Του Γιώργου Λαμπράκου,ΠΗΓΗ BOOKPRESS
ΣΧΟΛΙΟ
ΟΙΚΟΛΟΓΕΙΝ :
Το βιβλίο του Στέφανου Τραχανά , περί του οποίου το άρθρο του Γιώργου
Λαμπράκου, αναδεικνύει όρους όπως «υγιής σκεπτικισμός» ή «αντιδογματικός
χαρακτήρας της επιστήμης». Στο όλο όμως ζήτημα
πρέπει να διαχωρίζεται η έννοια της «επιστήμης» από τον «επιστήμονα» : Το «επίστασθαι», μπορεί να χαρακτηρίζει κάποιες
γνωσιολογικές κινήσεις ανθρώπων που δεν ασχολούνται τόσο συστηματικά και σε εύρος
με την επιστήμη κάποιου τομέα, ώστε να θεωρηθούν επιστήμονες. Και αντίστοιχα, ένας
«επιστήμονας» ενδέχεται να λανθάνει και να μην «επίσταται» ενός ζητήματος.
Το βέβαιο ακόμη είναι ότι δεν υπάρχει σαφής διάκριση επιστημόνων και μη επιστημόνων,
αλλά μεταξύ εμπειρικής ή εικαζόμενης γνώσης και «συστηματικά» ή επαγωγικά δομούμενης. Και ακόμη βέβαιο είναι ότι η διεκδίκηση
προνομιακής θέσης κάποιων επιστημόνων στον δημόσιο διάλογο, υπονομεύει την ίδια την
γνωσιολογική αναζήτηση και δημιουργεί δομές «ιερατείου». Τέλος και σημαντικότερο
όλων, μια δήλωση του Κλωντ Λεβύ Στρως στην ωριμότητά του : Η γνώση είναι μια
νησίδα μέσα στον ωκεανό της άγνοιας που μας περιβάλλει ! Το μέλλον των επιστημονικών προτάσεων υπόκειται
πάντα σε μια αβεβαιότητα, που πρέπει να κάνει επιφυλακτικούς τους «επιστημονιζόμενους»
κάθε είδους….
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΟΣ :
Στην
«Εγκυκλοπαίδεια Δομή», μία από τις πληρέστερες σύγχρονες εγκυκλοπαίδειες που
αποτελείται από 30 τόμους άνω των 800 σελίδων ο καθένας (συν έξι καταπληκτικούς
τόμους για την Ελλάδα και τον Αρχαίο Κόσμο), το λήμμα «Δαρβίνος, Κάρολος»
καταλαμβάνει το πολύ δύο σελίδες, στον 7ο τόμο, ενώ το λήμμα «εξέλιξη» είναι ελάχιστα
μεγαλύτερο. Το γεγονός ότι επιφυλάσσονται τόσο λίγες σελίδες για τον θεμελιωτή
της μοναδικής έγκυρης επιστημονικής ιδέας για την καταγωγή και την πορεία της
ζωής στον πλανήτη μας (της εξέλιξης μέσω φυσικής επιλογής) είναι κάπως
απογοητευτικό.
Ωστόσο, θα ήταν σφάλμα να επιρρίψει κανείς την
ευθύνη στην ίδια την εγκυκλοπαίδεια, η οποία απλώς αντανακλά τον πολιτισμό,
εντός του οποίου υπάρχει και διαδίδει τις πληροφορίες της.
Σύμφωνα με
στατιστικά στοιχεία, η αποδοχή του δαρβινισμού και της εξελικτικής βιολογίας ως
βάσεων για την επιστημονική κατανόηση του ανθρώπου είναι λίγο πάνω από 50% στην
Ελλάδα, όταν στις βορειοευρωπαϊκές χώρες η αποδοχή ξεπερνά το 80%. Αυτό
σημαίνει πως δύο αιώνες μετά τη γέννηση του Δαρβίνου, σχεδόν ένας στους δύο
Έλληνες εξακολουθεί να πιστεύει πως ήρθε στον κόσμο κατόπιν απόφασης κάποιου
Θεού ή άλλων υπερβατικών δυνάμεων, πως είναι απαράλλαχτος απόγονος του Αδάμ και
της Εύας, και πως δεν έχει καμιά συγγένεια με τα (άλλα) ζώα – θα θεωρεί μάλλον
τυχαίο το γεγονός ότι το ανθρώπινο έμβρυο έχει βραγχιακές σχισμές και ουρά.
Γιατί
πολλοί άνθρωποι αρνούνται την επιστημονική σκέψη;
Γιατί
συμβαίνει αυτό; Γιατί τόσοι άνθρωποι
απορρίπτουν κάθε επιστημονική απόδειξη, κάθε εμπειρικό δεδομένο και πιστεύουν
ακράδαντα σε κάθε τύπου ανορθολογικές δυνάμεις και ιστορίες; Γιατί τόσοι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο φοβούνται/ υποτιμούν/
αρνούνται την επιστήμη σε θεωρητικό επίπεδο, ενώ στην πράξη –στην καθημερινή
τους ζωή– καλοδέχονται (έως και επιζητούν με μανία) όλα τα τεχνοεπιστημονικά
επιτεύγματα, από τις ηλεκτρικές συσκευές και τα γρήγορα μέσα μεταφοράς μέχρι
την υπερσύγχρονη ιατρική περίθαλψη και την τελευταία λέξη των υπολογιστών; Η
ευσύνοπτη μελέτη Το φάντασμα της όπερας: η
επιστήμη στον πολιτισμό μας του γνωστού καθηγητή φυσικής
Στέφανου Τραχανά προσφέρει ορισμένες εξαιρετικά ενδιαφέρουσες
απαντήσεις.
Ο καθηγητής επιστρατεύει μια ωραία μεταφορά για
να φανερώσει την κεντρική θέση του: όπως το «φάντασμα της όπερας», από το
γνωστό ομώνυμο μιούζικαλ, είναι μεν κρυμμένο αλλά ελέγχει τα τεκταινόμενα στη
σκηνή, έτσι και στον σύγχρονο κόσμο, ένα οιονεί φάντασμα λαμβάνει δύο μορφές με
τις οποίες κινεί τον κόσμο: η μία μορφή αφορά τη φύση (το φάντασμα είναι
συγκεκριμένα η «αρχή της αβεβαιότητας») και η άλλη τον πολιτισμό (το φάντασμα
είναι γενικότερα η επιστήμη, που ναι μεν αλλάζει τον κόσμο, αλλά πολλοί
άνθρωποι δεν εμφορούνται από το αντιδογματικό πνεύμα της). Όπως επισημαίνει
ωραία ο καθηγητής: «Το πνεύμα της επιστήμης είναι κλεισμένο στο υπόγειο.
Απολαμβάνουμε τη "μουσική" αλλά δεν θέλουμε να βλέπουμε το πρόσωπο
του συνθέτη».
Η
επανάσταση της αβεβαιότητας
|
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, ο συγγραφέας θα
ασχοληθεί με τον θεμελιώδη νόμο της φυσικής του μικρόκοσμου, την αρχή της
αβεβαιότητας του Χάιζενμπεργκ, ή αρχή της απροσδιοριστίας, που ανακαλύφθηκε το
1927. Πρόκειται για το πιο παράξενο φαινόμενο που έχει παρατηρηθεί ποτέ (και το
οποίο μελετά η κβαντομηχανική). Με γοητευτικό και απολύτως κατανοητό τρόπο, ο
καθηγητής εξηγεί τα μυστήρια της αρχής της αβεβαιότητας: τους συμπαντικούς
όρους της ισχύος της, τη σχέση ανάμεσα στην απροσδιοριστία της θέσης και την
απροσδιοριστία της ταχύτητας των σωματιδίων, την ενέργεια και τις μεταβολές
της, κ.α. Αφού εμείς είμαστε εκ των πραγμάτων φορείς και αποτέλεσμα της
θεμελιώδους αρχής της αβεβαιότητας, άραγε αυτή ορίζει την ύπαρξή μας
αποκλειστικά; Όχι, την ορίζει ως έναν βαθμό, απαντά ο καθηγητής: τα βασικά πνευματικά και υπαρξιακά μας ερωτήματα (νόημα
της ζωής, ελευθερία ή μη της βούλησης, ηθική στάση κ.ά.) θα τα πραγματεύονται
πάντοτε καλύτερα η τέχνη και η φιλοσοφία.
Στο ίδιο μέρος του βιβλίου, ο καθηγητής
συνεχίζει την ξενάγησή μας στον άλλοτε εξωτικό και άλλοτε οικείο τόπο της
νεότερης επιστήμης. Με την ανέκαθεν πιο σαγηνευτική μορφή του διαλόγου και όχι
του αυστηρού δοκιμίου, εξηγεί τη μαθηματικοποίηση της φυσικής και την ανάπτυξη
της πειραματικής μεθόδου, την παράδοση του Γαλιλαίου ο οποίος ενοποίησε τον
γήινο και τον επουράνιο κόσμο (συνέβαλε στη λεγόμενη «εκκοσμίκευση των
ουρανών»), την ιδέα της νομοκρατούμενης φύσης την οποία οι Νέοι Χρόνοι
παρέλαβαν από την αρχαιοελληνική σκέψη (όπως και τα δύο κεντρικά ερωτήματα της
φυσικής: τι είναι η ύλη και ποιοι είναι οι νόμοι της κίνησής της), καθώς και
την ατομική υπόθεση («η ατομική δομή της ύλης θεωρείται η σημαντικότερη ιδέα
στην ιστορία της φυσικής») η οποία επιβεβαίωσε τον Δημόκριτο και τους άλλους
ατομιστές και κατέρριψε την αριστοτελική ιδέα ότι «η φύση απεχθάνεται το κενό»
(ενώ, απεναντίας, το λατρεύει: «είμαστε κατά 99,99999...% άδειοι! Κενός
χώρος»).
Ποιο είναι όμως το γνωσιοθεωρητικό, το
επιστημολογικό «ζουμί» αυτών των ανακαλύψεων; Ότι ο δογματισμός των
επιστημόνων, ναι μεν ορισμένες φορές οδηγούσε στην επιστημονική πρόοδο, αλλά
τις περισσότερες φορές ανανέωνε πλάνες που δεν άφηναν ανοιχτό το πεδίο έρευνας,
πλάνες τυφλές απέναντι στα νέα δεδομένα, πλάνες τυφλωτικές. Εδώ, η ιστορία και
φιλοσοφία των επιστημών διδάσκει πως απαιτείται κάθε φορά μια νέα θεωρία για να
ιδωθεί ο κόσμος με νέα μάτια. Και το πέρασμα από την παλιά στη νέα θεωρία, η
αλλαγή Παραδείγματος σύμφωνα με τον Τόμας Κουν, ήταν και είναι επώδυνο – συχνά
και αιματηρό.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, ο καθηγητής
αφήνει τη διαλογική μορφή και ασχολείται, σε πέντε περιεκτικά δοκίμια, με την
πρόσληψη της επιστήμης από τον σύγχρονο πολιτισμό. Μετά την επιστημονική
επανάσταση του 17ου αιώνα, η επόμενη σημαντικότερη είναι ασφαλώς η δαρβινική,
ενώ στον 20ό αιώνα έχουμε τη σχετικότητα, την κβαντομηχανική, τη μοριακή
βιολογία κ.ά. Τα στατιστικά στοιχεία που δίνονται στο βιβλίο επιβεβαιώνουν τις
πηγές μας: η πίστη στη
θρησκεία, στην παραεπιστήμη και σε παραφυσικά φαινόμενα εξακολουθεί να αγγίζει
δυσθεώρητα ύψη σε αρκετά ανεπτυγμένα κράτη («Ο Δαρβίνος δεν έχει αισθητά
περισσότερους φίλους στην Ελλάδα απ' ό,τι στις ΗΠΑ!»), ενώ περιττό να
μιλήσουμε για χώρες του δεύτερου και τρίτου κόσμου. Εντέλει, συμπεραίνει ο
καθηγητής, το εκπαιδευτικό σύστημα έχει αποτύχει να ανεβάσει το φάντασμα της
όπερας από το υπόγειο στην κεντρική σκηνή: αντί να ζούμε σε μια «ευφυή
δημοκρατική κοινωνία» με όχημα την «εύλογη αμφιβολία», ερχόμαστε επανειλημμένα
αντιμέτωποι με «τον φανατισμό και τη μισαλλοδοξία».
Αυτό
γίνεται φανερό στο έλλειμμα ανθρωπιστικής παιδείας του σύγχρονου «τεχνικού της
επιστήμης», που επειδή δεν είναι διανοούμενος, δυσκολεύεται να διαδώσει στην
κοινωνία το πνεύμα του ανεκτικού και υγιούς σκεπτικισμού. Μετά το 1940,
περάσαμε το «απαγορευμένο σύνορο», αφού η πυρηνική ενέργεια, «η γενεσιουργός
αιτία της ζωής στο σύμπαν», είναι πλέον η βασική απειλή για την αυτοκαταστροφή
μας. Από δω και στο εξής, σύμφωνα με τον συγγραφέα, ο επιστήμονας είναι
υποχρεωμένος να προκρίνει την «ηθική αξία της επιστήμης»: οφείλει να μεταδίδει
στην ευρύτερη κοινωνία τον «βαθύτατα αντιδογματικό χαρακτήρα της επιστήμης»,
την ιδέα ότι δεν υπάρχει η απόλυτη αλήθεια, αλλά ότι κάθε «αλήθεια» πρέπει να
δοκιμάζεται εμπειρικά με όσο το δυνατόν πιο ανοιχτό πνεύμα. Μόνο αυτό το πνεύμα
μπορεί να οδηγήσει σε μια λιγότερο φανατική κοινωνία.
Επιστήμη
- αλήθεια - δημοκρατία: μια ευαίσθητη αλυσίδα
Τα συμπεράσματα του καθηγητή, που διαπνέονται
από το ποπεριανό πνεύμα της ανοιχτής και ελεύθερης κοινωνίας, μας βρίσκουν εν
γένει σύμφωνους. Η επιστήμη είναι ασφαλώς με το μέρος της αλήθειας – εξάλλου,
ακόμα και οι πιο διαπρύσιοι εχθροί του Δυτικού πολιτισμού αξιοποιούν με κάθε
ευκαιρία τα τεχνοεπιστημονικά επιτεύγματά του για να προσπαθήσουν να τον
συντρίψουν: οι τζιχαντιστές πολεμούν με αγορασμένα ή κλεμμένα Δυτικά όπλα, όχι
με προσευχές στον Μωάμεθ. Θρησκείες και πολιτικές ιδεολογίες πράγματι
εμφορούνται από ένα πνεύμα πολύ πιο δογματικό, σε σχέση με την «επιστημονική
νοοτροπία», που διαθέτει «ανοιχτή σκέψη», εξού και συχνά διώκεται απηνώς από
ολοκληρωτικά καθεστώτα (αξίζει να θυμηθούμε την άνοδο και την πτώση της
«σοβιετικής γενετικής» – ωσάν οι νόμοι της γενετικής να αλλάζουν από χώρα σε
χώρα). Ο εμπειρισμός και η φυσιοκρατία είναι πράγματι καλύτεροι οδηγοί στη ζωή,
σε σχέση με τις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες: όταν αρρωσταίνουμε, μας
θεραπεύει ο ειδικευμένος γιατρός στο υπερσύγχρονο νοσοκομείο, όχι τα ξόρκια του
μάγου ή οι γονυκλισίες στον Ύψιστο. Όποιος αμφιβάλει για αυτό, ας τολμήσει να
απορρίψει την πρώτη λύση κι ας δοκιμάσει μόνο τη δεύτερη.
Ωστόσο, το πράγμα είναι δυστυχώς πιο περίπλοκο.
Τι γίνεται, για παράδειγμα, με την εικόνα του μεγάλου επιστήμονα, πλην όμως
βαθιά θρήσκου και συγχρόνως θιασώτη ανορθολογικών εξηγήσεων; Πώς εξηγούμε τον Κέπλερ που
ασχολείται με τον αποκρυφισμό, τον Νεύτωνα που καταγίνεται με τις αλχημείες
του, τον καλόγερο Μέντελ που ανακαλύπτει τις αρχές της βιολογικής κληρονομικότητας,
ή τον Λεμέτρ, που πρώτος αναπτύσσει στον πίνακα τις εξισώσεις του για τη Μεγάλη
Έκρηξη και τη διαστολή του σύμπαντος φορώντας το ιησουίτικο ράσο; Μπορεί
τα ποσοστά των θρήσκων να είναι μειωμένα στον επιστημονικό χώρο, αλλά δεν είναι
αμελητέα. Επιστήμη και θρησκεία αλληλοσυγκρούονται, αλλά δεν αλληλοαναιρούνται
κατ' ανάγκην. Αυτό ισχύει ακόμα και για τον δαρβινισμό, αφού έχουν υπάρξει
επιφανείς εξελικτικοί βιολόγοι (Θ. Ντομπζάνσκι, Φρ. Αγιάλα) που είναι
θρησκευόμενοι.
Μιλώντας γενικότερα, δεν μπορούμε να
συμπεράνουμε αβίαστα ότι η πίστη σε κάθε τύπου ανορθολογικές δυνάμεις
περιορίζεται σε άτομα ελλιπούς παιδείας και καλλιέργειας, τα οποία αν είχαν (ή
μόλις αποκτήσουν) το αντιδογματικό πνεύμα της επιστήμης, θα γίνονταν αυτομάτως
ανοιχτόμυαλοι και ανεκτικοί άνθρωποι. Ορθολογικές και ανορθολογικές εξηγήσεις
για τον κόσμο και τον άνθρωπο ανέκαθεν συνυπήρχαν και συνέπρατταν. Και, παρά τη
σταδιακή επικράτηση των ορθολογικών επί των ανορθολογικών εξηγήσεων μετά την
Αναγέννηση και ιδίως μετά τον Διαφωτισμό, δεν έχουμε κανέναν βάσιμο λόγο να
θεωρούμε πως η συνύπαρξη των μεν και των δε, όχι μόνο στις λαϊκές μάζες αλλά
ακόμα και στον νου των μεγαλοφυών, δεν θα εξακολουθήσει στο μέλλον.
Τι κάνουμε λοιπόν αν ο άνθρωπος είναι το ζώο το
δημιουργημένο να μη μπορεί να ξεφεύγει ποτέ από τους ευσεβείς πόθους και τα
ζωτικά του ψεύδη; Άραγε είμαστε βέβαιοι πως ο άνθρωπος που εμφορείται από
επιστημονική νοοτροπία έχει λιγότερη βούληση για δύναμη; Μήπως είναι ένας ακόμα
μύθος η ιδέα ότι η επιστήμη, που έχει καταρρίψει όλους τους μύθους, οδηγεί
οπωσδήποτε –ακόμα κι αν διαδοθεί το αντιδογματικό πνεύμα της– σε έναν πιο
ανεκτικό κόσμο; Μήπως το
επιστημονικό πνεύμα ενέχει μια διαφορετική μορφή φανατισμού, πιο κρυφού και
συνεπώς πιο πονηρού, οπότε η διάδοση του επιστημονικού πνεύματος δεν συμβαδίζει
απαραίτητα με τη διάδοση του ηθικού πνεύματος;
Η ακόλουθη συνεπαγωγή (αντιδογματισμός της
επιστήμης – διάδοση του υγιούς σκεπτικισμού της επιστήμης σε όλους τους
ανθρώπους – δημιουργία ανεκτικών και δημοκρατικών κοινωνιών – περισσότερη ελευθερία
και ειρήνη στον κόσμο) είναι μεν εύλογη και καλοδεχούμενη, αλλά σπάνια: η
συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων δεν δύναται να την υλοποιήσει. Εντούτοις,
το σπάνιο είναι ωραίο: εξού και το φιλελεύθερο ηθικό και στοχαστικό πρόταγμα
του καθηγητή, γλαφυρά διατυπωμένο καθώς είναι σε αυτό το βιβλίο, αξίζει να
διαδοθεί.
Ο ΓΙΩΡΓΟΣ
ΛΑΜΠΡΑΚΟΣ είναι
συγγραφέας και μεταφραστής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου