Ενα από τα πιο καθοριστικά πρόσωπα της μουσικής παραγωγής της Μεταπολίτευσης και συνιδρυτής της Οπισθοδρομικής Κομπανίας μιλά στα «ΝΕΑ» για το πώς ανακάλυψε και έκανε τον πρώτο δίσκο της Ελευθερίας Αρβανιτάκη αλλά και δεκάδων άλλων καλλιτεχνών, όπως ο Ορφέας Περίδης, ο Σωκράτης Μάλαμας και ο Βαγγέλης Κορακάκης
Υπάρχει η ιστορία της ελληνικής μουσικής που αφορά το προσκήνιο, τα πρόσωπα του τραγουδιού, τους ερμηνευτές ή τους δημιουργούς. Υπάρχει και η παράλληλη ιστορία, οι πιο αθέατες όψεις της, το παρασκήνιο συναντήσεων, οραμάτων, θυσιών και εμμονών, όπου συχνά στο κέντρο του δεύτερου κύκλου συναντά κανείς φωτισμένα πρόσωπα της παραγωγής (Τ.Β. Λαμπρόπουλος, Πατσιφάς, Φαληρέας κ.ά.). Ο Αγγελος Σφακιανάκης ανήκει στον δεύτερο κύκλο και του χρωστάμε μεγάλους καλλιτέχνες που πρωτοάκουσε, πρωτοπίστεψε και τους πέρασε στη δισκογραφία. Ανήκει όμως και στον πρώτο κύκλο των δημιουργών με την Οπισθοδρομική Κομπανία που υπήρξε μία από τις καλύτερες κοινότητες συνέχισης του λαϊκού τραγουδιού και αναδιαπραγμάτευσης του γλεντιού του Νεοέλληνα τότε. Ο Σφακιανάκης είναι ένας άνθρωπος βαθιά βουτηγμένος στο τραγούδι αλλά και ένας διανοούμενος του χώρου, κοσμοπολίτης με καταγωγή απ’ το Κάιρο, με θητεία στο ελληνικό θέατρο, στην πολιτική των μεταπολιτευτικών χρόνων. Τώρα γράφεται η ιστορία αυτών των ανθρώπων.
Κύριε Σφακιανάκη, ξεκινώντας, θα ήθελα να σας πω πως σε αυτά τα παραπάνω από πέντε χρόνια που διατηρώ τη σειρά των συνεντεύξεων στα «ΝΕΑ» με τον τίτλο «4η Εντολή», συχνά, όταν συναντώ μουσικούς, δημιουργούς, ερμηνευτές, σας αναφέρουν και με τη βαρύτητα του ανθρώπου που τους πρωτοανακάλυψε ή τέλος πάντων πίστεψε πρώτος σε αυτούς. Τι είναι για εσάς τελικά το ένστικτο του παραγωγού;
Καλοσύνη τους. Κατ’αρχάς το scouting, η ιχνηλασία, δηλαδή η ανακάλυψη του «ταλέντου», είναι ένας από τους άσους που έχει στο μανίκι του ο παραγωγός. Δεν νομίζω ότι αυτό είναι ένστικτο. Σε εμένα ερχόταν σαν μια υπόγεια αναγνώριση συγγένειας. Συμπληρωνόταν από τον ενθουσιασμό που έχω από τη φύση μου. Με όλους όσους περιγράφετε λειτούργησε ένας νόμος έλξης που μας ώθησε να συναντηθούμε. Ηταν σαν να περιείχα κομμάτια τους κι εκείνοι δικά μου. Με αυτήν την προτροπή πορεύτηκα και έγινα πορτιέρης σε μια αόρατη πύλη που οδηγούσε στο μέλλον. Σε αρκετούς άνοιξα περισσότερες πόρτες.
Είναι σήμερα ένα βασικό θέμα στην ελληνική δισκογραφία η έλλειψη οράματος στο πεδίο των παραγωγών; Ή είναι πιο δομικό ακόμη;
Ολες οι εταιρείες που νομίζετε ότι είναι δισκογραφικές κάνουν άλλες «δουλειές». Ο φυσικός φορέας και η λιανική πώληση είναι καμένα δάση. Οι ψηφιακές πλατφόρμες είναι «Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει». Τα τραγούδια μας έχουν γίνει Αirbnb. Τα νοικιάζουν περαστικοί. Εχουν διαρραγεί οι συνεκτικοί ιστοί της κοινωνίας. Εχει εξατμιστεί η ομοθυμία. Οι ομάδες δύσκολα συντονίζονται. Ενα κίνημα ηττημένο, σχεδόν χωρίς ελπίδα. Στα μεσαία στρώματα επικρατεί το απεγνωσμένο «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Οι νέοι προτιμούν ρυθμικές καταγγελίες αντί να τραγουδούν. Οι αντιρρησίες κρατάνε έναν παλμό.
Το μίσος υποβόσκει και τυφλώνει. Σε αντίθεση με όσα λέει το τραγούδι του Αγγελάκα, δεν την ακούω την αγάπη.
Οι συναυλίες του Θανάση και του Σωκράτη, τα ρεμπέτικα και η αυθεντικότητα των παραδοσιακών εγκυμονούν ελπίδες. Εχει κατακερματιστεί το κοινό που ακούει και χαίρεται με τη μουσική και τα τραγούδια. Παραμένουν σε ενάργεια οι ομάδες που σωματοποιούν το τραγούδι. Οι χορευτές και τα πανηγύρια που ευτυχώς καλά κρατούν. Δεν νομίζω ότι θα υπάρξει σύντομα όραμα για το μεγάλο κοινό.
Εργαστήκατε δίπλα σε φωτισμένα πρόσωπα όπως ο Αλέκος Πατσιφάς. Πώς βρεθήκατε στη Lyra και τι κρατάτε από εκείνον και εκείνες τις ημέρες;
Ο Διονύσης Σαββόπουλος μας συνάντησε στην ταβέρνα του Κρητικού πίσω από το γήπεδο του Παναθηναϊκού. Δεν υπάρχει τώρα. Ημασταν τρεις νέοι πλανόδιοι μουσικοί με έξαλλη εμφάνιση και παίζαμε ρεμπέτικα. Εμμανουηλίδης, Στρατηγόπουλος, Σφακιανάκης. Του γυαλίσαμε και μας έκανε πρόταση συνεργασίας για τον χειμώνα. Ως τον χειμώνα η κομπανία είχε γίνει πενταμελής. Είχε συμπεριληφθεί ο Πέτρος Εξαρχάκος με το ακορντεόν του. Σαν τελευταίο μέλος προσκλήθηκε η Ελευθερία Αρβανιτάκη. Ο Σαββόπουλος μας έβαλε στο ασανσέρ της Lyra και μας γνώρισε τον Αλέκο Πατσιφά. Ηταν ένας διορατικός, φλεγόμενος αστός. Παρεμβατικός, αλλά με μας πολύ διακριτικός. Και στα καλλιτεχνικά, και στα οικονομικά. Είχε για δεξί του χέρι τον οικονομικό του υπεύθυνο, τον Κυριάκο Μαραβέλια, που έκανε «αντ’ αυτού» τα παζάρια. Muppet Show. Κατάλαβα το παιχνίδι τους και ζήτησα «προστασία» από τον Πατσιφά. Εκτοτε γίναμε φίλοι και με τον Μαραβέλια. Στον Πατσιφά είμαι ευγνώμων γιατί αυτός με έβαλε στην ευθύνη του παραγωγού. Ετσι μου έδωσε τη δυνατότητα να «σκηνοθετήσω» τον πρώτο δίσκο της Ελευθερίας. Ηταν μια καλή αρχή.
Μα, αν δεν απατώμαι, ξεκινήσατε ως ηθοποιός με σπουδές και με εμπλοκή στα θεατρικά του Βόλου. Εκεί υπήρξε μια φωτισμένη παρέα, με πρόσωπα όπως ο Σκυλοδήμος. Θέλετε να μας πείτε για εκείνη την περίοδο;
Σπούδασα στη Σχολή Κατσέλη και στο Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν. Από σπουδαστής δούλεψα στο θέατρο. Μικρό Θέατρο, Θέατρο Στοά, Θέατρο Τέχνης. Ηρθα σε επαφή με τον Χρήστο Λεοντή και έγινα μέλος της μουσικής του ομάδας από τη δικτατορία. Επαιξα σε ταινία του Δήμου Θέου. Μόλις αποφοίτησα το καλοκαίρι, συνεργάστηκα με το Ελεύθερο Θέατρο που ξαναθυμήθηκε το πολιτικό του πρόσωπο. «Η ιστορία του Αλή Ρέτζο». Εκεί μυήθηκα στην «ομαδική διαδικασία». Ημασταν νέοι, ζητούσαμε μια ανανέωση στα θεατρικά δρώμενα. Η αποκέντρωση ήταν το πρώτο ζητούμενο. Ετσι με μια ομάδα ομοϊδεατών πήγαμε στον Βόλο και με τη βοήθεια τοπικών προσωπικοτήτων στήσαμε τη Θεατρική Λέσχη Βόλου. Εκεί έζησα το θέατρο όπως το ονειρευόμουν. Ημασταν ένα θεατρικό κοινόβιο που έμενε στην «Αλλη Μεριά», σε ένα αρχοντικό του 1870. Αλλος έκανε το πρωινό για όλους, άλλος τη γυμναστική για όλους και άλλος έραβε κοστούμια. Ολοι ερωτευμένοι με όλα. Από το πρωί μέχρι το βράδυ το θέμα μας ήταν η ομάδα και η παράσταση. Ανεβάσαμε τον «Υπάλληλο» του Χουρμούζη στην αυλή του Αρχαιολογικού Μουσείου Βόλου που διηύθυνε ο Γιώργος Χουρμουζιάδης. Στην ομάδα εντάχθηκαν ο σκηνοθέτης Σπύρος Βραχωρίτης και ο τραγουδοποιός Λάκης Καραλής. Μας προσέγγισαν με ενδιαφέρον ο Μάνος Λοΐζος, ο Μάνος Ελευθερίου, ο Νίκος Σκυλοδήμος που ενσωματώθηκε στη δεύτερη φάση της ομάδας. Περιοδεύσαμε στις Σποράδες και στη Μαγνησία. Κάναμε λαϊκό θέατρο. Το παρουσιάσαμε σε πλατείες, αυλόγυρους εκκλησιών, σχολεία, καφενεία, νταλίκες και όπου αλλού χωρούσαμε. Παίξαμε για ένα παρθένο κοινό που πολλές φορές δεν είχε ξαναδεί θέατρο. Κουβαλούσαν μόνοι τους το κάθισμά τους. Στην Αλόννησο, θυμάμαι, όπου παίξαμε στην προκυμαία, έρχονταν με τα καΐκια και τις παραδοσιακές τους φορεσιές.
Ποιο το οριστικό ερέθισμά σας για να μπείτε στη μουσική; Παίζει κάποιο ρόλο και η Αίγυπτος;
Από μικρός, σε προσχολική ηλικία, στεκόμουν μπροστά στο ραδιόφωνο στο Κάιρο και τραγουδούσα τις ελληνικές αναμεταδόσεις. Η γιαγιά μου έλεγε πως θα γίνω ο Τζίμης Μακούλης. Οταν μετακομίσαμε στη Μανσούρα, έσβησαν οι ελπίδες μουσικής εκπαίδευσης. Δεν υπήρχε τίποτα. Είχαμε γεμίσει με τον αδελφό μου τους τοίχους του δωματίου μας με τα συγκροτήματα της εποχής. Αγοράζαμε 45άρια και τα καλοκαίρια κερδίζαμε διαγωνισμούς. Χορός και πινγκ – πονγκ στην ελληνική λέσχη. Τα ξένα τραγούδια έφθαναν πιο γρήγορα στην Αίγυπτο. Το ’67, μετά τον Πόλεμο των Εξι Ημερών, ήρθαμε στην Αθήνα και εκτός του bullying στο γυμνάσιο αντιμετώπισα και ένα πολιτισμικό σοκ… Στην οδό Πάρου, στην Κολιάτσου, κάναμε κατάληψη γιατί ήταν χωματόδρομος. Βάζαμε εμπόδια και έμοιαζε σαν να γίνονται έργα – το κάναμε εφηβική χαρά. Δανειζόμουν μια κιθάρα και μαθαίναμε τραγούδια με τον Εμμανουηλίδη που ήταν γείτονας. Μπερδεύτηκα με σχολικά συγκροτήματα και μετά με τον Λεοντή. Αργότερα στον Βόλο ξανασυνάντησα τον παλιό μου γείτονα, που πήγαινε στη Σκιάθο να δουλέψει μπάρμαν κρατώντας ένα τρίχορδο. Τον φιλοξένησα και παίξαμε το βράδυ ρεμπέτικα. Οταν επέστρεψα στην Αθήνα, το επαναλάβαμε. Μαζεύτηκε ένας βασικός πυρήνας και βγήκαμε σαν πλανόδια κομπανία πρώτη φορά στου Μπαρμπαγιάννη, στα Εξάρχεια. Σε αυτή την πρώτη ομάδα ήταν και η Θέκλα Τσελεπή, ο Κώστας Χρηστίδης και ο Εμμανουήλ Κουτσουρέλης.
Πώς ξεκινάει η περιπέτεια της Οπισθοδρομικής Κομπανίας και της Ελευθερίας Αρβανιτάκη; Συμβάλατε σε μια απενοχοποίηση του λαϊκού του ’60, νιώθω σήμερα, και αυτό σας το χρωστάμε. Π.χ., επαναφέρατε το γαβαλικό κλίμα – δηλαδή το ύφος και το κλίμα του μεγάλου τραγουδιστή Πάνου Γαβαλά – με τους «Γλάρους» και άλλα…
Τις ενοχές θα έπρεπε να τις είχαν οι εξουσίες για τη θεώρησή τους γι΄ αυτές τις μουσικές. Ο υπόλοιπος κόσμος τα τραγούδια αυτά πάντα τα τραγουδούσε. Εμείς σαν Οπισθοδρομικοί ντύσαμε με μπλουτζίν στιγμές του παρελθόντος. Ο Καζαντζίδης ή ο Γαβαλάς. Με έναν τρόπο βγάλαμε στο φως έναν μουσικό λαϊκό πολιτισμό που ήταν σαν να δικαίωνε και τους γονείς μας. Η περιπέτεια, όπως τα θυμάμαι, ξεκινά κάπως έτσι: ο Γιώργης Χριστοφιλάκης, θεατρικός συγγραφέας και ρεμπετοσυλλέκτης, με ενέταξε στον θίασο που θα ζωντάνευε το έργο του «Τσιρκολάνοι» στο Θέατρο Στοά. Ηταν κι ο Ασιμος στον θίασο. Ημασταν και οι δύο ηθοποιοί και μουσικοί του έργου. Ο Γιώργης εκείνη την περίοδο μου τροφοδότησε την αλφαβήτα του ρεμπέτικου σε κασέτες. Οταν γύρισα από τον Βόλο, βρεθήκαμε με τον Εμμανουηλίδη και μεταξύ γλεντιών και προβών δημιουργήθηκε αυτός ο περιπλανώμενος μουσικός θίασος που επανέφερε τον παλιό τρόπο επιβίωσης των ρεμπετών. Το «σφουγγάρι». Στη δική μας περίπτωση ήταν ένα καπέλο όπου μαζεύαμε την προσφορά των θαμώνων στις ταβέρνες. Αυτό το κάναμε για δύο χρόνια ώσπου σταθεροποιήθηκε η ομάδα σε τρίο. Με την πρόταση συνεργασίας του Σαββόπουλου είχαμε το πλεονέκτημα για να πεισθεί η τότε διστακτική γραμματέας που έπαιζε μπαγλαμά και τραγουδούσε σε παρέες ρεμπέτικα. Η Ελευθερία Αρβανιτάκη. Τη συναντήσαμε τυχαία στη Σκόπελο, θαμώνα σε ρεμπετάδικο. Αναγνώρισα αμέσως τη δυναμική τής φωνής της και είδα το άστρο που την οδηγούσε. Μια απολλώνια φωνή σε ένα διονυσιακό συγκρότημα. Είχε του κόσμου τα χαρίσματα. Ανοιξαν και οι ουρανοί και της έστρωσαν το κόκκινο χαλί.
Η Μεταπολίτευση ήταν εποχή κατά την οποία αναβίωσαν το ρεμπέτικο και το λαϊκό ή δεν συμφωνείτε με τον όρο «αναβίωση» αφού υπήρχαν ακόμη τότε ενεργοί μεγάλοι δημιουργοί και ερμηνευτές;
Σωστά το υποψιαστήκατε. Δεν συμφωνώ με τον όρο «αναβίωση». Οταν ξεκινήσαμε, ήταν ζώντες ο Βαμβακάρης, ο Παπαϊωάννου, ο Τσιτσάνης, ο Μπαγιαντέρας, ο Καπλάνης και τόσοι άλλοι. Εμείς κάναμε μια δεύτερη ανάγνωση στο υλικό τους. Δεν μας ενόχλησαν για τη νεανικότητα που τα ντύσαμε, ούτε για το πείραγμα του ρυθμού, ούτε για τις αρμονικές αλλοιώσεις. Αντιθέτως, μας ενθάρρυναν. Τις παρτίδες τις παίζαμε swing από το 1982 και έγιναν της μόδας πρόσφατα. Η χούντα δημιούργησε μια σωματική και ψυχική αγκύλωση με την κατάθλιψη που επέβαλε. Η κομπανία με τον διονυσιακό της οίστρο έκανε νέα βαφτίσια και κάλεσε την κοινότητα να κάνει αυτό που τραγουδούσε ο Τσιτσάνης, «κι όλοι τα χέρια σας μ’ αγάπη σφίχτε». Χόρεψαν χορούς κυκλωτικούς σαν να έλεγαν «Απεταξάμην»!
Μας αρέσουν οι ιστορίες: πείτε μας, αν θέλετε, πώς πρωτοσυναντάτε τον Βαγγέλη Κορακάκη, τον Σωκράτη Μάλαμα και τον Ορφέα Περίδη (μέσα από τους δεκάδες που πρωτοαναδείξατε). Από νεότερους, τον Θοδωρή Κοτονιά…
Οι ιστορίες που αφηγούμαι στην «Athens Voice», στη σελίδα «Παραπαραγωγικά», έφτασαν αισίως τις 50 και συνεχίζω. Εκεί λέω για την Ελευθερία, τον Καζούλη, τον Κορακάκη, τον Μάλαμα, τον Κότσιρα, τον Αλκίνοο και άλλες ενδιαφέρουσες περιπέτειες από την ένδοξη εποχή της δισκογραφίας. Τον Κορακάκη τον έψαξα και τον βρήκα γιατί άκουσα δύο μουσικές του και είπα αυτός έχει λαϊκή φλέβα και τον παρέσυρα στο στούντιο. Τον Μάλαμα τον έψαξα και τον βρήκα όταν μου έδωσε μια κασέτα του ο κοινός μας φίλος Βασίλης Καφούρος Zaheer. Ο Αρης Παυλής των ΝΑΜΑ ήρθε και με βρήκε στη Lyra. Αργότερα μου έστειλε τον Περίδη. Τον Θηβαίο μού τον έφερε σε κασέτα ο Αλέκος Βασιλάτος που παίζαμε μαζί. Τον Κότσιρα τον άκουσα σε ένα ρεμπετάδικο και τον έστειλα στη Ρεμπούτσικα. Τον Κοτονιά τον έψαξα αφού άκουσα δύο τραγούδια του για άλλη δουλειά και τον προέτρεψα να κάνουμε δίσκο. Επαιξε σημαντικό ρόλο ότι ήμουν ενεργός μουσικός. Εκτός των τραγουδιστών – τραγουδοποιών σύστησα και εξαιρετικούς μουσικούς.
«Τα σκυλιά της νύχτας» ήταν μια προφητική κριτική στις μεταλλάξεις του λαϊκού ή είχε και πιο αθώα ελατήρια;
Καθόλου προφητικό. Σουρεαλιστικό θα το έλεγα. Τότε τους μπουζουξήδες τούς είχαν σε μεγαλύτερη εκτίμηση. Επειδή τα περισσότερα σουξέ τα έγραφαν οι μπουζουξήδες. Στα νυχτερινά κέντρα ο πρώτος σολίστας ήταν ο μπουζουξής. Ο Εμμανουηλίδης συνέλαβε αυτήν τη σουρεαλιστική εικόνα όπου κερδίζει το λαχείο και τους παίρνει μαζί του στο πλοίο, αλλά να μην παίζουν. Να περνάνε απλώς καλά. Με αυτόν τον τρόπο τιμωρούσε τη μειωμένη εκτίμηση που είχε διαμορφωθεί για αυτούς τους ήρωες του λαϊκού πολιτισμού. Σαν γουέστερν. Και τα σκυλιά της νύχτας να μείνουν χωρίς τους μπουζουξήδες και χωρίς τα σουξέ τους. Φαντάζομαι ότι γνωρίζετε ότι το μπουζούκι πλέον εξοστρακίζεται από τα ραδιόφωνα και οι μεγάλοι μπουζουξήδες παίζουν πια σε μικρά στέκια. «Τα σκυλιά» ήταν στον δίσκο «SANTE». Στον δεύτερο δίσκο των Οπισθοδρομικών. Εμμανουηλίδης, Παπαδόπουλος, Σφακιανάκης. Μετά τη διάλυση της κομπανίας ο δημιουργικός πυρήνας της επανασυντάχθηκε και το συγκρότημα έκανε πολλές εμφανίσεις και δύο δίσκους.
Εχετε για χρόνια το label του Μικρού Ηρωα. Ευδοκιμεί σήμερα μια κουλτούρα μικρών μα δυναμικών ετικετών και πώς ακριβώς δουλεύετε εσείς πάνω σε αυτό;
Σε μια εποχή στην οποία έχει κατεδαφιστεί η λιανική πώληση, όλη η δράση γίνεται στο Διαδίκτυο. Υπάρχει μια τάση οι καλλιτέχνες είτε να εμπιστεύονται μικρές εταιρείες για να έχουν ζωντανή σχέση ή να τα ανεβάζουν μόνοι τους. Ο Μικρός Ηρως πράττει το κατά δύναμιν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου