ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ τῶν συνταξιούχων, ἕνας γέρος ἀσφαλιστικὸς
ὑπάλληλος ποὺ τὸν λέγαν Μοντέστο Σβάμπα, ζήτησε τὸ λόγο. «Ἀγαπητοί φίλοι, ὅλοι ξέρετε
τί συμβαίνει τώρα στὸν κόσμο. Πρόκειται γιὰ κάτι καινούργιο καὶ καταπληχτικὸ
ποὺ δὲν ἔχει ξαναγίνει. Δὲν ἔχει καμιὰ σημασία ποὺ εἴμαστε στὴ δύση
τῆς ζωῆς μας, ἀντιθέτως, γιὰ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο, ὅ,τι γίνεται
μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ μᾶς χρησιμεύσει ὡς παράδειγμα.» Ἕνα βουητὸ ποὺ δήλωνε ἀπορία
κι ἀμηχανία ὑψώθηκε στὴν αἴθουσα ὅπου βρίσκονταν τουλάχιστον
δεκαπέντε χιλιάδες “Μαθουσάλες”. Τί εἴδους ἀνοησίες ξεστόμιζε
ὁ γερὸ-Σβάμπα, ποὺ ἦταν συνηθισμένος νὰ ζωηρεύει μὲ τὶς πιὸ ἀλλόκοτες
προτάσεις τὶς ἐτήσιες συγκεντρώσεις; Ὡστόσο, δὲν τὸν διέκοψε κανείς. « Τὸ καινούργιο δεδομένο στὴν ἱστορία, ἀπ’ ὅ,τι φαίνεται, εἶναι τὸ ἑξῆς. Ἀρκεῖ ἡ ἀποφασιστικὴ κίνηση μερικῶν χιλιάδων θαρραλέων καὶ βίαιων νεαρῶν, κατὰ τὰ ἄλλα ἄοπλων, γιὰ νὰ φέρουν σὲ κρίση τὴν κυβέρνηση ἑνὸς ἰσχυροῦ ἔθνους δεκάδων καὶ δεκάδων ἑκατομμυρίων κατοίκων. Κι αὐτὸ τὸ καταφέρνουν γιατί ἔχουν κοινὴ βούληση καὶ σταθερότητα στὸ σκοπό τους. Θὰ μοῦ πεῖτε: ἡ ἀστυνομία, ἡ διοίκηση, τὰ σώματα ἀσφαλείας. Εἴδατε πόσο μετρᾶνε! Οἱ πιὸ αὐταρχικοὶ καὶ ἀλαζονικοὶ πολιτικοὶ μπροστά σε αὐτὸ τὸ κύμα νεότητας ποὺ δὲν διαθέτει, παρόλα αὐτά, οὔτε ἅρματα μάχης, οὔτε ἀεροπλάνα, οὔτε βόμβες, οὔτε κὰν σουγιάδες, κατέβασαν τὰ βρακιά τους, καὶ συγχωρέστε με γιὰ τὴν ἄκομψη ἔκφραση.» «Και τί θέλουν αὐτοὶ οἱ νεαροί;»
συνέχισε ὁ Σβάμπα, ὁρμητικός, πρὶν ἀκόμα κανεὶς βρεῖ τὴν εὐκαιρία
νὰ διαφωνήσει μαζί του. «Τί θέλουν; Τί ἀντιπροσωπεύουν; Ὁ σκοπός
τους εἶναι πολὺ ξεκάθαρος: ὁλικὴ ἀμφισβήτηση. Θέλουν ἂν διαλύσουν
ὅλα αὐτὰ ποὺ σήμερα εἶναι ὁ σκελετός, ἐνδεχομένως σάπιος, τῆς κοινωνίας,
τὸν χωρισμό της σὲ τάξεις, τὶς ἀδικίες, τὸ ψέμα, τὶς ἀπάνθρωπες συνθῆκες
ἐργασίας, τὰ προνόμια, τὴν σκλαβιὰ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἐντάσσεται, ὅπως
λένε οἱ ἴδιοι, σὲ ἕναν μηχανοποιημένο κόσμο, καταπιεστικό, ἰσοπεδωτικό,
ποὺ κυριαρχεῖται ἀπὸ σκονισμένα ἀπολιθώματα, πιὸ παλιὰ ἀπὸ ἐμᾶς.
Καὶ θὰ τὰ καταφέρουν, νὰ εἶστε σίγουροι πὼς θὰ τὰ καταφέρουν. Πεῖτε
μου, μὲ ποιόν τρόπο μποροῦμε νὰ τοὺς σταματήσουμε;» Πῆρε ἀνάσα, ἔπεσε παράξενη
σιωπή. Τὸν κοιτοῦσαν ὅλοι καταπληχτοι. «Μά εἶναι νέοι!», ξανάρχισε.
«Παρόλο τὶς καλές τους προθέσεις, δὲν μποροῦν νὰ γνωρίζουν τὴν ζωή. Ἐμεῖς,
ἀντιθέτως, δυστυχῶς τὴν γνωρίζουμε. Αὐτοὶ μάχονται γιὰ ἕνα ἰδανικό,
τρελὸ καὶ ἀκαθόριστο ἴσως, ὡστόσο συναρπαστικό. Ἀλλά, σᾶς ρωτῶ,
εἶναι, πραγματικά, ὁλικὴ ἡ ἀμφισβήτησή τους; Γιατί, ἀφοῦ διαθέτουν
ἀκατανίκητη δύναμη ἐπιβολῆς, δὲν τὴν στρέφουν ἐναντίον τοῦ χειρότερου
κακοῦ των ἀνθρώπων; Τί σόι ἀμφισβήτηση εἶναι αὐτή, ἂν ἀδιαφορεῖ
γιὰ τὴν πιὸ τρομερὴ ἀδικία; Γιατί δὲν βάζουν τὸν θάνατο στὸ πρῶτο
πλάνο αὐτῆς τῆς ὁλικῆς ἀμφισβήτησης; Μόνο κοινωνικὲς ἀνισότητες,
ὑποδούλωση τῶν μαζῶν, καὶ ἀκαδημαϊκὲς μεταρρυθμίσεις! Ὁ θάνατος,
αὐτὸς βέβαια εἶναι ἡ μάστιγα ποὺ προσβάλλει, ἀπ’ τὴν ἀρχὴ τοῦ χρόνου,
τὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου.» Ἀκούστηκαν σκόρπια γελάκια. Ἀκούστηκε
ἀκόμη κι ἕνα σφύριγμα. Οἱ ὑπόλοιποι ἔμειναν σιωπηλοί. Κρεμόντουσαν
ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ Σβάμπα. Πού, ἀμέσως μετά, εἶπε: «Μὰ μποροῦμε
νὰ ἀπαιτήσουμε ἀπὸ αὐτούς, ποὺ δὲν ἔχουν βγεῖ καλὰ-καλὰ ἀπὸ τὸ αὐγό
τους, ὑπέροχοι νεανίσκοι, ἂν θέλετε, μὰ ἀναπόφευκτα ἄπειροι καὶ
ἀδαεῖς νὰ ὑποβάλλουν αὐτὸ τὸ ὑπέρτατο αἴτημα; Μποροῦμε νὰ τρέφουμε
αὐταπάτες ὅτι αὐτοὶ θὰ ἀμφισβητήσουν, καὶ θὰ ἀπομακρύνουν, τὸν
πιὸ θλιβερὸ νόμο ποὺ ἔχει κυβερνήσει ἀνελέητα τὸν κόσμο; »Ὦ, ἀγαπητοὶ φίλοι, ἀντιλαμβάνεστε
τί θαυμάσια εὐκαιρία παρουσιάζεται σὲ μᾶς, τοὺς παπποῦδες, τοὺς
πρὸ-παπποῦδες ὅσο εἴμαστε ἀκόμα ζωντανοὶ καὶ κύριοι τοῦ ἐαυτοῦ
μας; Ἀρκεῖ μιὰ παραδειγματικὴ κίνηση καὶ ἑκατομμύρια πλάσματα
στὴ δύση τῆς ζωῆς τους θὰ ἑνωθοῦν μὲ μᾶς. Ἀντιλαμβάνεστε ὅτι εἶναι
στὸ χέρι μας νὰ ἀλλάξουμε ριζικὰ τὸν ροῦ τῆς ἱστορίας; Κατάληψη!
Κατάληψη! Κατάληψη στὰ νοσοκομεῖα! Κατάληψη στὰ κοιμητήρια! Ἂς
ἐμποδίσουμε, γιὰ πρώτη φορά, ἐπιτέλους, τὸν ἐρχομὸ τοῦ θανάτου!» Ἀκούστηκε ἕνα στεντόρειο οὐρλιαχτό,
ἂν καὶ κομμάτι βραχνό, ἀπὸ χιλιάδες γέρους. Ὁ σπόρος τῆς ἐξέγερσης
εἶχε σπαρθεῖ. Ἡ ταχτικὴ συνέλευση μετατράπηκε σὲ ἕνα καζάνι ποὺ
ἔβραζε. Φαινόντουσαν ἀλλοπαρμένοι. «Κατάληψη! Κατάληψη!» οὐρλιάζανε. Ἡ πομπὴ ξεκίνησε κατὰ τὶς ἑπτὰ
τὸ βράδυ ἀπὸ τὸ θέατρο Μάγκνουμ, ὅπου ἦταν ἡ ἕδρα τῆς συνέλευσης:
σὲ τάξη, ἀτάραχοι, ὁ ἕνας δίπλα στὸν ἄλλο, μὲ σταθερὸ καὶ σίγουρο
βῆμα. Μὲ μαγικὸ τρόπο ξεπρόβαλαν ἀπὸ τὴν κοσμοπλημμύρα πλακὰτ καὶ
πανό: «Ἀρκετὰ μὲ τὸν θάνατο! Ζήτω ἡ ἀληθινὰ ὁλικὴ ἀμφισβήτηση!
Νὰ φύγει γιὰ πάντα ἡ καταραμένη Κυρία!*» Ἤρθανε φωτογράφοι, ρεπόρτερ,
σχολιαστὲς τῆς τηλεόρασης μὲ μπλὲ φορτηγά. Τὸ νέο διέτρεξε τὴν χώρα
καὶ τὸν κόσμο. Εὐτυχῶς, ὁ καιρὸς ἦταν καλοκαιρινός.
Οἱ Μαθουσάλες εἶχαν σχηματίσει ἕναν ἀδιάσπαστο κλοιὸ περιφρούρησης
γύρω ἀπὸ τὸ μεγαλύτερο νοσοκομεῖο. Δὲν εἶχαν μαχαίρια, οὔτε πιστόλια,
οὔτε ὁπλοπολυβόλα, μερικοὶ μόνο κρατοῦσαν κανένα μπαστούνι. Ἀνάφτηκαν
φωτιές. Ἕνας σεβαστὸς μουσικὸς σὲ βαριετὲ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς Ἰνὲς
Λίντελμπα, αὐτοσχεδίασε ἕναν πολὺ ὡραῖο ὕμνο. Τὸ ρεφρὲν ἔλεγε:
«Θ’ ἀλλάξει θ’ ἀλλάξει ἡ μοίρα μας, χορτάσαμε πιὰ θάνατο!» Ἕνας κιθαρίστας,
ποὺ τὶς καλὲς ἐποχὲς εἶχε δουλέψει στὴν ὀρχήστρα τοῦ Τζὰκ Χίλτον, τὸν
διασκεύασε σὲ σέϊκ. H νύχτα ἔπεσε καὶ οἱ γέροι μέσα στὴν ἔξαλλη
χαρά τους χόρευαν μὲ ἔκσταση. Κατὰ τὶς ἕντεκα καὶ μισὴ ἔφτασε
πετώντας, ἀπὸ τὴν Σαμαρκάντη, μὲ τὴν ταχύτητα τῆς σκέψης, ἡ τρομερὴ
Κυρία. Ἐκείνη τὴν νύχτα ἔπρεπε νὰ πάρει ἀπὸ τὸ νοσοκομεῖο καμιὰ
εἰκοσαριὰ ζωές. Βέβαια φοροῦσε ροῦχα γιατροῦ, ἦταν ντυμένη ἁπλά,
ἀλλὰ ξεχώριζε. Δοκίμασε νὰ μπεῖ ἀπὸ τὴν κύρια εἴσοδο. Ἐδῶ, γιὰ κακή
της τύχη, βρισκόταν ὁ Σβάμπα, ποὺ τὴν ἀναγνώρισε μὲ τὴν πρώτη ματιά.
Χτύπησε συναγερμός. Ἡ ἄτυχη γυναίκα σπρώχτηκε ἔξω μέσα σὲ ἕνα
καταιγισμὸ ὕβρεων. Στοὺς θαλάμους τοῦ νοσοκομείου,
οἱ βοηθοὶ καὶ οἱ νοσοκόμες ποὺ περιμένανε ἀπὸ λεπτὸ σὲ λεπτό το
τέλος τοῦ ἑτοιμοθάνατου γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ πᾶνε νὰ κοιμηθοῦν, εἴδανε
τοὺς κατάκοιτους νὰ ἀνασηκώνονται στὸ μαξιλάρι τους καί, πράγμα ἀπίθανο,
νὰ ξεχειλίζουν ἀπὸ ζωὴ καὶ νὰ ζητᾶνε ἕνα πιάτο ταλιατέλες μὲ
σκόρδο. Θάνατοι ποὺ κλινικὰ ἦταν περισσότερο ἀπὸ σίγουροι, ξαφνικὰ
καταλήγανε σὲ ἀστραπιαία ἀνάρρωση. Ἀπὸ τὴ μεριά της, Ἐκείνη*, προστατευόταν στὴ σκιὰ ἑνὸς
ἐργοταξίου ἐκεῖ κοντά, ξεφύλλιζε νευρικὰ τὶς σημειώσεις της, κάνοντας
ἕναν ἔλεγχο στὶς ἀναρίθμητες νυχτερινές της ὑποχρεώσεις. Τί νὰ
κάνει; Νὰ καταφύγει στὴ δύναμη γιὰ νὰ ἐμποδίσει τοὺς γέρους; Ἤξερε
ὅτι δὲν ἦταν καθόλου δημοφιλής, αὐτὸ τῆς ἔλειπε μόνο γιὰ νὰ γίνει
ἐντελῶς μισητή. Μέσα σὲ τόση ἀπέχθεια θὰ δυσκολευόταν νὰ ζήσει. Ἀφοῦ ὑπολόγισε τὰ ὑπὲρ καὶ τὰ
κατά, ἔφυγε, γιὰ νὰ βρεῖ τὴ νυχτερινή της λεία σὲ ἄλλα μέρη, σίγουρα
δὲν θὰ ξέμενε ἀπὸ δουλειά, ποτὲ δὲν εἶχε ξεμείνει . Μὲ τὴ σημερινὴ ἀνάπτυξη τῶν ἐπικοινωνιῶν,
δὲν χρειάστηκε πολὺ χρόνος γιὰ νὰ τὸ πληροφορηθεῖ ὁλόκληρη ἡ χώρα.
Πρόσωπα ὑψηλὰ ἱστάμενα —ποὺ δὲν χρειάζεται νὰ ἀναφέρουμε τώρα—,
ἐξέδωσαν εὐχετήριες διακηρύξεις μὲ μεγαλοπρεπὲς ὕφος, προσπαθώντας
μὲ κάποιο τρόπο νὰ ἐπωφεληθοῦν καὶ οἱ ἴδιοι, ἔστω καὶ ἐλάχιστα, ἀπὸ
αὐτὴν τὴν συντριπτικὴ νίκη· τὰ μυαλὰ τοῦ κόσμου ἄρχισαν νὰ παίρνουν
ἀέρα. Εἶχε λοιπὸν ἀποδυναμωθεῖ ἡ αἰώνια καταδίκη του ἀνθρώπου; Μόνο πού, μόλις μαθεύτηκε, συγκλήθηκε
ἡ συνέλευση τῶν διαμαρτυρόμενων φοιτητῶν στὴν αἴθουσα συνελεύσεων
τοῦ πανεπιστημίου. Δὲν εἶχαν τίποτα μαζί τους ποὺ κατέβηκαν ξανὰ
στὸ δρόμο, μόνο μιὰ πολὺ δικαιολογημένη ἀνησυχία. Ἂν αὐτοὶ οἱ
διαολεμένοι γέροι ἐμπόδιζαν τὴν δραστηριότητα τοῦ θανάτου, κανένας
τους δὲν θὰ “ἔφευγε” πιά, ὁ πληθυσμὸς θὰ ἔφτανε σὲ τρομαχτικὰ νούμερα,
θὰ ἦταν ἀδύνατον νὰ τὸν θρέψεις, ὄχι μόνο δὲν ἐπαρκοῦσαν οἱ σημερινοὶ
διαθέσιμοι πόροι, ἀλλὰ δὲν θὰ ἔφταναν οὔτε καὶ μὲ αὐτοὺς ποὺ οἱ ἴδιοι,
οἱ νεαροὶ φοιτητές, θὰ ἐφοδίαζαν τὸν κόσμο λόγω τῆς ὁλικῆς ἀμφισβήτησης.
Ἔπρεπε νὰ λάβουν τὰ μέτρα τους. Νά την λοιπὸν ἡ μαινόμενη πομπὴ
ποὺ κινεῖται ἀπὸ τὸ πανεπιστήμιο μὲ κατεύθυνση τὸ κεντρικὸ νοσοκομεῖο.
Κι ἐκεῖ οἱ δυὸ “παρατάξεις” παίρνουν τὴ θέση τους ἡ μιὰ ἀπέναντι στὴν
ἄλλη: οἱ γέροι παραταγμένοι γύρω ἀπὸ τὸ νοσοκομεῖο, οἱ νέοι ἀκριβῶς
μπροστά τους, καμιὰ πενηνταριὰ μέτρα μακριά. Ἀρχίζουν νὰ ἀνταλλάσουν
ἄγριες μπηχτές: «Σαράβαλα, στὸ λάκκο σας! Νεκροθάλαμοι! Σάπιοι! Ἐχθροὶ
τοῦ ἐργαζόμενου λαοῦ!» Ὁ Σβάμπα γύρναγε ἐδῶ κι ἐκεῖ
προσπαθώντας νὰ ἐμψυχώσει τοὺς σαστισμένους συντρόφους του. Κι αὐτὸς
ὅμως ἦταν χλωμός, ξαφνικὰ αἰσθανόταν κουρασμένος καὶ ἀποθαρρυμένος.
Μὲ ὀδυνηρὸ φθόνο ἔβλεπε τοὺς νεαροὺς μὲ τὰ ἀθλητικὰ σώματα ποὺ
στέκονταν ἐμπρός του: κακοί, σκληροί, κουρελῆδες, ἄπληστοι, μὲ γένια,
ἀνηλεεῖς, ὡστόσο σκανδαλιστικὰ νέοι! Ποιός εἶχε δίκιο; Ἐκείνη τὴ στιγμή, πέρα ἀπὸ τὸ
φράχτη ποὺ σχημάτιζαν οἱ φοιτητές, πῆρε τὸ μάτι του Ἐκείνη, τὴν περιβόητη,
ποὺ ἔχοντας γυρίσει ἀπὸ τὴν Γῆ τῆς Φωτιᾶς, γυρόφερνε μπᾶς καὶ βρεῖ
κάποιο πέρασμα. «Ἔ, ἔ, Κυρία» τῆς φώναξε ὅσο
πιὸ δυνατὰ μποροῦσε. Κι ἐκείνη γύρισε. Προχώρησε, ἀφήνοντας τοὺς δικούς
του. Πέρασε ἀνάμεσα ἀπὸ τοὺς φοιτητές, ποὺ φαινόντουσαν ἔκπληκτοι,
πῆγε πιὸ πέρα, τὴν ἔφτασε. «Ἐμπρός, κοντέσα», τῆς εἶπε μὲ ἕνα
πικρὸ κι ὡραῖο χαμόγελο, πιάνοντας τὴν ἀπὸ τὸ χέρι. «Ἐδώ εἶμαι.
Σᾶς παρακαλῶ, πάρτε με μακριὰ ἀπὸ δῶ.» * Σημ. μτφ.: Ὁ θάνατος στὴν ἰταλικὴ
γλώσσα εἶναι γένους θηλυκοῦ. «Ἐδῶ εἶναι Κυρία».
Πηγή: ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγημάτων Le notti difficili (Οἱ δύσκολες νύχτες),
Mondadori, Milano,1971.
Ντίνο Μπουτζάτι (Dino Buzzati) (San
Pellegrino di Belluno, 1906 – Milano, 1972). Σπούδασε Νομικὰ καὶ ξεκίνησε
τὴν δημοσιογραφική του δραστηριότητα δουλεύοντας στὴν ἐφημερίδα Corriere della Serra,
τὴν ὁποία δὲν ἐγκατέλειψε ὣς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Ἦταν ἐπίσης ζωγράφος,
σκηνογράφος καὶ μουσικός. Γνώστης τῆς κεντροευρωπαϊκῆς λογοτεχνίας
καὶ τῆς σκανδιναβικῆς μυθολογίας ἐπηρεάστηκε πολὺ ἀπὸ τὸν Κάφκα.
Μετὰ τὴν ἐμπειρία του στὴν Αἰθιοπία ἔγραψε τὸ πιὸ διάσημο βιβλίο
του Ἡ ἔρημος τῶν Ταρτάρων τὸ ὁποῖο
μεταφράστηκε σὲ πολλὲς γλῶσσες. Στὰ διηγήματά του ξεχωρίζει ὁ ὑπερρεαλιστικὸς
μύθος τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου ποὺ περιστοιχίζεται ἀπὸ προβλήματα
γιὰ τὰ ὁποῖα δὲν μπορεῖ νὰ βρεῖ λύση. Ἀπὸ μιὰ ἄποψη, εἶναι ἕνας συγγραφέας
πολὺ ρεαλιστικὸς μὲ διεισδυτικὴ ματιὰ στὴν ἀνθρώπινη μοναξιὰ
καὶ ἀγωνία. Πραγματεύεται θέματα καὶ συναισθήματα ὅπως ὁ φόβος
τοῦ θανάτου, ἡ μαγεία, τὸ μυστήριο, ἡ ἀναζήτηση τοῦ ἀπόλυτου καὶ
τοῦ μεταβλητοῦ καὶ τὸ ἀναπόφευκτο τῆς μοίρας. Ἡ τελευταία εἶναι
συχνὰ ἡ πρωταγωνίστρια τῶν διηγημάτων του, αἰνιγματικὴ καὶ παντοδύναμη
καὶ κάποιες φορὲς σαρκαστική. Ἕνας ἀπὸ τοὺς λίγους στὴν Ἰταλία
ποὺ προήγαγε τὴν φανταστικὴ λογοτεχνία. Στὸ συγκεκριμένο διήγημα,
χρησιμοποιεῖ τὸ φανταστικὸ γιὰ νὰ καταδυθεῖ στοὺς μεγαλύτερους
φόβους καὶ ἐφιάλτες τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς ποὺ ταλανίζεται ἀπὸ τὶς
ἴδιες της τὶς ἀντιθέσεις. Δεῖτε καὶ τὸ ἀφιέρωμα τοῦ ἱστολογίου μας στὸν
συγγραφέα.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰταλικά:
Πέτρος Φούρναρης (Ἀθήνα, 1963). Διήγημα,
μετάφραση. Σπούδασε στὴν Ἀνωτάτη Γεωπονικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν. Ζεῖ
μὲ τὴν οἰκογένειά του στὴ Λέρο, τὸ νησὶ τῆς καταγωγῆς του, ὅπου ἐργάζεται
ὡς γεωπόνος στὸ Κρατικὸ Θεραπευτήριο Λέρου καὶ τὶς ἐλεύθερες ὧρες
του γράφει διηγήματα. Πεζά του ἔχουν δημοσιευτεῖ στὸ περιοδικό Ἔκφραση Λόγου καὶ Τέχνης,
στὸ περιοδικό Πλανόδιον (τχ.
37, Δεκέμβριος 2004) καὶ στὸ Ἱστολόγιο Πλανόδιον
– Ἱστορίες Μπονζάι («Συμφιλίωση» καὶ «100%»),
ἐνῶ μεταφράσεις του στήν Ἐπιθεώρηση
Λεριακῶν Μελετών τοῦ Ἱστορικοῦ Ἀρχείου Λέρου. Γιὰ
τὸ ἱστολόγιό μας ἐπιμελήθηκε τὰ ἀφιερώματα στοὺς Ἰταλοὺς συγγραφείς Ντίνο Μπουτζάτι καὶ Τζιανρίκο Καροφίλιο. Τελευταῖο του
βιβλίο ἡ συλλογὴ διηγημάτων Οἱ
Γρίλιες (ἐκδ. Βακχικό, 2020).
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου