Στὸν ποιητὴ Δημήτρη Παπακωνσταντίνου
ΜΕ ΞΥΠΝΗΣΑΝ βελάσματα προβάτων ποὺ περνοῦσαν
ἔξω ἀπ’ τὸ παράθυρό μου. Ἀπόρησα ποῦ βρέθηκαν τόσα πρόβατα ἐδῶ,
γιατί ζῶ σὲ μιὰ μεγαλούπολη. Ὅταν ἄνοιξα τὰ μάτια, διαπίστωσα πὼς
δὲν ἤμουν ξαπλωμένος στὸ ζεστὸ κρεβάτι μου, ἀλλὰ στεκόμουν καταμεσῆς
τοῦ δρόμου, κυκλωμένος ἀπὸ ἕνα κοπάδι. Δεκάδες πρόβατα, μὲ χαμηλωμένα
κεφάλια, βάδιζαν πρὸς μία κατεύθυνση. Χωρὶς νὰ τὸ πολυσκεφτῶ, τὰ ἀκολούθησα.
Σιγὰ σιγὰ ἔβαλα τὶς σκέψεις
μου σὲ τάξη. Μελέτησα τὰ δεδομένα καὶ κατέληξα στὸ συμπέρασμα
πώς, προφανῶς, ἤμουν βοσκὸς καὶ αὐτὸ ἦταν τὸ κοπάδι μου. Περίεργο,
γιατί τόσα χρόνια νόμιζα πὼς ἤμουν δάσκαλος. Μὰ νὰ ποὺ γελάστηκα!
Πολλὰ αὐτοκίνητα ποὺ ἀκολουθοῦσαν
ἄρχισαν νὰ κορνάρουν ἐπίμονα. Ἤθελαν νὰ περάσουν. Τὸ φανάρι εἶχε,
ἀπὸ ὥρα, ἀνάψει πράσινο καὶ εἶχαν προτεραιότητα. Τάχυνα τὸ βῆμα
μου. Σκέφτηκα πὼς ὡς βοσκὸς ὀφείλω νὰ προπορεύομαι τοῦ κοπαδιοῦ
μου γιὰ νὰ τὸ κατευθύνω σωστά.
Λίγα μέτρα παρακάτω διέκρινα
ἕναν ἄντρα. Φοροῦσε κάπα, κρατοῦσε μιὰ γκλίτσα καὶ σαλαγοῦσε τὰ
πρόβατα. Ἄρα ὑπῆρχε κι ἄλλος ποιμένας, βοηθός μου προφανῶς. Ἐκεῖνος
προχωροῦσε ἀνέμελος, χωρὶς νὰ τὸν ἀπασχολοῦν τὰ ἐπίμονα κορναρίσματα
τῶν αὐτοκινήτων καὶ χωρὶς νὰ ἀγχώνεται. Σκέφτηκα πὼς αὐτὸ ἦταν ἀνεύθυνο
ἀπὸ μέρους του.
Ἔκανα νὰ τὸν φωνάξω καὶ νὰ τοῦ
πῶ νὰ βιαστοῦμε νὰ βάλουμε τὸ κοπάδι μας σὲ μίαν ἄκρη, γιατὶ ἐμποδίζει
τὴν κυκλοφορία.
«Ἐι, φίλε!» ἔκανα νὰ πῶ, μὰ ἀπ’
τὸ λαρύγγι μου βγῆκε μόνο ἕνα πελώριο «μπέ».
Πηγή: Ἐσύ,
ἀγόρι μου, δὲ θὰ μάθεις ποτὲ νὰ γράφεις… ὄμορφες περιλήψεις. 77 μικροδιηγήματα
(flash fiction), Ἐκδόσεις Ἀροθυμία, Δεκέμβριος 2019.
Βασίλης Γεργατσούλης. Δάσκαλος,
φιλόλογος καὶ διδάκτορας Λαογραφί-ας Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Ἔχει γράψει
μυθιστορήματα, διηγήματα, ποιήματα καὶ παραμύθια. Βιβλία του: Ἡ αναρά (μυθιστόρημα,
Σύγχρονη εποχή, 2005), Καιροί
σκεφτικοί (ποίηση, 24 Γράμματα), Ἡ λειτουργικότητα τοῦ ἀνεκδοτολογικοῦ λόγου στὴν
κοινωνία τῆς Καρπάθου (δοκίμιο, Ἐντύποις, 2019), κ.ἄ
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου