ΕΙΧΕ ΓΙΝΕΙ ΑΠΟ ΟΛΟΥΣ ἀντιληπτὸ
ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἕνα νευρόσπαστο πιά. Ὁ γαμπρός του καὶ τ' ἀνίψια
του, μὰ προπάντων ἡ ἀδερφή του βρίσκονταν καθημερινὰ στὸ στόχαστρο.
Κανεὶς δὲν τολμοῦσε νὰ κάνει τὴν παραμικρὴ κίνηση δίχως νὰ νιώσει
τὸ βαρύ του πάτημα πίσω του. Τὸ ἀνάθεμά του δὲν ἀργοῦσε νὰ πέσει
πάνω τους μὲ ἐκείνη τὴ μπάσα ὅλο γρύλισμα, φωνή του: Πῶς κόβεις ἔτσι
τὸ καρπούζι; Πυραμιδωτό, πρέπει, μάλωνε τὴν ἀδελφή του. Γιατί
ξέχασες τὴν τηλεόραση ἀνοιχτή; στὸ γαμπρό. Σύρε νὰ φέρεις νερὸ
στὴ γιαγιά, κοπρόσκυλο, στὸν ἀνιψιό. Πῶς ντύθηκες ἔτσι σὰν Καραγκιόζω;
Θὰ μὲ κοροϊδεύουν ὄξω στὰ καφενεῖα, σύρε σπίτι σου νὰ κάνεις μασκαρλίκια,
τὸ τερμάτισε μὲ τὴ μικρὴ ἀνιψιά του.
Κανεὶς δὲν ἀντιδροῦσε, ἦταν
ἡ γιαγιὰ στὴ μέση, μὴν τὴ στενοχωρήσουν. Καθότι ὁ Σωτήρης ἀνύπαντρος
ἐξηντάριζε καὶ τό 'χε καημό, τώρα πιά, τί καημό, εἶχε καεῖ ὁλόκληρη,
νὰ παντρευτεῖ κάποια μέρα.
Μέχρι ποὺ ὁ Σωτήρης ἔπαθε
μικρὸ ἐγκεφαλικό, ἀλλὰ ἐπανῆλθε. Κι ἐκεῖ ποὺ ὅλοι περίμεναν
μπὰς κι ἀλλάξει στάση ζωῆς, ἐκεῖ, ὁ Σωτήρης, ἀμετακίνητος. Καὶ ὁλοένα
πιὸ συντηρητικός. Ἔχω ἀρχὲς ἐγώ, τί τὸ πέρασες ἀδελφή; Εἶστε φιλοξενούμενοι
ἐδῶ! Μαζέψτε τὰ μπογαλάκια σας καὶ δρόμο, ἂν δὲν σᾶς ἀρέγει!
Τελευταία του ἐπιτυχία, ὅταν
τοὺς ἔφερε «τὴν καλύτερη πίτσα τῆς χώρας!» καὶ τοὺς τὴ μοίραζε κομμάτι-κομμάτι
μέσα ἀπὸ κλειστὰ κουτιά. Ἐσὺ δικαιοῦσαι αὐτό, ἐσὺ ἐκεῖνο. Τοὺς ἔκανε
νὰ χάσκουν σὰ σκυλάκια. Μὲ τὸ σταγονόμετρο. Ξεφτίλα, σαδισμός. Ἔτσι
ξεχείλισε τὸ ποτήρι καὶ χώρισαν οἱ δρόμοι τους. «Σωτήρη, φεύγουμε,
ἔτσι ποὺ τά 'κάνες» τοῦ δήλωσε ἡ ἀδελφή του τὴν ἑπομένη.
Ὁ Σωτήρης μῆτε ποὺ τοὺς χαιρέτησε.
Νὰ φύγετε! Γάβγισε. Συνέχισε ἀκάθεκτος πρὸς τὸ χωράφι νὰ πάει
νὰ κλείσει τὶς κότες, νὰ ταΐσει τὸ σκύλο καὶ νὰ καμαρώσει τὶς πορτοκαλιές.
Δώδεκα στρέμματα ἦταν αὐτά, τοῦ τὰ ἔγραψε ὅλα ὁ πατέρας του μπὰς
καὶ παντρευτεῖ καὶ ἡ ἀδελφὴ τίποτα. Ἐκεῖνος εἶπε νὰ τὰ φάει ὅλα,
ἔθιμο, λέει, τὸ παιδὶ ὅλα, τὸ κορίτσι τίποτα. Ὁ γαμπρός του σιχτίριζε
σὲ ὅλο το δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς, ἀλλὰ κι εὐχαριστιόταν ἀνακουφισμένος
ποὺ τελείωσε μὲ τὸν φαταούλα.
Ὁ Σωτήρης ἀγκάλιασε τὸ σκύλο
κλαίγοντας καὶ βλαστημώντας. Δὲν ἔπρεπε κανεὶς νὰ τὸν δεῖ καὶ πρὸς
Θεοῦ, νὰ καταλάβει ὅτι ἔχει εὐαισθησίες γυναικουλίστικες καὶ
τέτοια. Στοὺς βατραχανθρώπους ὑπηρέτησε!
Τὸ βράδυ ἤπιε ποτὸ στὴ γνωστὴ
καφετέρια μὲ τὸ φίλο του ποὺ τὸν καταλάβαινε: Καλά τοὺς ἔκανες,
μάγκα! Πάλι τοὺς ἔφταιγαν οἱ μετανάστες καὶ οἱ ὁμοφυλόφιλοι. Μεθυσμένος
γύρισε νὰ πιεῖ καὶ τὰ χάπια του. Αὐτὰ δὲν χωνεύονταν μὲ τίποτα, ὅπως
κι ἐκεῖνος ὁ παλιοτεμπέλαρος, ὁ γαμπρός του ποὺ ἤθελε νὰ τρώει
καὶ νὰ πίνει τζάμπα στὸ χωριὸ καὶ νὰ κάθεται νὰ διαβάζει δῆθεν μὲ
τὶς ὧρες βιβλία. Κι ἔσβησε τὴν ἀδελφή του ἀπὸ τὶς ἐπαφές, σὰν νὰ ἦταν
κεράκι ἀνάβοντας ταυτόχρονα τὴν τηλεόραση.
Πηγή: Πρώτη
δημοσίευση.
Δημήτρης
Τούλιος (Πάτρα, 1966). Ἐργάζεται ὡς ἐκπαιδευτικός.Ἔχει
συμμετάσχει σὲ συλλογικὰ ἔργα ποίησης καὶ διηγήματος. Πρῶτο του
βιβλίο Παθητικὸ
κάθισμα (ποίηση, Χαραμάδα, 2018).
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου