Διήγημα με θέμα το Απαρτχάϊντ στη Νότια Αφρική
.
ΔΟΥΛΕΥΕ μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του,
τὸν θυρωρὸ στὸ συγκρότημα
τῶν κατοικιῶν ποὺ μέναμε, τὸ ὁποῖο, ὅπως ὅλα τῆς περιοχῆς τῶν λευκῶν, κάλυπτε περιφερειακὰ ἕνα οἰκοδομικὸ τετράγωνο καὶ στὸ ἐνδιάμεσο κενὸ διέθετε μεγάλο κῆπο. Ἐρχόταν τὸ πρωὶ κι ἔφευγε τὸ βράδυ μαζί του. Ὁ Καύκα ἔκανε τὰ θελήματα τῶν ἐνοίκων. Συνήθως οἱ μεγάλοι τὸν ἔπαιρναν μαζί
τους στὴν μαρκέτα, ὅπου περίμενε ἀκίνητος, ὡς ὄφειλε, στὴ γωνία, μέχρι νὰ τελειώσουν γιὰ νὰ κουβαλήσει ὅλα τὰ ψώνια. Ἄλλοτε τὸν ἔστελναν νὰ πετάξει τὰ σκουπίδια. Καθημερινὰ εἶχε νὰ ταΐσει τὶς χελῶνες, τοὺς παπαγάλους, τὰ παγώνια καὶ τὶς πάπιες τοῦ κήπου μας καὶ ὁπωσδήποτε
νὰ περιποιηθεῖ τὰ δέντρα καὶ τὰ λουλούδια. Ὅταν δὲν εἶχε τί νὰ κάνει κούρνιαζε κάτω ἀπὸ τὴν τυφλὴ κουπαστὴ τῆς σκάλας ποὺ ὁδηγοῦσε στὸν ἀκάλυπτο.
Καὶ περίμενε. Ἀπὸ τὸ παράθυρό μου παρακολουθοῦσα τοὺς ἀεικίνητους βολβούς του στὸ σκοτάδι.
Ὅταν ἤμουν ἄρρωστη ἢ ἔκλεινε τὸ σχολεῖο, ξέφευγα ἀπὸ τὴν τροφό
μου, τρύπωνα κάτω ἀπὸ τὴν κουπαστὴ καὶ περίμενα
μαζί του. Ἔβγαζα κι ἐγὼ τὰ παπούτσια μου καὶ τὰ ἄφηνα ἔξω ἀπὸ τὴν κρυψώνα. Μὲ τὸν καιρὸ μὲ ἄφησε νὰ κάθομαι κοντά του, μέχρι ποὺ ἔφτασα νὰ ἀκουμπῶ τὸ μπράτσο μου στὸ μπράτσο του.
Ὅσο περιμέναμε νὰ τὸν φωνάξει κάποιος, προσπαθοῦσα νὰ συγχρονίσω τὴν κίνηση τῶν βλεφάρων μου καὶ τὴν ἀναπνοή μου
μὲ τὴ δική του. Παρατηροῦσα τὰ δάχτυλα. Τὰ νύχια. Τὸ σχῆμα τῶν ποδιῶν του, μὲ τὶς ὧρες. Ἔψαχνα νὰ ἐντοπίσω σημάδια
ἀπὸ χτυπήματα στὶς κνῆμες, συγκρίνοντάς τες μὲ τὶς δικές μου, ποὺ οἱ μελανιὲς ἦταν ἐμφανεῖς καὶ μετρήσιμες. Ὅσο περιμέναμε, σταυρώναμε τὶς παλάμες μας καὶ τὶς ἀκουμπούσαμε στὰ λυγισμένα γόνατά μας. Ὅταν μυρμήγκιαζαν τὶς τινάζαμε
μὲ ἕναν ἀλλοπρόσαλλο
βουβὸ σπασμὸ τοῦ κεφαλιοῦ καὶ τῶν χεριῶν μας. Ἔπειτα μέναμε πάλι ἀκίνητοι πνίγοντας τὰ γέλια μας.
Ἕνα πρωί, ὁ πατέρας του, ὁ θυρωρός μας, κατέβηκε ἀθόρυβα τὴ σκάλα ἀπὸ πάνω μας κι
ἔχωσε ξαφνικὰ τὸ κεφάλι του
μέσα στὴν κρυψώνα μας. Μᾶς τσάκωσε νὰ περιμένουμε κουρνιασμένοι στὸ σκοτάδι, τὸ μπράτσο του νὰ ἀκουμπάει τὸ δικό μου. Μᾶς κόπηκε ἡ ἀνάσα ταυτόχρονα, ἀλλὰ παραμείναμε ἀκίνητοι κι ἑνωμένοι, ὅσο τὸν κατσάδιαζε στὰ σουαχίλι.
Ἀπὸ τὴν ἑπόμενη μέρα δὲν τὸν ξαναέφερε
μαζί του. Λίγες ἑβδομάδες μετά, σηκώθηκα ἥσυχα ἕνα πρωὶ νωρίτερα ἀπὸ τοὺς γονεῖς μου καὶ ἤπια μονορούφι τὸ ρὸζ σιρόπι γιὰ τὸ βήχα ποὺ βρῆκα στὸ μπάνιο μας. Στὸ νοσοκομεῖο μᾶς μετέφερε ὁ θυρωρός μας, ὁδηγώντας, ὁ τρελός, χωρὶς ἄδεια τὸ αὐτοκίνητό
μας..
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Δήμητρα Χριστοδούλου (Γιοχάνεσμπουρκ, 1971) Ἀπόφοιτη Ἑλληνικοῦ Ἀνοικτοῦ Πανεπιστημίου, Τμῆμα Ἀνθρωπιστικῶν Σπουδῶν, Εὐρωπαϊκὸς Πολιτισμός.
.
planodion | 19 Σεπτεμβρίου 2014,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου