ΣΕ ΜΙΑ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΜΟΥ στὸν ὀρεινὸ Βάλτο,
ὁ συνοδός μου, μόλις φτάσαμε στὴν κορυφὴ ἑνὸς λόφου, σταμάτησε
γιὰ νὰ θαυμάσουμε τὴ θέα. Στὰ πόδια μας ἁπλωνόταν μιὰ γραφικότατη
ποταμιὰ
— Βλέπεις στὸ βάθος ἐκεῖνα
τὰ χαλάσματα, εἶπε δείχνοντας μὲ τὸ χέρι του.
Κοίταξα πρὸς τὴν κατεύθυνση
ποὺ μοῦ ἔδειχνε καὶ διέκρινα τὰ χαλάσματα ἑνὸς νερόμυλου, ποὺ ἀπὸ
μακριὰ μαρτύραγε ἐγκατάλειψη.
Αὐτὸς ὁ μύλος, συνέχισε,
εἶναι στοιχειωμένος. Ἔχουν νὰ ποῦν πὼς τὰ βράδια ἀερικὰ χορεύουν
στὰ χαλάσματα.
Ἀπὸ φόβο μήπως ἀρχίσει
καμιὰ ἀπὸ κεῖνες τὶς ἀφελεῖς ἱστορίες γιὰ φαντάσματα, δὲν ἔδωσα
σημασία. Ἐκεῖνος ὅμως συνέχισε ἀπτόητος.
— Σ’ αὐτὸ τὸ μύλο ὁ τελευταῖος
μυλωνᾶς ἔσφαξε τὴ γυναίκα του.
— Γιατί, εἶπα ἐγώ, τὸν ἀπατοῦσε;
Ἤξερα πὼς ἡ παράδοση θέλει τὶς γυναῖκες τῶν μυλωνάδων νὰ μὴ διαθέτουν
τὴ συζυγικὴ πίστη τῆς ὁμηρικῆς Πηνελόπης.
— Ναί, πρόσθεσε, ἀλλὰ πῶς
κατάλαβε ὅτι τὸν ἀπατοῦσε;
— Πιστεύω, εἶπα μὲ
κάποιο σαρκασμό, ὅτι ἕνας τρόπος ὑπάρχει.
— Ὄχι, εἶπε ὁ συνοδός
μου· ὁ μυλωνᾶς ζοῦσε σὲ αὐτὸν τὸν μύλο μὲ τὴ γυναίκα του καὶ τὶς τρεῖς
κόρες τους. Μιὰ Κυριακὴ θὰ ρχότανε παπᾶς νὰ λειτουργήσει τὸ ἐκκλησάκι
ποὺ εἶναι ἀπέναντι. Οἱ κόρες τοῦ μυλωνᾶ ἀποφάσισαν νὰ πᾶνε νὰ
λειτουργηθοῦνε καὶ νὰ μεταλάβουν. Τὸ Σάββατο τὸ βράδυ ὅμως, ἔριξε
μιὰ φοβερὴ νεροποντὴ καὶ τὸ ποτάμι φούσκωσε καὶ κατέβασε. Τὰ κορίτσια
στενοχωριόντουσαν γιατὶ θὰ ἔχαναν τὴν ἐκκλησία. Τότε ὁ πατέρας
τους προσφέρθηκε νὰ τὶς περάσει αὐτὸς ἀπὸ τὸ ποτάμι, στοὺς ὤμους
του.
Ἔτσι κι ἔγινε. Βρῆκαν ἕνα
σημεῖο ποὺ τὸ ποτάμι πλάταινε ἀρκετά, ἄρα τὸ βάθος του ἦταν μικρό,
ἔπαιρνε μία-μία τὶς κοπέλες στὸν ὦμο καὶ τὶς περνοῦσε ἀπέναντι.
Ὑπομονετικὰ τὶς περίμενε
νὰ γυρίσουν ἀπὸ τὴν ἐκκλησία καὶ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ξαναπέρασαν
τὸ ποτάμι.
Ἡ ἀφήγηση εἶχε ἀρχίσει
νὰ κεντρίζει τὴν περιέργειά μου.
— Καὶ μετά; ρώτησα.
— Μετὰ γύρισε στὸ μύλο
καὶ ἔσφαξε τὴ γυναίκα του, γιατὶ κατάλαβε ὅτι τὸν ἀπατοῦσε.
— Καὶ πῶς τὸ κατάλαβε;
— Ἐδῶ σὲ θέλω· καταπῶς
εἶπε ὁ ἴδιος, ὅταν πῆρε στὸν ὦμο του τὴ δεύτερη κόρη, ὄχι τὴν πρώτη
ἢ τὴν τρίτη, τὴν ἔνοιωσε σὰ γυναίκα καὶ ἔβγαλε τὸ συμπέρασμα ὅτι
δὲν ἦταν ἀπὸ τὴ σάρκα του.
Πηγή: Μικρὲς
ἱστορίες γιὰ μιὰ χαμένη ὅραση (ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Ἀγρινίου,
2021).
Θανάσης Μανιφάβας (Ἀγρίνιο)
Ποίηση, πεζογραφία. Γιὰ τὸ βιβλίο του Μικρὲς ἱστορίες γιὰ μιὰ χαμένη ὅραση ὁ
συγγραφέας σημειώνει μεταξὺ ἄλλων τὰ ἑξῆς: «[…] Οἱ ἱστορίες
ποὺ θὰ ἀκολουθήσουν εἶναι μιὰ προσπάθεια χαρτογράφησης τῆς λαϊκῆς
ψυχῆς, ὅπως αὐτὴ ἀναδείχνεται ἀνόθευτα καὶ αὐθόρμητα στὶς ἁπλὲς
στιγμὲς τῆς καθημερινότητας. Εἶναι ὅλες ἀληθινὰ περιστατικά.
[…] Μετὰ τὴν ἐπικράτηση τοῦ ἀστικοῦ πολιτισμοῦ, ἄρχισε ἡ λεηλασία
τοῦ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ […] Στὸν ἑαυτό μου ἐπιφυλάσσω ἕνα ρόλο:
τοῦ ἁπλοῦ καταγραφέα ὁ ὁποῖος πρέπει νὰ δώσει στὸν ἀναγνώστη
καὶ κάποιες ἀπαραίτητες γιὰ τὴν κατανόηση πληροφορίες, μὲ τὴν
ἐλπίδα νὰ ἀποτελέσουν καὶ γιὰ τὸν ἀναγνώστη ἀσκήσεις εὐαισθησίας
καὶ εὐκαιρίες γαλβανισμοῦ τῆς ψυχῆς…» (red line agrinio, 2017)
Εἰκόνα: Τὸ σχέδιο εἶναι τοῦ Δημήτρη
Δήμα ἀπὸ τὴν πρωτότυπη εἰκονογράφηση γιὰ τὸ βιβλίο (μεικτὴ τεχνικὴ,
11,5Χ16,5 ἐκ.)
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου