ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΕΛΕΓΕ «Τί ὡραία παπούτσια».
Τὸ βρῆκε σημειωμένο στὸ θαμπὸ ἀπ’ τὴ συμπύκνωση τῶν ὑδρατμῶν παράθυρο
τοῦ καθιστικοῦ, κι ἦταν γραμμένο μ’ ἕνα εἶδος ἐπιπόλαιης χάρης,
σὰν πινελιὲς στὸ μέγεθος δακτύλου ποὺ γλιστρᾶ. Δοκίμασε νὰ τὸ
σβήσει, ἀλλὰ ἡ παλάμη της ἐπέστρεψε στεγνή. Ἀκόμα κι ἔτσι, τῆς πῆρε
λίγη ὥρα νὰ καταλάβει τί εἶχε συμβεῖ. Τὸ μήνυμα στὸ τζάμι –δὲν ἐξηγεῖται
ἀλλιώς– ἦταν γραμμένο ἀπ’ τὴν ἐξωτερικὴ πλευρά. Τὸ διαμέρισμά
της βρισκόταν στὸν δέκατο ἕκτο ὄροφο· δὲν εἶχε μπαλκόνια, δὲν ὑπῆρχαν
κὰν περβάζια. Πῶς στὸ καλὸ εἶχε βρεθεῖ τὸ μήνυμα ἐκεῖ, ποιὸς μπορεῖ
νὰ τὸ εἶχε ἀφήσει, τῆς ἦταν ἀδύνατον νὰ καταλάβει. Ὁ ἥλιος πῆρε
τὴν ἀνιούσα, φέρνοντας μαζὶ τὴ ζέστη τοῦ πρωινοῦ, καὶ οἱ λέξεις
χάθηκαν, ἔγιναν ἀέρας μπροστὰ στὰ μάτια της. Τὸ δεύτερο μήνυμα ἔφτασε
λίγους μῆνες ἀργότερα: «Τί ὡραία παπούτσια» – κι ἦταν γραμμένο
μ’ ἐκεῖνο τὸν εὐχάριστα στρογγυλεμένο γραφικὸ χαρακτήρα, ὅπως
τὴν πρώτη φορά. Ἀκούμπησε τὸ μάγουλό της στὸ παράθυρο ἀναζητώντας
κάποιου εἴδους κρεμαστὴ πλατφόρμα, ἕνα ἐλαστικὸ σκοινί, σκαλωσιὲς
ἢ σημάδια ἀπὸ βεντοῦζες, μὰ τὸ μόνο ποὺ τῆς ἐπιφύλαξε ἡ πρόσοψη
ἦταν γυαλὶ καὶ μέταλλο. Τὸ τρίτο μήνυμα ἐμφανίστηκε
στὶς ἀρχὲς τοῦ ἑπόμενου χειμώνα· τὴν περίμενε ὑπομονετικὰ στὴν
πάχνη πάνω ἀπ’ τὸν νεροχύτη, ὅσο ἐκείνη ἐπλένε τὰ πιάτα. Οἱ λέξεις,
ἴδιες κι ἀπαράλλαχτες –«Τί ὡραία παπούτσια»– παραλίγο νὰ διαφύγουν
τῆς προσοχῆς της· ὁ γκρίζος οὐρανὸς στὸ φόντο εἶχε τὴ μαρμάρινη ἀπόχρωση
τοῦ πάγου. Τὰ μηνύματα νούμερο τέσσερα,
πέντε, ἕξι καὶ ἑπτὰ κατέφθασαν ἕνα ζεστὸ Ἀπριλιάτικο ἀπόγευμα
μὲ διαφορὰ λίγων λεπτῶν· ξεθώριαζαν, ἀντικαθιστώντας τὸ ἕνα
τ’ ἄλλο, σὰν ρυθμικὴ ἀνάσα: «Τί ὡραία παπούτσια», «Τί ὡραία παπούτσια»,
«Τί ὡραία παπούτσια», «Τί ὡραία παπούτσια». Εἶχε πλέον μετακομίσει
σ’ ἕνα διαμέρισμα στὸν τρίτο ὄροφο ἑνὸς κτιρίου δίχως ἀσανσέρ,
ποὺ κάποτε χρησίμευε ὡς σχολεῖο. Ὁ καινούργιος της φίλος, ὑποχρεωμένος
λόγω τῆς ἀπόστασης τῆς δουλειᾶς του νὰ ξυπνᾶ μία ὥρα νωρίτερα ἀπὸ
κείνη, τῆς ἄφηνε συχνὰ σημειώματα, ἄλλοτε στὸν πάγκο τῆς κουζίνας
κι ἄλλοτε στὸν ἀσπροπίνακα, μὰ τὰ ὀρνιθοσκαλίσματά του οὐδεμία
σχέση εἶχαν μὲ τοῦτες τὶς διατυπώσεις, τόσο ρευστὲς καὶ σκανταλιάρικες,
ποὺ τὴν εἶχαν ἀκολουθήσει μὲς στὴν πόλη. Δὲν ἦταν ἀπὸ ἐκεῖνον, ἦταν
βέβαιη. Αὐτὸ ποὺ εἶχε ἀρχίσει νὰ ὑποψιάζεται ἦταν ὅτι τὰ
μηνύματα θὰ τὴ συνόδευαν σ’ ὁλόκληρη τὴ ζωή της. Ὅτι μέχρι καὶ
τὴ μέρα ποὺ θὰ πέθαινε, κάποιο φάντασμα, κάποιος θεός, κάποιος
δαίμονας ἴσως, δὲν θὰ ἔπαυε νὰ βρίσκει τὰ παπούτσια της ὡραία. Κι
ὅτι ἀκόμα κι ἂν μεσολαβοῦσαν ἕντεκα σπίτια καὶ διαμερίσματα,
ἑκατοντάδες ξενῶνες καὶ σουίτες ξενοδοχείων, ἑπτὰ φίλοι, δύο
σύζυγοι, καὶ πολλὰ τετραγωνικὰ μέτρα τζάμι, δὲν θὰ ἔνιωθε ποτὲ
σίγουρη γιὰ τὸ ἂν τὸ μήνυμα εἶχε τὴ χροιὰ φιλοφρόνησης ἢ προσβολῆς.
Ἡ φράση της θύμιζε κάτι ἔμμεσα σχόλια ποὺ κάνουν τὰ κορίτσια στὴν
ἐφηβεία, ὅταν πασπαλίζουν τὶς μπηχτές τους μὲ τὴν ἀπαραίτητη
γλύκα γιὰ ν’ ἀκουστοῦν σὰν κολακεῖες. Κάθε φορὰ ποὺ πήγαινε νὰ ψωνίσει
παπούτσια, ἀναρωτιόταν τὸ ἴδιο πράγμα: Μὰ τὰ βρίσκει στ’ ἀλήθεια
ὡραῖα;
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου