Α ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΕΙΝΑΙ δύσκολα.
Ὁ δικηγόρος εἶπε ὅτι ἂν δὲν καταφέρουν νὰ μποῦνε στὸ νόμο Κατσέλη,
οἱ τράπεζες θὰ εἶναι μὲ λυμένα τὰ χέρια. Θὰ βγάλουν τὸ ξενοδοχεῖο
σὲ πλειστηριασμό. Στὰ νύχια στέκονται. Ἂν τὰ χρέη εἶχαν πρωτοεμφανιστεῖ
τὴν ἐποχὴ τῶν μνημονίων, θὰ μποροῦσαν νὰ τὰ δικαιολογήσουν.
Ὁλόκληρος ὁ κόσμος γύρισε ἀνάποδα τότε. Ἀλλὰ ἐδῶ τὰ χρέη
ξεκίνησαν τὴν ἐποχὴ ποὺ δένανε τὰ σκυλιὰ μὲ τὰ λουκάνικα, ὁπότε
κλάφ’τα.
«Ἐντάξει ρὲ Θέμη, πὲς ὅτι δὲν ἔκανα καλὴ διαχείριση.
Πρέπει νὰ τὰ χάσω ὅλα; Ὅλη ἡ Ἑλλάδα χρωστάει, μόνο ἐγὼ εἶμαι;»
«Ἠλία, δὲν ἔχει ὅλη ἡ Ἑλλάδα ξενοδοχεῖο στὴ Σαντορίνη.
Ἐγὼ θὰ κάνω ὅ,τι μπορῶ, ἀλλὰ ὁ δικαστὴς δὲν εἶναι χαζός».
«Φέτος τὸ ξενοδοχεῖο θὰ δουλέψει. Θὰ δουλέψει καλά. Ἔφερα
hotel manager ἀπὸ τὴν Ἀθήνα. Ἔχω ξεκινήσει καὶ σὲ ψυχίατρο στὸ
κοινωνικὸ ἰατρεῖο. Θὰ βάλω ἕνα τέλος στὴν κατρακύλα. Σὲ παρακαλῶ,
βοήθησέ με νὰ τὸ σώσουμε».
Ὁ Ἠλίας ἀγόρασε τὸ ξενοδοχεῖο πρὶν 20 χρόνια. Τὴ χρονιὰ
ποὺ γνώρισε τὴ Βασιλική. Πούλησε τὸ ἀργυροχοεῖο ποὺ τοῦ ἄφησε
ὁ πατέρας του στὰ Γιάννενα καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὸ νησὶ ὅπου
γνωρίστηκαν καὶ ἐρωτεύτηκαν. Ἔκαναν τέσσερα ἀγόρια. Τὸ ἕνα
πίσω ἀπὸ τὸ ἄλλο. Ἐκεῖνος δὲν εἶχε ἀδέρφια καὶ ἤθελε μεγάλη
οἰκογένεια.
Τὸν πρῶτο καιρὸ ζοῦσαν εὐτυχισμένοι. Στὸ πρῶτο τηλεφώνημα ἀπὸ
τὴν εἰσπρακτική, ἡ Βασιλικὴ ἦταν βέβαιη ὅτι κάποιο λάθος εἶχε
γίνει. Ὅταν πῆγε στὴν τράπεζα νὰ σηκώσει χρήματα καὶ εἶδε ὅτι
ὁ κοινός τους λογαριασμὸς ἦταν ἄδειος, ἔχασε τὴ γῆ κάτω ἀπὸ
τὰ πόδια της. Πῆγε στὸ ξενοδοχεῖο καὶ χίμηξε κατὰ πάνω του
μπροστὰ στοὺς πελάτες. «Ἀλιτήριε, δὲν σκέφτηκες τὰ παιδιά
σου». Τὸν ἀπείλησε ὅτι θὰ τὰ πάρει καὶ θὰ φύγει ἀπὸ τὸ σπίτι. Τὴν
ἄκουσαν ὅλα τὰ Φηρά.
Τῆς εἶπε ὅτι ἔμπλεξε μὲ παρέα. Στὴν ἀρχὴ ἔπαιζαν μιὰ στὸ
τόσο. Ὅμως ἐπίανε χαρτιὰ στὸ χέρι καὶ αἰσθανόταν ἕνα ἀκαταμάχητο
γαργαλητὸ στὰ σωθικά του. Ἔχανε καὶ ξαναέχανε καὶ συνέχιζε.
Δὲν μποροῦσε νὰ σηκωθεῖ ἀπὸ τὸ τραπέζι γιατί ἦταν βέβαιος ὅτι
τὴν ἑπόμενη φορὰ θὰ κερδίσει. Τελικὰ σηκωνόταν καταχρεωμένος.
Εἶχε πάρει τρία δάνεια γιὰ ἐπισκευὲς καὶ ἐπέκταση τοῦ ξενοδοχείου.
Ὅλα φαγωμένα στὰ χαρτιά.
Ἡ Βασιλικὴ τελικὰ δὲν ἔφυγε ἀπὸ τὸ σπίτι. Ποῦ νὰ πάει
μὲ τέσσερα παιδιὰ χωρὶς δεκάρα; Συνέχισαν νὰ ζοῦν σὰν ξένοι
κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια στέγη. Τὸν τιμωροῦσε μὲ τὴ σιωπὴ της σκάβοντας
ὅλο καὶ πιὸ βαθιὰ τὴν τάφρο τοῦ χωρισμοῦ τους.
Ὁ δικηγόρος τοῦ ἔδωσε ραντεβοὺ γιὰ τὴν ἑπομένη στὶς ὀκτώμιση
ἔξω ἀπὸ τὸ εἰρηνοδικεῖο. Τοῦ εἶπε νὰ ξυριστεῖ καὶ νὰ φορέσει
κοστούμι. Ἂν οἱ ἐρωτήσεις τῶν δικηγόρων τῆς τράπεζας τὸν ζορίσουν,
νὰ κοιτάζει στὰ μάτια τὸν δικαστὴ καὶ ὄχι αὐτούς.
Ὁ Ἠλίας κατηφόρισε πρὸς τὸ σπίτι. Εἶδε στὸ δρόμο ἕνα
ζευγάρι Κινέζων, νεόνυμφοι, νὰ φωτογραφίζονται μὲ θέα τὴν
Καλντέρα. Θυμήθηκε τὸ ταξίδι τοῦ μέλιτος μὲ τὴ Βασιλική. Πόσο
τὴ λάτρευε. Πόσα ἀπὸ ὅσα τῆς ὑποσχέθηκε μπόρεσε τελικὰ νὰ
τῆς δώσει; Ἔπειτα συλλογίστηκε τὰ ἀγόρια του. Ὁ μεγάλος τέλειωνε
φέτος τὸ λύκειο. Τί μέλλον μποροῦσε νὰ τοῦ προσφέρει; Μέλλον ὑποθηκευμένο
ὅπως τὸ ξενοδοχεῖο.
Ἔφτασε σπίτι. Ἡ Βασιλικὴ καθόταν στὸ τραπέζι τῆς κουζίνας
καὶ ἔτρωγε μόνη.
«Τὰ παιδιὰ εἶναι ἔξω;»
Δὲν πῆρε ἀπάντηση. Πῆγε καὶ κάθισε ἀπέναντί της στὸ
τραπέζι.
«Βασιλική, θέλω νὰ σοῦ ζητήσω μιὰ χάρη. Αὔριο εἶναι τὸ
δικαστήριο. Αὔριο στὶς ἐννιά το πρωί. Μπορεῖς νὰ ἔρθεις μαζί μου
σὲ παρακαλῶ;» εἶπε χαμηλόφωνα.
Ἡ Βασιλικὴ ἄφησε τὸ κουτάλι. Ἔβαλε τὶς παλάμες ἀποφασιστικὰ
πάνω στὸ τραπέζι.
«Τί μὲ θές, Ἠλία; Νὰ φανοῦμε ὅτι εἴμαστε ζευγάρι; Νὰ
μοιραστοῦμε τὴν ντροπὴ πού ἔφερες στὸ σπίτι μας; Τί μὲ θὲς ἐμένα,
μοῦ λές;»
Ὁ Ἠλίας χαμήλωσε τὸ βλέμμα. Κόμπιασε. Ἅπλωσε τὸ δεξὶ
χέρι καὶ τὴν ἐπίασε ἀπὸ τὸν καρπό. Τὴν ἔσφιξε.
«Νὰ μοῦ κρατᾶς τὸ χέρι, Βασιλική. Χωρὶς ἐσένα φοβᾶμαι
θὰ διαλυθῶ. Στενεύει ὁ κόσμος καὶ δὲν μπορῶ νὰ πάρω ἀνάσα. Νὰ
μοῦ κρατᾶς τὸ χέρι».
Τὸν κοίταξε γιὰ λίγο.
«Ἠλία, βγάλ’ τὰ πέρα μόνος σου». Σηκώθηκε καὶ ἔφυγε ἀπὸ
τὴν κουζίνα.
Ὁ Ἠλίας ξάπλωσε στὸν καναπέ, ὅπως κάθε βράδυ. Ἀποκοιμήθηκε
τὰ ξημερώματα. Ὅταν χτύπησε τὸ ξυπνητήρι, ἔβλεπε στὸν ὕπνο
του ὅτι ἦταν παιδάκι καὶ βρισκόταν στὴν αὐλὴ τοῦ πατρικοῦ του
στὰ Γιάννενα, μὲ τὴ μάνα του νὰ τὸν μαλώνει γιατί ἔκοβε τὰ ἄνθη
ἀπὸ τὶς τριανταφυλλιὲς τοῦ κήπου.
Ξύπνησε ἀλαφιασμένος. Ἔριξε νερὸ στὸ πρόσωπό του καὶ
ντύθηκε ἄρον ἄρον. Πῆγε στὴν κουζίνα νὰ πάρει τὸ χάπι γιὰ τὴν
πίεση. Βρῆκε τὴ Βασιλικὴ νὰ κάθεται στὸ τραπέζι. Μόλις τὸν εἶδε,
σηκώθηκε.
«Πᾶμε;» τοῦ εἶπε.
Πηγή:
Πρώτη δημοσίευση.
Μαρία
Νταλαούτη (Πρέβεζα, 1983). Ἀπόφοιτη Νομικῆς
Ἀριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου