του Γιάννη Σχίζα
Η
μεταφυσική, η έκσταση ενώπιον της θριαμβεύουσας άνοιξης, ο ερωτισμός
που παρά τους θρησκευτικούς περιορισμούς
διήγε την «αιθέρια» ζωή των
κρυφών βλεμμάτων και των υπαινιγμών , ήσαν τα υλικά του
παραδοσιακού Ελληνικού Πάσχα στις πόλεις. Τότε, εκείνο το Πάσχα,
συνδυαζόταν με την αραιοκατοίκηση του
πολεοδομικού σχηματισμού, είχε θόρυβο
και θέαμα, είχε βαρελότα και σαματά πάσης φύσεως -
όχι βέβαια εφάμιλλο των σημερινών
σαματάδων ακόμη και από γεγονότα
όπως η άνοδος μιας ομάδας στην εθνική κατηγορία! - αλλά
πάντως σαματά αυτοσχέδιο, χειροποίητο,
παραγόμενο σε μεγάλο βαθμό από τους ίδιους τους καταναλωτές του.
Και όλα αυτά επισφραγίζονταν από
την ασύδοτη πρωτεϊνοφαγία
μέσα στα πλαίσια μιας προ - κρεοφαγικής
και προ-χοληστερινικής κοινωνίας,
που έπασχε γενικώς από στερητικά σύνδρομα, που υποστασίωνε την
πλουτοκρατία ως τάξη ευτραφών κοιλαράδων
με ημίψηλο και πούρο, που κατά τα
πρότυπα των κλεφτών και των αρματωλών
προέβαινε σε «ξεσχισματικά» τσιμπούσια
ωρών ή και ημερών ακόμη, και φυσικά
σε «σούρες» μεγάλης διάρκειας…Σε
ένα βιβλίο για το Θησείο και γενικότερα για τις γειτονιές που χάθηκαν(Εκδόσεις
Φιλιππότη,1991) ο Γιάννης Σιμωνέτης
αναφερόταν σε αυτά ακριβώς τα
πολυποίκιλα υλικά του Ελληνικού Πάσχα, όπως
βιώνονταν από την παιδική ψυχή :
Στο μεθυστικό άρωμα των λουλουδιών, στο λιβάνι και στο φυσικό κερί, στη «γοητεία και κατάνυξη της
Μεγαλοβδομάδας», στο ενδημικό κοριτσομάνι των Επιταφείων, στον πανζουρλισμό των βεγγαλικών, στην
μαγειρίτσα της Ανάστασης …
Σε εκείνο τον παρωχημένο χωροχρόνο, όπου την Μεγάλη Εβδομάδα ο Μάνος Χατζηδάκης μπορούσε «να προσκυνά σιωπηλά το δικό του Θεό, μεθυσμένος από τη μοναξιά του και τη βαριά μυρωδιά του λιβανιού» – κατά πως γράφει ο Νίκος Κούνδουρος (1)–
το Πάσχα ήταν μια γιορτή πολυδιάστατη, μεταξύ άλλων και ένα μουσικό κοντσέρτο μεγάλης διάρκειας ή ένα θεατρικό θέμα παιγμένο με άπειρες παραλλαγές, ακόμη και πλαίσιο για την έκφραση προσωπικών εκδοχών του μυστικισμού και της μεταφυσικής…. ΙΔΙΟΧΕΙΡΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
Στα
Αθηναϊκά περίχωρα μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 70, στις αλάνες ή στους
κήπους, ανήμερα το Πάσχα έβλεπες κοκορέτσια και αρνιά να περιστρέφονται
«ιδιοχείρως», έβλεπες καταϊδρωμένους
σουβλοκράτορες να εισπράττουν εκείνες
τις υπέροχες και χορταστικές - μέχρις πλήρους κατευνασμού! - οσμές. Έβλεπες κόσμο πολύ, άκουγες τραγούδια
και μουσικές, ανίχνευες μέσω των
τσάμικων και των καλαματιανών τον «βλάχικο» γονότυπο της πλειοψηφίας της αστικής κοινωνίας, δεχόσουν προσκλήσεις για φαγοπότι από
ανθρώπους άγνωστους…
Έπειτα τα
πράγματα άλλαξαν. Έπειτα η «πόλη της
αντιπαροχής» ξεπέρασε μια «κρίσιμη μάζα» και έκανε τον ελεύθερο κτισμάτων αστικό χώρο ανύπαρκτο ή δυσλειτουργικό. Ο
ΙΧδισμός άνοιξε νέους ορίζοντες προς την περιφέρεια, το νέφος και η
ρύπανση έκαναν την πόλη απωθητική, οι πολυκατοικίες ξεπάτωσαν τις γειτονιές και
τις μικρές συλλογικότητες…Επί πλέον, τα νέα εισοδήματα της πρώτης μεταπολεμικής αναπτυξιακής φάσης άρχισαν να διοχετεύονται σε
κατευθύνσεις «κεντρόφυγες» σε σχέση με τον αστικό ιστό.. Οι αργίες
έγιναν ευκαιρίες απόδρασης από το αστικό περιβάλλον, ο εκδρομισμός και ο
τουρισμός έδωσαν διέξοδο στο κοσμικό
πνεύμα της μέγιστης κατά το δυνατό απόλαυσης υπονομεύοντας
ταυτόχρονα το παραδοσιακό
εορταστικό πνεύμα, οι εκκλησίες που το βράδυ της ανάστασης έσφυζαν από ζωή
έχασαν τα ακροατήριά τους και το «φιλοθεάμον» κοινό των βεγγαλικών .. Κοντά
στην «πρόχειρη» ήρθε και η «δομημένη φυγή», ήρθαν τα «εξοχικά» της περιφέρειας
σε αναζήτηση της φύσης και του
«ιδεώδους» οικογενειακού περιβάλλοντος
: Τα εξοχικά των μικρομεσαίων που ξεκίνησαν από
αυτοσχέδιες και πρόχειρες γενικά
κατασκευές,- σε σχέση με την κύρια κατοικία - για
να μετατραπούν στις ημέρες μας σε
δομές «ανακτορικών» φαντασιώσεων -
με πλείστους όσους ευκατάστατους
να χτίζουν πολυώροφα
Κυκλαδίτικα πλαισιωμένα από
γκαζόν(!), ή Ελβετικά σαλέ σε άνυδρα
Μεσογειακά τοπία, ή γενικώς
σπιταρώνες των δέκα υπνοδωματίων και των
έξη μπάνιων - ως εξωτερικεύσεων κοινωνικής επιτυχίας…
ΤΟ ΠΑΣΧΑ, ΜΙΑ ΥΒΡΙΔΙΚΉ ΓΙΟΡΤΗ
Σε αυτή τη γωνιά του κόσμου, με το ήπιο και
εξαιρετικά φιλικό προς τον άνθρωπο κλίμα, με την όμορφη και πολυποίκιλη Μεσογειακή φύση, η ιδέα μιας
ανθρωποποίητης «θεογονίας» δεν
χρειαζόταν πάντοτε την στήριξη ενός Μαρξ
ή ενός Μπιτσάκη : Αρκούσε
κάποτε και ένας φυσιολάτρης «Ελληναράς» όπως ο Π.Γιαννόπουλος (2)στο να
διαβεβαιώνει ότι «η Ελληνική φύσις αυτή, εντελώς η αυτή και διότι είναι
τοιαύτη, εγέννησεν όλους τους θεούς και τους ημιθέους και τους ήρωας και κάτι
ακόμη καλλίτερον από τους θεούς τους παρελθόντας, τους παρόντας και τους
μέλλοντας,(δηλαδή εγέννησεν) τους Ανθρώπους, τα θαυμάσια Αρχαγγελικά τάγματα
των ωραίων, των φαιδρών και ηλιοβόλων ανθρώπων, που οδηγούν τους κορυφαίους της
ανθρωπότητος εις τον δρόμον του ωραίου…» . Στο μεγαλειώδες πλαίσιο της Άνοιξης,
η μεταφυσική είχε πάντοτε ως αντίπαλό
της τον κοσμικό αυθορμητισμό, δεδομένου ότι τα «οιονεί οργασμικά»
συναισθήματα της κοινωνίας ήταν αδύνατο να
στριμωχθούν μέσα στα θρησκευτικά
καλούπια. Γι αυτό το λόγο το Πάσχα
ήταν πάντοτε μια «υβριδική» γιορτή :
Σιαμαία σχεδόν με το πνεύμα της
αναγεννώμενης φύσης, της ανθρώπινης
λίμπιντο που αναδυόταν και εκφραζόταν
δια μέσου των γραμμών, των επιφανειών, του συνόλου των αισθήσεων…
Πέρα από τη
μυθολογία και αλληγορία της μεταφυσικής, πέρα από τα άλλοτε απλοϊκά και άλλοτε περίπλοκα «ιδεοσχήματα» των επίσημων ή περιστασιακών θρησκευομένων, υπήρχε – έστω περιθωριοποιημένη ή και
διωκόμενη - η «αυτοκρατορία των αισθήσεων»
. Αυτή που αξίωνε εορταστικά γεγονότα
απαλλαγμένα προσμίξεων και ενοχών, απαλλαγμένα από οποιαδήποτε αίσθηση «χρέους»
απέναντι σε υπερκόσμιες οντότητες, σε Προμηθείς και σε κατορθωματίες και σε μεταφυσικούς Ζορρό παντός είδους….
Το Πάσχα ανακαλώ πάντοτε στη σκέψη μου μια
κουβέντα του Έριχ Φρομ «για τις πραγματικές γιορτές που λείπουν….».….Για τις
γιορτές που δηλώνουν την συνέχεια αλλά και την μεταβλητότητα της ζωής, που
είναι επομένως ευέλικτες αλλά όχι και τροποποιήσιμες σαν προγράμματα
τηλεόρασης, που ενσωματώνουν όλο και μεγαλύτερες δόσεις τέχνης και αποθεώνουν
το κοσμικό πνεύμα, που διαχέουν χαρά και
έμπνευση. Με τα λόγια πάλι
του Έριχ Φρομ : «Που καλλιεργούν το βίωμα της αγάπης παραμερίζοντας την αναγκαιότητα της αυταπάτης»…(3)
Σημειώσεις
1.Νίκος Κούνδουρος : «Η Αθήνα του Μάνου Χατζηδάκι»,
Περιοδικό «Λέξη», Νοέμβριος 2001.
2.Από το βιβλίο του Χρίστου Ιακωβίδη : «Νεοελληνική
Αρχιτεκτονική και αστική ιδεολογία»,Δωδώνη,1982.
3.Έριχ Φρομ, «Η υγιής κοινωνία», Μπουκουμάνης 1973.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου