Οι ΝΥΧΤΕΣ τῆς βορινῆς ἀκρώρειας τῶν
ἀπομονωμένων γκραικῶν ἦταν ζοφερὲς καὶ σκοταδερὲς καὶ οἱ μέρες
φρικιαστικὲς καὶ ἀφύσικες, ἀφοῦ σχεδὸν πίσω ἀπὸ κάθε δέντρο, ἐκτὸς
ἀπὸ τοὺς φυσικοὺς ἴσκιους τους, ἀναδεύονταν, παραμόνευαν, φιδοσέρνονταν
καὶ περιφέρονταν κι ἄλλα ἀθέατα ἰσκιώματα, ὣς ἀργὰ στὰ ἡλιοβασιλέματα
καὶ στὰ σουρουπώματα. Τότε ποὺ ὁ συνταξιοδοτούμενος ταξιδευτὴς
παππούς του εἶχε ζητήσει νὰ γυρίσει ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴ στὸ σπίτι
του, στὴν ἀποκλεισμένη χώρα ποὺ δὲν σάλευε μύγα καὶ ὕστερα ἀπὸ
πολλὲς αἰτήσεις, ἔγινε δεχτὸ τὸ αἴτημά του. Ἕξι μπαοῦλα μὲ ροῦχα,
ἄλλα καινούργια, ἄλλα μεταχειρισμένα καὶ δυὸ βαλίτσες ἔφερνε
μαζί του μ’ ἕνα σαπιοκάραβο, ἀπὸ τὰ μόνα ποὺ διέθεταν γιὰ κοντινὰ
ταξίδια οἱ ἀποκλεισμένοι. Τὰ μπαοῦλα καὶ τὴ μιὰ βαλίτσα, τ’ ἄνοιξε
καὶ μοίρασε τὰ δῶρα στοὺς δικούς του. Τὴν ἄλλη, τὴ βαστοῦσε κάτω ἀπὸ
τὸ κρεβάτι κι ὅλοι ἦταν περίεργοι τί εἶχε μέσα. Ἡ μπάμπω τοῦ ’λεγε:
ἄνοιξέ τη νὰ δοῦμε τί ἔχεις μέσα, μωρὲ κάψω γέρο μου, γιατὶ μᾶς
γκάστρωσες. Μιὰ μέρα πῆρε δίπλα το ἐγγονάκι του, ἡ ἀδυναμία
του. Εἶχε τ’ ὄνομά του. Ἄνοιξε καὶ τοῦ ’δειξε ταχτοποιημένα κουτιὰ
καὶ κουτάκια. Ἡ μισὴ εἶχε κάτι ἀπίθανα κουτιὰ κειμήλια μὲ ἀμερικάνικα
πούρα καὶ ἡ ἄλλη μισὴ κάτι μικρούλικα πακέτα ζηλευτά, τυλιγμένα
μὲ γυαλόχαρτο. Διάβασε, εἶπε κι ἔβαλε ἕνα πακέτο στὰ χέρια
του. ΠΑ-ΠΑ-ΣΤΡΑ-ΤΟΣ, συλλάβισε τὸ ἐγγονάκι. Θ’ ἀνοίγεις καὶ θὰ μοῦ
φέρνεις ἀπὸ ἕνα ὅταν θὰ στὸ ζητάω, τοῦ ’πε ὁ παππούς, καὶ τράβηξε
μιὰ χρυσαφένια λουρίδα. Τὸ ἐπιχρυσωμένο πακέτο ἄνοιξε, τράβηξε
ἕνα τσιγάρο, τὸ μυρίστηκε, πάτησε τὸν ἀναπτήρα ποὺ ἔβγαλε κάτι
περίεργες νότες, ἄναψε. Ἕνας σπειροειδὴς καπνὸς σὰν ἱερογλυφικὰ
ἁπλώθηκε τριγύρω κι ἡ κάμαρη μοσχοβόλησε σὰν νὰ ραντίστηκε μ’
ἀνοιξιάτικα ἀρώματα. Ὅταν τὸν ἐπισκέπτονταν γιὰ τὸ καλωσόρισες,
ἔστελνε τὸ ἐγγονάκι, ἔφερνε πακέτο καὶ προσέφερνε τσιγάρο. Οἱ
συνομήλικοι, γερασμένοι, ρυτιδωμένοι πρὶν καιροῦ, ἔχωναν στὴν
τσέπη τὰ τσιμπούκια ποὺ βρομοῦσαν ἀπὸ τὸν βαρὺ λιωμένο πίσσα καπνό,
παρατηροῦσαν καὶ περιεργάζονταν στὰ χέρια τὸ πακέτο, ἀναβαν τὸ
τσιγάρο, ρουφοῦσαν βαθιὰ στὰ σωθικά τους, ἄνοιγαν τὰ μάτια τους ἀπολαμβάνοντας
σὰν νὰ κάπνιζαν τὸ μυρωμένο φάρμακο τοῦ λυτρωμοῦ τους. Τὰ τελειωμένα
πακέτα τά ’δινε στὸν ἐγγονό του ποὺ μερικὰ τὰ κρατοῦσε στὸ ντουλάπι
ἀντίκες, σὲ ἄλλα ἔβαζε τὸ σβηστήρι καὶ τὰ σχολικὰ πράγματα κι ἔδινε
καὶ στοὺς συμμαθητές του νὰ χαροῦνε μὲ τὰ πανέμορφα κουτάκια. Τότε
ἦταν ποὺ ἀπείλησαν τὸν παπποὺ στὰ γραφεῖα ὅτι ἂν συνεχίζει προπαγάνδα
μὲ τὰ πακέτα καὶ δηλητηριάζει παιδιὰ καὶ γερόντια μὲ καπιταλιστικὰ
δολώματα, θὰ πάει στὸ φρέσκο. Κι αὐτὸς ποὺ δὲν εἶχε ἰδέα ἀπὸ τέτοια
καμώματα, πείσμωσε καὶ ἀπάντησε θυμωμένος ὅτι ὄχι μόνο δὲν δηλητηριάζουν,
ἀλλὰ εὐωδιάζουν ἀκέρια τὴ βόρεια ἀκρώρεια. Κοιτάξτε τὸν ἄρρωστο
καὶ ξεθωριασμένο καπνὸ ποὺ φουμάρουν τὰ καημένα τα γεροντάκια
μὲ τὰ τσιμπούκια τους ἐσεῖς, ποὺ δηλητηριάζουν ὅλο τὸν τόπο κι ἀφῆστε
τὰ τσιγάρα ποὺ καπνίζει ὅλη ἡ οἰκουμένη. Τὶς νύχτες καὶ μέρες τῆς
βορινῆς ἀκρώρειας τῶν ἀπομονωμένων γκραικῶν συνέχιζε ὁ ἀποκλεισμὸς
ἀπὸ τὸν ἄλλο κόσμο. Ἡ ἀμερικάνικη βαλίτσα κόντευε νὰ ἀδειάσει.
Ὁ παπποὺς μετροῦσε συλλογισμένος τὰ τελευταῖα πακέτα κι ἀφοῦ
τελείωσαν καὶ τὰ ποῦρα παρήγγειλε ἕνα τσιμπούκι ἀπὸ πυξάρι καὶ
ἄρχισε νὰ καπνίζει βαρὺ καπνὸ ποὺ ἔτριβε μόνος πάνω σε μιὰ σανίδα,
βγάζοντας ἀπὸ τὸ στόμα καὶ τὴ μύτη φυσώντας πυκνὲς ἀντάρες πίκρας.
Κάθε τόσο ἔβγαινε μὲ τοὺς συνομήλικούς του κι ἔλιαζαν τὰ κόκαλά
τους στὸ πεζούλι φουμάροντας μὲς στὴν ἀντάρα τῶν τσιμπουκιῶν τους
καὶ καθάριζε προσηλωμένος συστηματικὰ τὴν πηχτὴ λάβα τῆς νικοτίνης.
Ἀλλὰ μιὰ μέρα οἱ γιατροὶ τοῦ ’παν ν’ ἄφηνε τὸν καπνὸ γιατὶ τοῦ ’χαν
μαυρίσει κι αὐτουνοῦ οἱ πνεύμονες. Τότε πέταξε τὸ τσιμπούκι στὸ
τζάκι ποὺ καιγότανε καὶ βρομοῦσε τὸ σπίτι. Φορὲς φορές, ἄνοιγε
νοσταλγικὰ τὴ βαλίτσα, ἔπαιρνε τὰ ἄδεια πακέτα, ποὺ βαστοῦσε σὲ
μιὰ γωνία, τὰ χάιδευε ἁπαλὰ μὲ τὰ κιτρινισμένα δάχτυλα, τὰ πλησίαζε
στὴ μύτη σὰν νά ’χε μπροστά του τὸ λεπτὸ χαρτί, τὸ φίλτρο, τὸν λεπτεπίλεπτο
καπνὸ καὶ ρουφοῦσε τὴν εὐωδιά τους πού, ἂν καὶ ἄδεια, εἶχε μείνει ἀκόμα.
Αὐτὰ σκέπτονταν στὴ θύμησή του ὁ ἡλικιωμένος ἐγγονός, ταξιδευτὴς
κι αὐτὸς τώρα πού ’παιρναν ν’ ἀλλάξουν οἱ νύχτες τῆς ἀκρώρειας ξαναγυρίζοντας
στὸ πατρικό του, ψάχνοντας τὰ κειμήλιά του κι ἀνασκαλεύοντας νὰ
βρεῖ στὴ γωνία παράμερα τὴ βαλίτσα στὴ μνήμη του.
Πηγή: Θυμάρια των βορριάδων
(Νίκας, 2022)
Νίκος Κατσαλίδας (Ἄνω Λεσινίτσα Θεολόγος Ἁγίων Σαράντα, 1949). Ζεῖ στὴν
Ἀθήνα. Σπούδασε φιλολογία. Ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής,
δοκιμιογράφος μὲ πολλὲς τιμητικὲς διακρίσεις καὶ βραβεῖα. Ποιήματά
του συμπεριλαμβάνονται σὲ Ἀνθολογίες στὰ ἀγγλικά, γαλλικά,
γερμανικά, ἰταλικά, βουλγαρικά, ρουμανικά, ἱσπανικά, ἐνῶ ὁ
ἴδιος μετέφρασε σαράντα πέντε Ἕλληνες ποιητὲς καὶ πεζογράφους
στὴν Ἀλβανικὴ γλώσσα. Εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς ἱδρυτὲς τῆς Δημοκρατικῆς
Ἕνωσης τῆς Ἐθνικῆς Ἑλληνικῆς Μειονότητας «Ὁμόνοια». Κατὰ τὸ
2001-2002, χρημάτισε ὑπουργὸς Ἐπικρατείας (παρὰ τῷ πρωθυπουργῶ)
γιὰ τὰ Ἀνθρώπινα Δικαιώματα στὴν Ἀλβανία. Κατὰ τὸ 2004-2008 διετέλεσε
διπλωμάτης, Μορφωτικὸς Σύμβουλος στὴν Ἀλβανικὴ Πρεσβεία στὴν Ἀθήνα.
Τὸ 2001 ἀπέσπασε τὸ βαλκανικὸ βραβεῖο «Αἷμος», στὴ Σόφια, γιὰ τὴν
ποιητικὴ συλλογὴ «Τὰ ἑκατὸ ἑκατόφυλλά τῆς Πούλιας». Τὸ 2002 τοῦ
ἀπονεμήθηκε ἡ «Ἀσημένια πένα» ἀπὸ τὸ Ὑπουργεῖο Πολιτισμοῦ
τῆς Ἀλβανίας γιὰ τὴ μετάφραση τῆς ποίησης τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη.
Τὸ 2012, παρασημοφορήθηκε ἀπὸ τὸν Πρόεδρο τῆς Ἀλβανικῆς Δημοκρατίας
μὲ τὸ ἀνώτατο μετάλλιο τῆς τάξης τῶν γραμμάτων «Μεγάλος καλλιτέχνης».
Ὁ Νίκος Κατσαλίδας εἶναι τακτικὸ μέλος τῆς Ἑταιρείας Συγγραφέων.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου