
Τιμή: 13,78€

001 patakis eshop

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου