ΣΟΥ ΓΡΑΦΩ ΑΠΟ τὴν Ἀγγλία, ἀπὸ τὴν
πρωτεύουσα τῆς ἀσχήμιας, γιατί τὸ Ἀγγλία βγαίνει ἀπὸ τὸ ἄγγλι,
ποὺ σημαίνει ἄσχημο. Δὲν ἔχει σχῆμα, δηλαδή, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ
δικό μας τὸ λεκανοπέδιο ποὺ ἔχει τὸ σχῆμα τῆς λεκάνης —τῆς παιδικῆς
λεκάνης, γιὰ νὰ εἴμαστε πιὸ σαφεῖς—, τὸ γνωστὸ γκιὸ-γκιὸ, γιομάτο
μὲ ἀχνιστὰ παιδικὰ κόπρανα. Ἔχουμε καὶ καζανάκι χαλασμένο ἀπὸ
πάνω μας στὸ βράχο τῆς Ἀκρόπολης, ποὺ φαντάζει παράταιρο ἐξάμβλωμα
καταμεσῆς της ἄναρχης δόμησης τῶν ἐργολάβων τοῦ Καραμανλῆ. Εὐτυχῶς
ποὺ βάλανε τὶς σκαλωσιὲς γύρω ἀπὸ τὸν ναὸ τῆς παρθένας νονᾶς καὶ
δὲν κλοτσάει τόσο κραυγαλέα το ἀρχαῖο μνημεῖο τῆς ἀγάμητης
πνευματικῆς μας μητέρας. Δὲν εἶναι μύθος, ἀράπη μου, εἶναι γεγονός!
Τὰ πουλιὰ δὲν πετᾶνε πάνω ἀπὸ τὴν Ἀκρόπολη, τὴν παρακάμπτουνε ἀπὸ
σεβασμό, ἐνῶ τὴ Βουλή, ἂς ποῦμε, τὴν ἔχουνε πνίξει στὴν κουτσουλιά.
Ὁτιδήποτε φύγει ἀπὸ ἐδῶ, πάει ἔξω καὶ μᾶς ξανάρθει, τὸ ἴδιο
πράγμα, φαντάζει ἀλλιῶς, γι' αὐτὸ καὶ ὅλοι ψάχνονται μετὰ μανίας
γιὰ διεθνῆ καμαριέρα. Ἀπὸ φιλιππινέζα μάνα καὶ ἀλβανὸ πατέρα
ὁ νέος μεσσίας, μὲ σχιστὰ μάτια καὶ μακριὰ χέρια, θὰ κλέψει τὶς καρδιὲς
τῶν νέων Ἑλλήνων στὸν μεταολυμπιακὸ χειμώνα μὲ τὶς ἄχρηστες ἀνισόπεδες
καὶ τὰ γήπεδα τοῦ ράγκμπι.
Μαύρη διασκέδαση, μαύρη κωμωδία,
εἶναι ὅλα μαῦρα ἐκτὸς ἀπὸ τὸ κατάλευκο δικό σου σημαιάκι, τῆς ἄνευ
ὅρων παράδοσης, ποὺ προσδίδει τὸ ἄλλο χρῶμα στὴν ἀσπρόμαυρη ζωή
μας. Πάρε χαρτὶ καὶ μολύβι καὶ σημείωνε: Ἀγγελόπουλος, Μιχαλόπουλος,
Τριανταφυλλόπουλος, ὅλοι σὲ -όπουλος.
Κακούργα. Πελοπόννησος,
μιὰ μούντζα εἶσαι στὸ χάρτη,
ὁ διάολος σ’ τὴν ἔριξε,
κι ἐσύ, Ἑλλάδα, πάρ' τη.
Γιὰ νὰ τὰ πιάσουμε ἀπὸ τὴν ἀρχή, ἡ Πελοπόννησος, μὲ
ἐπέμβαση τῶν βυζαντινῶν χριστιανικῶν αὐτοκρατόρων ἔμεινε ἀκατοίκητη
γιὰ πολλὰ χρόνια, ἀφοῦ ἔστειλαν τὸν βάρβαρο Ἀλάριχο νὰ ἀφανίσει
ὅ,τι ἀναπνέει. Μετά, κάποια στιγμὴ (τὰ γράφω γρήγορα νὰ μὴ σὲ κουράζω),
φέρανε ἐποίκους, τοῦ φυράματος τῶν καταδίκων ποὺ ἐποίκησαν τὸ
Σὰν Φρανσίσκο καὶ τὸ Λὸς Ἄντζελες. Τουρκαλβανούς, κυρίως, ἀεκτζῆδες,
κολλημένα μυαλά, χανούμια, βάζελους, γαύρους, χασισέμπορους,
νταβατζῆδες, δημοσιογράφους, μπάτσους, ὑπουργούς, τὸν Παπαδόπουλο,
τὸν Παπανδρέου, τοὺς παπάδες... καὶ φτάσαμε σ' αὐτὸ τὸ χάλι. Ἕνα
εἶναι τὸ πρόσωπο ποὺ ξεχωρίζει ἀπ' ὅλη αὐτὴ τὴν πελοποννησιακὴ
λέρα. Ὁ μοναχὸς Παπουλάκος! Ποιοὶ σκοτεινοὶ κύκλοι φρενάρουν τὴν
ἁγιοποίηση τοῦ Παπουλάκου; Ὁ ἕλληνας πιστὸς φορολογούμενος
δὲν μασάει. Ἀνήκει σὲ ἄλλη φυλή, κάτι σὰν παπούα, μὲ τὸν ἅγιο Παπουλάκο
σὲ εἰκόνισμα στὸ καντράν. Ντρέπομαι ποὺ τὸ λέω, ἀλλὰ ἐγὼ εἶμαι ὑπὲρ
τῆς ἁγιοποίησης τοῦ Πρόδρομου Τσαουσάκη.
Τὴν ἁγιοποίηση τοῦ Παπουλάκου
ὑποστηρίζει ἐνθέρμως καὶ ὁ ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος. Ἡ Μπέμπα
δὲν ἔχει τσίπα. Ἡ τελευταία ἁγιοποίηση ποὺ ἔκαμε ἡ ἐκκλησία
μας, εἶναι αὐτὴ τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, τοῦ Πατροκοσμᾶ, μὲ τὶς πρωτοποριακὲς
ἰδέες σὲ σχέση μὲ τὶς σεξουαλικὲς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων, ἕνα βῆμα
μπροστὰ ἀπὸ τὸν αὐτοευνουχισμὸ τοῦ πατέρα τῆς ἐκκλησίας μας,
χαλκέντερου Ὠριγένη. Ὅ,τι εἶναι ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς γιὰ τὴ Βόρεια
Ἑλλάδα, Μακεδονία, Σκόπια, Ἀλβανικὴ Ἤπειρο, εἶναι κι ὁ Παπουλάκος
ποὺ ἔδρασε στὴν περιοχὴ τῶν Καλαβρύτων καὶ προφήτεψε τὰ ἀεροπλάνα
καὶ τὰ σταθερὰ τηλέφωνα. Ὁ Παπουλάκος εἶπε πρῶτος γιὰ τὰ ἱπτάμενα
μαῦρα κοράκια καὶ γιὰ τὸ περίφημο σύρμα ποὺ θὰ περικυκλώσει ὅλα
τα κράτη καὶ τὰ σύμπαντα.
Γιατί κωλυσιεργεῖ, ἑπομένως,
ἡ ἁγιοποίηση τοῦ Παπουλάκου; Ποιοί ἑβραῖοι ἔχουνε συμφέρον νὰ
μὴ γίνει ἅγιος ὁ Παπουλάκος;
Μὲ τὸ ποὺ θ' ἀνοίξει τὸ παγανιστικὸ
καὶ εἰδωλολατρικὸ τριώδιο, σὲ καλῶ, ἀράπη μου, νὰ καυλώσουμε
ποῦλμαν καὶ νὰ πᾶμε ὅλοι ἐμεῖς, οἱ ὀπαδοὶ τῆς ἁγιοποίησης Παπουλάκου,
στὸ χιονοδρομικὸ στὰ Καλάβρυτα καὶ νὰ κάνουμε συμβολικὴ κατάληψη
στὶς πίστες. Ἐμπρὸς νὰ στερήσουμε ἀπὸ τὸν Ἕλληνα τὸ σκί. Κι ὁ ἅγιος,
φοβέρα θέλει!
Πηγή: Πούστευε καὶ μὴ ἐρεύνα,
Ἔκδ. Ὄπερα, Β΄ ἔκδοση, Ἀθήνα, 2005.
[Αὐτο-εργοβιογραφικὸ
ἀπὸ τὴν ἔκδοση Πούστευε
καὶ μὴ ἐρεύνα, Ἔκδ. Ὄπερα, Ἀθήνα, 2005:]
Τζίμης Πανούσης. Γεννήθηκε τὸ 1954, στὶς 12 Φεβρουαρίου, λίγο πρὶν τὶς 12
τὰ μεσάνυχτα [...]. Γράφει τραγούδια, βιβλία καὶ κάνει ἐκπομπὲς
στὸ ραδιόφωνο ἀπὸ τὸ 1988. Ξεκίνησε τὴν καριέρα του ἐννέα χρόνων
παίζοντας Καραγκιόζη, μὲ αὐτοσχέδιες φιγοῦρες ἀπὸ ἐξώφυλλα
περιοδικῶν, ἔξω ἀπὸ τὰ σύρματα ἱδρύματος ἀπροσάρμοστων παιδιῶν
στὸ Χολαργό. Ἔχει ἀλλεργία στὸ ὀπαδιλίκι ὅλων τῶν τύπων, ἀπὸ
κόμματα καὶ ὀργανώσεις μέχρι ποδοσφαιρικὲς ὁμάδες καὶ πατρίδες.
Σιχαίνεται τοὺς ἀμερινανοτσολιάδες, τοὺς νεογενίτσαρους ἐκσυγχρονιστὲς
καὶ τοὺς χρηματόδουλους ἀρπακολατζῆδες [...]. Κομπορρημονεῖ ὁ
ἴδιος, ὅτι οὐδέποτε συγκινήθηκε ἀπὸ τὸ ντέρμπι τῶν αἰωνίων ἀντιπάλων
Δόξας καὶ Χρήματος (τὸ παίζει στάνταρ Χί, καὶ μάλιστα μηδὲν μηδέν).
Συμπαγὴς καλλιτέχνης βαρέων βαρῶν, ἔχει στὴν πλάτη του ἕνα βαρὺ
ἔμφραγμα κι ἕνα βαρὺ ἐγκεφαλικό, ἀλλὰ συνεχίζει ἀπτόητος (;)
μὲ τὴν εὐχή: «Νὰ μᾶς ἔχει ὁ θεὸς γεροὺς νὰ μποροῦμε ν’ ἀρρωστήσουμε,
διότι ἡ ἀρρώστια στὸ καπάκι δὲ λέει, εἶναι τουματσίλα....».
Εἰκόνα: Ὁ
Παπουλᾶκος (1770-1861) στὴ μοναδική του φωτογραφία. Βλ. καὶ ἄρθρο τῆς
Μαίρης Παπαγιαννίδου στὸ Βῆμα:
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου