Ο ΖΕΣΤΟ αὐγουστιάτικο
βράδυ μὲ βρίσκει ταμπουρωμένο ἔξω ἀπὸ τὶς γρίλιες ἑνὸς λουτροκαμπινὲ
μιᾶς βίλας στὴ Νέα Κηφισιά. Τὸ ὀφθαλμοφανές, ἐκ τῶν συμφραζομένων,
τῆς ἰδιότητός μου, ἀποσαφηνίζεται πλήρως μὲ τὴν ἐμφάνιση στὸν
ὑπὸ παρατήρηση λουτροκαμπινὲ τῆς ἰδιοκτήτριας τῆς βίλας. Προκεται
περὶ γκομενάρας, ἡμίγυμνης, γύρω στὰ τριάντα, μὲ τὶς βυζάρες της
ν' ἀνεβοκατεβαίνουν σὲ κάθε της κίνηση, χαρίζοντάς μου ἕνα θέαμα
ποὺ δικαιώνει ἀπόλυτα τὴ δράση τῆς συμπαθοῦς τάξεως τῶν μπανιστηρτζήδων.
Ἡ ἔξαψή μου φτάνει στὸ ἀπροχώρητο ὅταν ἡ γκομενάρα, μὲ μιὰ ἀποφασιστικὴ
κίνηση, κατεβάζει τὸ μοναδικὸ ἐσώρουχο ποὺ φοροῦσε ἀποκαλύπτοντάς
μου ἕνα θεσπέσιο καὶ ἡδονικὸ κωλαράκι. Μὲ σταθερὲς κινήσεις, ἡ
ἀνυποψίαστη ἰδιοκτήτρια ἀνασηκώνει τὸ καπάκι τῆς τουαλέτας,
καὶ πρὶν προλάβει καλὰ καλὰ νὰ καθίσει ἀρχίζει νὰ κλάνει, συνέχεια
καὶ δυνατά, ἐνῶ τὸ χαρακτηριστικὸ πλὰφ τῆς πρώτης κουράδας ἔρχεται
νὰ ὁλοκληρώσει τὸ ξάφνιασμά μου. Ἡ μπόχα τῆς σκατίλας, ἀναμεμιγμένη
μὲ τὴ μυρωδιὰ τοῦ σκοτωμένου αἵματος τῆς περιόδου, καθὼς καὶ ἡ
θέα τῆς ματωμένης σερβιέτας μπροστὰ στὰ πόδια τῆς γκομενάρας, ἔκανε
ἀδύνατη τὴ συνέχεια τῆς παρατήρησης. Κουφάλα δημιουργέ, τὰ
πάντα ἐν σοφία ἐποίησες!
Πηγή: Μικροαστικὴ
καταστροφή, Ἔκδ. Ὄπερα, Ἀθήνα, 2005.
[Αὐτο-εργοβιογραφικὸ ἀπὸ τὴν ἔκδοση
Πούστευε καὶ μὴ ἐρεύνα,
Ἔκδ. Ὄπερα, Ἀθήνα, 2005:]
Τζίμης Πανούσης. Γεννήθηκε
τὸ 1954, στὶς 12 Φεβρουαρίου, λίγο πρὶν τὶς 12 τὰ μεσάνυχτα [...].
Γράφει τραγούδια, βιβλία καὶ κάνει ἐκπομπὲς στὸ ραδιόφωνο ἀπὸ
τὸ 1988. Ξεκίνησε τὴν καριέρα του ἐννέα χρόνων παίζοντας Καραγκιόζη,
μὲ αὐτοσχέδιες φιγοῦρες ἀπὸ ἐξώφυλλα περιοδικῶν, ἔξω ἀπὸ τὰ
σύρματα ἱδρύματος ἀπροσάρμοστων παιδιῶν στὸ Χολαργό. Ἔχει ἀλλεργία
στὸ ὀπαδιλίκι ὅλων τῶν τύπων, ἀπὸ κόμματα καὶ ὀργανώσεις μέχρι
ποδοσφαιρικὲς ὁμάδες καὶ πατρίδες. Σιχαίνεται τοὺς ἀμερινανοτσολιάδες,
τοὺς νεογενίτσαρους ἐκσυγχρονιστὲς καὶ τοὺς χρηματόδουλους ἀρπακολατζῆδες
[...]. Κομπορρημονεῖ ὁ ἴδιος, ὅτι οὐδέποτε συγκινήθηκε ἀπὸ τὸ
ντέρμπι τῶν αἰωνίων ἀντιπάλων Δόξας καὶ Χρήματος (τὸ παίζει στάνταρ
Χί, καὶ μάλιστα μηδὲν μηδέν). Συμπαγὴς καλλιτέχνης βαρέων βαρῶν,
ἔχει στὴν πλάτη του ἕνα βαρὺ ἔμφραγμα κι ἕνα βαρὺ ἐγκεφαλικό,
ἀλλὰ συνεχίζει ἀπτόητος (;) μὲ τὴν εὐχή: «Νὰ μᾶς ἔχει ὁ θεὸς γεροὺς
νὰ μποροῦμε ν’ ἀρρωστήσουμε, διότι ἡ ἀρρώστια στὸ καπάκι δὲ λέει,
εἶναι τουματσίλα....».
Εἰκόνα: Ἀττικὴ ἐρυθρόμορφη κύλικα,
ποὺ ἀποδίδεται στὸν ἀγγειογράφο Ἀμβρόσιο, περ. 510-500 π.Χ. (Βοστώνη,
Μουσεῖο Καλῶν Τεχνῶν).
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου