ΕΙΝΑΙ Παρασκευὴ βράδυ, τὰ μπὰρ κλείνουν στὴ Σιμπούγια
καὶ χιλιάδες ξεχύνονται στοὺς δρόμους σὰν εὐτυχισμένη, μεθυσμένη
ὀδοντόπαστα, γελώντας καὶ μιλώντας ἰαπωνικά.
Οἱ δρόμοι εἶναι φρακαρισμένοι
ἀπὸ γεμάτα ταξί. Εἶναι πασίγνωστο ὅτι πολὺ δύσκολα βρίσκεις ταξὶ
στὴ Σιμπούγια Παρασκευὴ ἢ Σάββατο βράδυ. Κάποιες φορὲς δὲ εἶναι
σχεδὸν ἀδύνατο, μόνο το πεπρωμένο κι ἡ θεϊκὴ παρέμβαση θὰ σοῦ ἐξασφαλίσουν
ταξί.
Στέκομαι ἐκεῖ στὴ Σιμπούγια
στὴν καρδιὰ τοῦ τεράστιου αὐτοῦ ἰαπωνικοῦ πάρτι. Δὲν καίγομαι νὰ
γυρίσω πίσω, γιατί εἶμαι μόνος. Μόλις ἐπιστρέψω, μὲ περιμένει ἕνα
ἄδειο κρεβάτι στὸ δωμάτιο ἑνὸς ξενοδοχείου σὰν γέφυρα ποὺ βγάζει
σ’ ἔρημο κι ἀσυντρόφευτο ὕπνο.
Ἔτσι, στέκομαι ἐκεῖ γαλήνιος
σὰν μπανάνα, ἀφοῦ κάπως ἔτσι μοιάζω, μόνος μὴ Ἰάπωνας σὲ πλῆθος Ἰαπώνων.
Ὅλα τὰ ταξὶ ποὺ περνοῦν στὸ πλάι μου εἶναι γεμάτα κι ἔχει τόση κίνηση,
ποὺ μόλις μετὰ βίας κινοῦνται. Βλέπω μπροστά μου ὁρισμένα ἄδεια,
ὅμως, ἀμέσως μόλις ἐμφανίζονται, τὰ παίρνουν.
Δὲν μὲ νοιάζει.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι δὲν ἔχω
νὰ πάω καὶ σὲ τίποτα σπουδαῖο, ἀντίθετα μ’ ὅλους αὐτοὺς τοὺς νεαροὺς
ἐραστὲς ποὺ βλέπω γύρω μου καὶ πᾶνε πρὸς ἕνα μεθυσμένο, χαρούμενο
γαμήσι.
Δικά τους τὰ ταξί.
Ἂς εἶναι αὐτὴ ἡ εὐχή μου.
Κάποτε ἤμουν κι ἐγὼ νέος.
Τότε βλέπω ἕνα ἄδειο ταξὶ
νά ’ρχεται πρὸς τὸ μέρος μου καὶ γιὰ κάποιον περίεργο λόγο ὅλοι οἱ
ἐραστὲς κοιτοῦν ἀπ’ τὴν ἄλλη καὶ σηκώνω τὸ χέρι μηχανικὰ καὶ τοῦ
κάνω νόημα νὰ σταματήσει. Δὲν τὸ κάνω γιατὶ θέλω τὸ ταξί. Γίνεται
ἀσυναίσθητα ἀπὸ συνήθεια. Ποσῶς μ’ ἐνδιαφέρει νὰ τοὺς κλέψω τὸ
ταξί.
Μ’ ἕνα τέτοιο νεῦμα, ἀσφαλῶς,
τὸ ταξὶ σταματᾶ, κι ἔτσι μπαίνω μέσα. Καὶ ἡ καλοσύνη ἔχει ὅρια.
Τὸ ταξὶ εἶναι ἰδιόκτητο, ἀφοῦ στὸ ἐσωτερικό του καθρεφτίζεται
ἡ προσωπικότητα τοῦ κατόχου καὶ φανερώνεται ἡ ἐπαγγελματικὴ
ὑπερηφάνεια ποὺ πηγάζει ἀπ’ τ’ ὅτι ἔχει δικό του ταξί.
Λέω στὰ ἰαπωνικὰ στὸν ὁδηγὸ
ποῦ πηγαίνω καὶ ξεκινᾶμε. Ἔκπληκτος ἀκόμη ποὺ σταμάτησε τὸ ταξί,
κάνω ἕνα λεπτὸ περίπου νὰ συνειδητοποιήσω πλήρως τί ὑπάρχει μὲς
στὸ ταξί. Μὲ τὸ ποὺ μπαίνω ἀντιλαμβάνομαι κάτι ἰδιαίτερα ἀσυνήθιστο,
πολὺ πέρα ἀπ’ τὶς προσωπικὲς πινελιὲς ποὺ προσθέτουν στὰ ταξὶ οἱ
ταξιτζῆδες.
Τότε, ὅπως λένε, μοῦ ’ρχεται
ἐπιφοίτηση μὲς στὸ κομφούζιο τοῦ κλεισίματος τῶν μπὰρ τῆς Σιμπούγια
καὶ συνειδητοποιῶ ποῦ πραγματικὰ βρίσκομαι. Δὲν εἶμαι σὲ ταξί.
Εἶμαι σὲ τόπο λατρείας κυπρίνων. Τὸ ταξὶ εἶναι γεμάτο σκίτσα, φωτογραφίες,
ἀκόμη καὶ πίνακες ποὺ ἀπεικονίζουν κυπρίνους. Στὸ πίσω κάθισμα
βλέπω δύο πίνακες μὲ κυπρίνους μέσα σὲ χρυσὸ κάδρο, ἕναν σὲ κάθε
πόρτα.
Παντοῦ μὲς στὸ ταξὶ κολυμποῦν
κυπρίνοι.
«Κυπρίνοι», λέω στὸν ὁδηγὸ
στὰ ἀγγλικά, ἐλπίζοντας πὼς κάτι θὰ καταλάβει. Δὲν ξέρω πῶς εἶναι
ὁ κυπρίνος στὰ ἰαπωνικά.
«Χάι», λέει στὰ ἰαπωνικά,
ποὺ σημαίνει ναί. Τότε σχηματίζω τὴν ἐντύπωση πὼς γνωρίζει πῶς
λένε τὸν κυπρίνο ὅλοι οἱ λαοὶ τῆς γῆς, ἀκόμη κι οἱ Ἐσκιμῶοι ποὺ δὲν
ἔχουν καθόλου κυπρίνους, μόνο παγόβουνα καὶ τὰ τοιαῦτα. Ὁ τύπος
γουστάρει γιὰ τὰ καλὰ τοὺς κυπρίνους.
Τὸν κοιτῶ προσεχτικά.
Εἶναι εὐτυχὴς καὶ πρόσχαρος.
Θυμᾶμαι ὅτι στὴν Ἰαπωνία ὁ
κυπρίνος συμβολίζει τὴν καλὴ τύχη κι εἶμαι σ’ ἕναν κινητὸ τόπο
λατρείας κυπρίνων ἐνῶ μπαινοβγαίνω στὴν πολύβουη ἐρωτικὴ λεωφόρο
των Ἰαπώνων. Βγάζει νόημα. Βλέπω νεαροὺς ἐραστὲς στὰ ταξὶ ὁλόγυρά
μας στὸν δρόμο γιὰ τὴν ἡδονὴ καὶ τὸ πάθος.
Πλέουμε ἀνάμεσά τους σὰν καλὴ
τύχη.
Πηγή: Richard Brautigan, The Tokyo-Montana Express,
Λονδίνο, Picador (Pan Books), 1982 [πρώτη έκδοση: Νέα Υόρκη, Targ Editions,
1979].
Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν
(Richard Brautigan) (1935, Τακόμα – 1984, Σὰν Φρανσίσκο). Ἀμερικανὸς
πεζογράφος καὶ ποιητής. Τὸ ἔργο του ἀποτελεῖται ἀπὸ ἕντεκα νουβέλες,
δέκα ποιητικὲς συλλογὲς καὶ μία συλλογὴ σύντομων πεζογραφημάτων.
Ἡ πρωτοπρόσωπη ἀφήγηση, τὸ παιγνιῶδες καὶ γλυκόπικρο ὕφος καὶ
ἡ εὑρηματικότητά του εἶναι στοιχεῖα ποὺ θὰ συναντήσει κανεὶς
στὸ σύνολο τοῦ ἔργου του. Ἔδωσε ὁ ἴδιος τέλος στὴ ζωή του.
Μετάφραση ἀπό τὰ ἀγγλικά:
Γιῶργος Ἀποσκίτης (1984).
Γεννήθηκε καὶ ζεῖ στὴν Ἀθήνα. Πραγματοποίησε σπουδὲς στὴν Ἀθήνα
καὶ στὸ Ἐδιμβοῦργο. Ἔχει ἀσχοληθεῖ, μεταξὺ ἄλλων, μὲ τὴ λεξικογραφία
καὶ μὲ τὰ κινούμενα σχέδια. Δουλειά του ἔχει δημοσιευτεῖ στὸ περιοδικὸ Σημειώσεις καὶ
ἀλλοῦ. Τακτικὸς συνεργάτης, μὲ πρωτότυπα κείμενα
καὶ μεταφράσεις, τοῦ ἱστολογίου μας Ἱστορίες Μπονζάι.
Πρῶτο του βιβλίο ἡ συλλογὴ μὲ μικρὰ πεζὰ Στιγμόμετρο (Σμίλη,
2021).
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου