Στὸν Hendrix
Ο ΔΙΑΔΡΟΜΟΣ ἀνάμεσα στοὺς βράχους εἶναι
στρωμένος μὲ ἕνα ἀφρᾶτο χαλὶ ἀπὸ χιόνι. Πλησιάζεις καὶ βλέπεις πὼς
κι οἱ ψηλοὶ αὐτοὶ βράχοι δὲν εἶναι παρὰ τεράστιοι σταλαγμῖτες σχηματισμένοι
ἀπὸ πάγο. Προχωρᾶς στὸν χιονισμένο διάδρομο ἀνάμεσά τους καὶ καθρεφτίζεσαι
στὰ παγωμένα τείχη ποὺ χτίζονται ἀκόμα – μιὰ σταγόνα τὴ φορά. Δίπλα
σου, καθρεφτίζεται καὶ μιὰ ὁλόμαυρη γάτα ποὺ σὲ ἀκολουθεῖ ἐδῶ καὶ
ἀρκετὸ καιρό. Ὅσο πηγαίνεις πρὸς τὰ μέσα, ὁ ἀέρας σφυρίζει μιὰ διακριτικὴ
μελωδία. Τὰ πόδια σου βουλιάζουν στὸ χιόνι καὶ κρατοῦν τὸν ρυθμὸ στὸ
σφύριγμα, σπάζοντας ταυτόχρονα ἀμέτρητες, μοναδικὲς χιονονιφάδες.
Τὰ βήματα τῆς γάτας δὲν ἀκούγονται καθόλου, εἶναι τόσο ἐλαφρὺ τὸ
πάτημά της ποὺ ἴσα ποὺ ἀφήνει μερικὰ χνάρια στὸ χιόνι. Μόνο ἡ ἀντανάκλαση
στὸν πάγο θυμίζει τὴν ὕπαρξή της. Στὸ τέλος τοῦ διαδρόμου, οἱ σταλαγμῖτες
ἔχουν σχηματίσει ἕναν θόλο ποὺ μοιάζει μὲ μεγάλη σπηλιά. Μπαίνεις
μέσα κι ἀλλάζει ὁ ρυθμός, τώρα ἀκοῦς τὰ βήματά σου νὰ τρίζουν ταράζοντας
τὸ χῶμα καὶ τὶς πέτρες. Ἡ γάτα, ἀκόμα ἀθόρυβη. Στὸ κέντρο τῆς σπηλιᾶς
βρίσκεται ἕνα κουτί, τὸ περιεργάζεσαι καὶ φαίνεται ὅτι τὸ περιεχόμενό
του λείπει ἀπὸ καιρό. Τὸ γυρίζεις ἀνάποδα καὶ πέφτει σκόνη. Τίποτα
καὶ στὸ κάτω μέρος, εἶναι ἕνα ἁπλὸ ξύλινο κουτί. Τὸ ἀφήνεις ξανὰ
κάτω. Ἡ γάτα πλησιάζει γιὰ νὰ τὸ περιεργαστεῖ. Τὸ κενό του τὴν τραβάει
σὰν μαγνήτης, πατάει τὸ ἕνα της πόδι καὶ βεβαιώνεται ὅτι εἶναι
σταθερό. Μὲ μιὰ γρήγορη κίνηση μπαίνει μέσα, ἀφήνει ἕνα κελαηδιστὸ
νιαούρισμα χαρᾶς καὶ στρογγυλοκάθεται. Τώρα, τὸ μόνο ποὺ ἀκούγεται
εἶναι τὸ γουργουρητό της.
Καμία γάτα δὲν ἀντιστέκεται σὲ ἕνα ἄδειο κουτί, ἀκόμα
κι ἂν αὐτὸ εἶναι τόσο-δά-μικρὸ καὶ ἐκείνη θεόχοντρη. Οἱ γάτες ἔχουν
ἐξαιρετικὴ ὅραση, ἀναγνωρίζουν τὸ ἴδιο ἄδειο κουτὶ μὲ τὸ σκιερὸ
κενὸ μέσα στοὺς ἀνθρώπους. Εἰδικὰ σὲ ἐκείνους ποὺ συμπαθοῦν. Ἂν ἀρρωστήσει
ὁ ἄνθρωπός τους ἢ πληγωθεῖ, ἐκεῖνες βλέπουν ἕνα ἀδειανὸ κουτὶ μέσα
στὸ σῶμα του. Βρίσκεται ἄλλοτε στὴν κοιλιά, ἄλλοτε στὴν καρδιὰ κι ἄλλοτε
στὸ κεφάλι, ἀνάλογα μὲ τὸ εἶδος τοῦ λαβώματος ἢ τῆς ἀσθένειας. Τὸ
κενὸ τοῦ κουτιοῦ τὶς προκαλεῖ ὅσο τίποτα ἄλλο καὶ τρέχουν νὰ τὸ γεμίσουν.
Πηδοῦν καὶ κουρνιάζουν ἐπάνω στὸν ἄνθρωπο καὶ βυθίζουν στὸ ἄδειο
του κουτὶ τὴ γουργουριστή τους ὕπαρξη. Ξεχνοῦν νὰ παίξουν ἢ νὰ κυνηγήσουν
ζωύφια, μόνο κάθονται μὲ τὶς ὧρες καὶ ζυμώνουν τὸν ἄνθρωπο μὲ τὰ
μπροστινά τους πόδια. Τότε, τὸ κενὸ γεμίζει μὲ τὴν ἁπαλή τους γούνα
καὶ ἡ κρύα σκιὰ τῆς ἀδειοσύνης ξεχειλίζει μὲ γατίσια ζεστασιά.
* * *
Τὸ τραγούδι σώπασε, ἡ γάτα κοιμήθηκε μέσα στὸ κουτί.
Τὸ κοιτᾶς καὶ φαίνεται πάλι ἄδειο. Τὸ σηκώνεις καὶ τὸ γυρνᾶς ἀνάποδα,
πέφτουν μερικὲς μαῦρες τρίχες. Ἦταν μεγάλο τὸ κενὸ ποὺ εἶχε νὰ γεμίσει
καὶ δὲν θὰ μπορέσει νὰ σὲ ἀκολουθήσει στὴν ἐπιστροφή. Πιάνεις μιὰ
πέτρα καὶ σκαλίζεις μιὰ γάτα ἐπάνω στὸ ξύλο τοῦ κουτιοῦ. Τὸ τοποθετεῖς
προσεκτικὰ στὸ κέντρο τῆς σπηλιᾶς καὶ γυρνᾶς νὰ φύγεις. Ἔχεις πολλὲς
μοναδικὲς χιονονιφάδες νὰ σπάσεις στὴ διαδρομή. Ἴσως κάποια ἀπὸ
αὐτὲς νὰ ἔχει καὶ σχῆμα γάτας.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Νιόβη Κώστογλου
(Ἀθήνα, 1983). Ζεῖ στὴν Ἀθήνα, ἐργάζεται στὴ διαφήμιση καὶ ἀσχολεῖται
μὲ τὴ συγγραφὴ διηγημάτων καὶ ποιημάτων. Ἔργα της ἔχουν ἐκδοθεῖ
στὴ συλλογὴ Σὰν βγῶ ἀπὸ
αὐτὴ τὴ φυλακή ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Γραφή, στὴ συλλογὴ Δώματα μὲ θέα ἀπὸ
τὶς ἐκδόσεις Παράξενες Μέρες καὶ ἔχουν δημοσιευθεῖ σὲ ἔντυπα καὶ
ἠλεκτρονικὰ περιοδικά.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου