(Lacrymosa)
ΟΝ ΑΚΟΥΩ ἀπὸ τὸν φωταγωγό. Ἡ
φωνή του ἀνεβαίνει ὡς μαθητευόμενου ψαλμωδοῦ ἔνρινη καὶ βαθιά, ἑσπερινὴ
συνήθως, σὰν ἀπὸ χωνὶ περασμένη, κάπως ἠλεκτρονική. Μαζί της ἀναδύεται
σχεδὸν πάντοτε μυρωδιὰ ἀπὸ πρόχειρο φαῒ ἴσως τηγανητὲς πατάτες
καὶ αὐγὰ μάτια. Προσπαθεῖ νὰ ἀγγίξει κάποιον λυγμικὸ λαϊκὸ τραγουδιστὴ
στὶς κορῶνες. Ἕνας μοναχικὸς ἄνθρωπος εἶναι ὁ Μῆτσος ποὺ μένει ἐκεῖ
κάτω. Πόσο κάτω; «Στὸ μεῖον δύο». Ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς
δὲν πιάνει οὔτε τὴ βάση στὰ κοινωνικά. Δηλονότι στὸν μεῖον δύο ὄροφο
ἔχουμε —ἕξι τουλάχιστο— μέτρα κάτω ἀπὸ τὴ ἐπιφάνεια τῆς γῆς. Πιὸ
κάτω κι ἀπὸ τοὺς πεθαμένους τὸν θάνατο τῶν ἀνθρώπων. Ὡστόσο στὰ θετικά
τῆς ὑποθέσεως θὰ πρέπει νὰ λογίζεται ἐκεῖνο τὸ παράθυρο ποὺ κοιτάζει
στὸ ρέμα, στὸ χῶρο δηλαδὴ ἀποβολῆς ἀνεπιθύμητων ὑγρῶν λυμάτων
καὶ σαβούρας πάσης φύσεως ἀπὸ τοὺς σκυθρωποὺς χωριάτες ποὺ κατοικοῦν
αὐτὴ τὴν πόλη.
Ἡ γυναίκα ποτὲ δὲν πρέπει νὰ ὑπῆρξε
στὴ ζωή του. Συγγενεῖς καὶ φίλοι μάκρυναν πιά. Δουλεύει ἀπὸ τὰ χαράματα
μέχρι ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα στὴ βιοτεχνία κι ἔρχεται νὰ ζαρώσει στὸ ὑπόγειό
του. Βγαίνει σπανίως ἀπὸ δῶ σὰν ἀράχνη ἢ σαρανταποδαρούσα, μπορεῖ
καὶ σὰν ποντικὸς ἢ ἀποτρόπαια κατσαρίδα. Ἕνα ἐνοχλητικὸ ἀπόβλητο
τῆς λαμπρῆς καὶ ἀειφόρου κοινωνίας ποὺ ἐξαφανίζεται ἐδῶ κάτω. Ἐδῶ
ὁ Μῆτσος κρατᾶ μαζί του θαμμένες μιᾶς ζωῆς τὶς ματαιώσεις καὶ τὰ διακυβεύματα
– ὅσα ἀπ’ αὐτὰ δηλαδὴ πράγματι ὑπῆρξαν.
Τὰ φυλάγει σὰν παλιὲς φωτογραφίες,
δροσερὲς καὶ στημένες στιγμὲς τοῦ παρελθόντος. Μνῆμες τσιτωμένες
σὰν ρόγες παρθενικὲς μπροστὰ στὴν ἡδονή. Κι ὅταν βρίσκεται τὴν κουζίνα
ἢ τὸ μπάνιο δὲν παραλείπει νὰ τραγουδήσει σίγουρος πὼς ὅλοι ἀκοῦνε
ἀπὸ τὸ φωταγωγὸ ν’ ἀνεβαίνει τὸ ἀπέραντο παράπονο μονάχο του
χωρὶς τὶς αἰτίες ποὺ τὸ ἔσυραν μέχρι σ’ αὐτὲς τὶς ὄχθες τῶν λυγμῶν.
Στὸ κάλεσμα τοῦ Ἐπιταφίου ποὺ
περνοῦσε πῶς νὰ μὴ βγεῖ; Μὲ τόσα θαμμένα καὶ ἄδοξα παρατημένα ἐντός
του, σαθρὰ καὶ ξεφτισμένα κειμήλια μιᾶς ζωῆς ὁλόκληρης, ἀνάμεσα
στ’ ἀνοιξιάτικα νεκρολούλουδα…
Στάθηκε ἀνύποπτος δίπλα στὸν
Νίκο Καροῦζο καὶ κάποιον ἄλλον στὸ πεζοδρόμιο ἐκεῖνο.
Πηγή: Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλλογὴ
διηγημάτων Ἐποχιακὸς
Διανομέας (ἐκδ. «Πανοπτικόν», Θεσσαλονίκη, 2013).
Νώντας Τσίγκας
(Ἀθήνα (1959). Ἔζησε μέχρι τὴν ἐφηβεία του στὸ Βογατσικὸ Καστοριᾶς.
Σπούδασε Ἰατρικὴ καὶ εἰδικεύτηκε στὴ Νευρολογία. Ζεῖ καὶ ἐργάζεται
στὴ Θεσσαλονίκη. Εἶναι ἐπιμελητὴς τῶν ἀδημοσίευτων ἡμερολογίων
τοῦ Ἴωνος Δραγούμη. Τὸ 2021 ἐκδόθηκαν σὲ δική του Εἰσαγωγὴ-ἐπιμέλεια-σχόλια-ἐπίμετρο
Ἴωνος Δραγούμη, Τὰ
«κρυμμένα» ἡμερολόγια, Ὀκτώβριος 1912-Αὔγουστος 1913 (Πατάκης).
Βιβλία του ποὺ ἔχουν ἐκδοθεῖ: Οὑ
ἀπάν’ κι οὑ κάτ’ οὑ κόσμους (2009)· Μαῦρο χιόνι, «ΔιάπυροΝ» (2010)· Ἐποχιακὸς διανομέας (Διηγηματα,
«Πανοπτικόν», 2013)· Μαθήματα
Πατριδογνωσίας Ι – δυό διηγήματα· Μαθήματα Πατριδογνωσίας
ΙΙ, Ἡ
κοιμωμένη (2019). Διηγήματά του ἔχουν δημοσιευτεῖ
σὲ λογοτεχνικὰ περιοδικά.
Εἰκόνα: στὸν Ἐπιτάφιο τοῦ Ἁγίου
Κωνσταντίνου στὴν Ἐλευσίνα. Μεγάλη Παρασκευή, 14 Ἀπριλίου 2023. Φωτό: Γιάννης
Πατίλης.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου