στὸν ἐκ Νεβέσκης Λυγκηστίδος
Κωστάκη Λούστα τὸν ΙΙΙ
Θεοδώρου τοῦ ΙΙ, τῆς Πελαγονίας
καὶ τῆς Ἄνω Δυτικῆς Μακεδονίας
Ἔξαρχον
MΙΣΩ αὐτὸ τὸ μπλέ. Βρίσκεται παντοῦ ἁπλωμένο
σὰν ἐκτόπλασμα κι ἔχει καλύψει τὰ πάντα ἀπὸ τότε ποὺ πρωτομπῆκα
δῶ μέσα. Ἕνα κομμάτι ἀπὸ μπλὲ χοντρὸ χαρτὶ μὲ κάπως γυαλισμένη
τὴ μιά του ἐπιφάνεια. Καλύπτει φυρὰ παραθύρια σὰν σκιάδιο. Κάποτε
ἀντικαθιστᾶ ἀκόμα καὶ τζάμια ποὺ λείπουν. Στὴν ἕδρα τῆς δασκάλας
κάτω ἀπὸ τὸ γυάλινο ἀνθοδοχεῖο, μὲ τὰ χρυσάνθεμα τὸ Φθινόπωρο
ἢ τὰ τριαντάφυλλα καὶ τὶς μαργαρίτες τὴν Ἄνοιξη, στέκει τσιτωμένο
ὁλοκαίνουργιο ἀτσαλάκωτο ἀθάμπωτο. Καθηλωμένο μὲ ἀόρατες
πινέζες στὶς γωνίες παίρνει τὴ μορφὴ τοῦ ξύλινου τραπεζιοῦ ποὺ καλύπτει.
Στὰ τετράδια καὶ τὰ σχολικὰ βιβλία σὰν τὸ ἀπαραίτητο καὶ ἐπίσημο
καπλάντισμα.
Νόμος τῆς ὁμοιομορφίας. Βάφει
μὲ μπλὲ ρουὰ καὶ τὶς ποδιὲς τῶν κοριτσιῶν. Ἕνα λευκὸ κολάρο μὲ
πριονωτὴ περιφέρεια τυλίγεται γύρω ἀπὸ τὸ λαιμὸ κι ἀποδεσμεύει
τὸ πρόσωπο ἀπὸ τὸ ὑπόλοιπο σῶμα. Τὸ κάνει νὰ κείτεται παραδομένο
σὲ ὁλοστρόγγυλο τάσι. Καὶ τὰ πρῶτα χάρτινα δημιουργήματα στὴ
χαρτοκοπτικὴ ἦσαν μπλὲ κουνελάκια ποὺ κουνοῦσαν τ’ αὐτιά τους καὶ
μπλὲ ἐπίσης οἱ ἀταξίδευτες βαρκοῦλες. Τί γύρευαν αὐτὲς οἱ ἔρμες
στὰ ὀκτακόσια μέτρα ὑψόμετρο; Εἶναι ἕνα ἀδυσώπητο μπλέ, ποὺ κάποτε
ἀγγίζει τὸ βαθὺ κυανὸ τῆς μελάνης, σκοῦρο καὶ ἔντονο στὸν ὑπερθετικὸ
βαθμὸ ποὺ λὲς καὶ ὑπάρχει γιὰ νὰ ἐπιβάλλεται σ’ ὅλα τ’ ἄλλα χρώματα.
Σοβαρό, ἐπίσημο καὶ αὐστηρό, ἐπιθετικὸ καὶ ἱκανὸ νὰ διαβρώσει
τὸν ἀμφιβληστροειδῆ καὶ νὰ μολύνει τοὺς νευρῶνες. Στὸ ἴδιο σχεδὸν
χρῶμα ρὰφ κι οἱ φθαρμένες στολὲς τῶν ἀνδρῶν τῶν ΤΕΑ ποὺ ἡ γιαγιά μου ἐξακολουθεῖ
νὰ ἀποκαλεῖ ΜΑΥδες. Καὶ τὰ φαρδιὰ ροῦχα τοῦ εὔσωμου κλητήρα τῆς
Κοινότητας. Κεπέγκια καὶ πορτοπαράθυρα στὰ μαγαζιὰ τῆς πλατείας
ἀκολουθοῦν στὸ ἴδιο βιολί: σιέλ, γαλάζιο, μπλὲ σκοῦρο. Ποιόν Θεὸ
ἄραγε προσπαθεῖ νὰ μᾶς κρύψει αὐτὸ τὸ ἁπλόχερα χυμένο χρῶμα; Πεθαμένο
χρῶμα καὶ μιὰ χάρτινη πατρίδα…
Στερεώνω μὲ ρευστὴ κόλλα, πάνω
σε χάρτινο μπλὲ φόντο, κομμάτια σὲ σχῆμα ἀστεριῶν ἀπὸ τὸ ἀσημόχαρτο
τῶν πακέτων τῶν τσιγάρων. Βραδιὰ Χριστουγέννων χωρὶς ξάστερο οὐρανὸ
ποὺ γιορτάζει, πῶς νὰ ὑπάρξει; Σωρὸς πακέτων ἀπὸ τσιγάρα ἔχουν
μαζευτεῖ: Ἄρωμα Κεράνης, Καρέλια, Παπαστράτος 5, Ἔθνος ἐξαιρετικά,
Ματσάγγος, Santé. Ἀπὸ σέρτικα ἄφιλτρα ὅλα. Ἡ ἀρχικὴ ἐπεξεργασία
περιλαμβάνει τὴν ἀπόσπαση καὶ συλλογὴ τῶν χρήσιμων στοιχείων.
Τὸ λεπτὸ ἀλουμινόχαρτο ἀποχωρίζεται μὲ μιὰ λεπτὴ κίνηση ἀπὸ
τὸ σχεδὸν διαφανὲς χαρτὶ ποὺ καλύπτει τὴ μιά του πλευρά. Ἡ μυρωδιὰ
τῶν τσιγάρων ἔντονη ἀκόμα. Κι ἂς ἔχουν περάσει μέρες ποὺ φουμαρίστηκε
τὸ τελευταῖο. Συνήθεια ὅλων τῶν πιτσιρικάδων τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς
αὐτὴ νὰ ἐφαρμόζουν τὴν λεπτὴ ἀσημένια ἐπιφάνεια στὰ χείλη καὶ νὰ
ἐκφωνοῦν φωνήεντα ἢ χειλικὰ σύμφωνα βββ, πππ καὶ διφθόγγους ἐπὶ τὸ πλεῖστον
«οὔ». Συντονισμὸς σὲ μέταλλα καὶ ἄγουρα χείλη. Μιὰ δόνηση ποὺ ἐξαπλώνεται
σὰν ρίγος σὲ ὅλο το πρόσωπο. Ἀπὸ τὶς πρῶτες ἡδονές. Μὲ πόσα λίγα
μποροῦσε νὰ χαρεῖ κανείς…
Σὲ ἀδειανοὺς μεγάλους ντενεκέδες
ἀπὸ τυρὶ ἔχουμε μπήξει, μέσα σὲ χῶμα βαρὺ μολύβι, κλαδιὰ ἀπὸ ποώδεις
κέδρους ποὺ οἱ ξυλοκόποι φέρνουν ἀπὸ τὸ ρουμάνι πάνω στὰ σαμάρια
τῶν μουλαριῶν. Ἀντικρίζω τώρα τοὺς κέδρους στολισμένους μὲ πολύχρωμες
εὐρωπαϊκὲς χαλκομανίες. Στὰ κλαδιά τους κρέμονται ἀλλοπρόσαλλα
ἀγγελούδια ποὺ ἔχουν τὸ πρόσωπο τῆς Θεοδότας. Ἐκείνης ποὺ ἀποδόθηκε
νωρὶς στὸ Θεό. Τῆς μικρῆς συμμαθήτριας ποὺ στὰ ὀκτώ της κάηκε μὲ
καμινέτο ποὺ ἔσκασε στὰ χέρια της καθὼς οἱ γονεῖς της ἔλειπαν ἀπὸ
τὸ σπίτι. Τὸ ροδαλό της πρόσωπο στὸ φέρετρο δὲν κινοῦσε καμιὰ ὑποψία
γιὰ τὸν θάνατο ποὺ τὸ κατοικοῦσε. Κι οἱ ξανθές της μποῦκλες ἔπαιζαν
πάνω στὸ ἤρεμο πρόσωπο μὲ κάθε σείσιμο τῆς λυγμικῆς πομπῆς… Ἕνας
ὕπνος μονάχα. Ἑνὸς ἀπρόσεχτου μικροῦ παιδιοῦ. Τὴν ξανασυνάντησα
αὐτὴ τὴ μορφὴ πολλὰ χρόνια ἀργότερα στὰ πόδια τῆς «Μαντόνα Σιξτίνα»
τοῦ Ραφαὴλ στὴν Πινακοθήκη τῆς Δρέσδης. Ἑξήντα χρόνια νωρίτερα
ἄνθρωποι καίγονταν κι ἐκεῖ σε ὑπόγεια, στὶς ὄχθες καὶ τὰ νερὰ τοῦ Ἔλβα,
ὅπως ἡ Θεοδότα. Ἀνύποπτοι, σιωπηλοί, ἀπελπιστικὰ μόνοι κι ἀβοήθητοι…
Ἂν λάβεις ὑπόψη πὼς τὰ πυκνὰ
καὶ ἀτίθασα κλαδιὰ τοῦ κέδρου σ’ ἔχουν πρωτύτερα ἀγκαθίσει ὕπουλα
καὶ ἀλύπητα, σὲ κάθε προσπάθεια νὰ τὸν στολίσεις, αὐτὸ ποὺ βλέπεις
εἶναι χωρὶς καμιὰ ἀμφιβολία ἕνα χριστουγεννιάτικο δέντρο γιὰ
κλάματα. Δίπλα ἡ μεγάλη σχολικὴ φάτνη καλυμμένη —μὲ τί ἄλλο;—
μπλὲ κόλα καὶ τοῦφες ἀπὸ βαμβάκι ποὺ ὑποδύονται μὲ ἀπελπιστικὸ
τρόπο τὸ χιόνι. Μὲ ξύλινες χειρολαβὲς μπρὸς πίσω σὰν φορεῖο, ἕτοιμη
γιὰ μεταφορὰ ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι στὰ χέρια τῶν παιδιῶν. Φωτίζεται
μὲ λαμπάκι ποὺ φέγγει μὲ μιὰ κρυμμένη πίσω ἀπὸ τὸ παχνὶ τῶν ζώων
μπαταρία Berec. Ἀπὸ τὶς ἑφτὰ τὸ πρωὶ ἡ κουστωδία τοῦ σχολείου
περνᾶ μὲ τὴ σειρὰ τὶς γειτονιές:
Χιόνια στὸ καμπαναριὸ
ποὺ Χριστούγεννα σημαίνει…
Στὰ σπίτια μὲ πρόσφατα πένθη
σεβασμός, κατεβασμένο κεφάλι, σιωπηλὴ ἀποχώρηση. Τὰ γνωρίζουμε
ἕνα πρὸς ἕνα αὐτά. Τὰ σπίτια «τῶν λυπημένων»… Ἀλλὰ ξέρουμε καὶ τὰ
σπίτια ὅπου οἱ ἄνθρωποί τους δὲν εἶναι σὲ θέση ν’ ἀκοῦνε πιὰ μήτε
τὶς φωνὲς τῶν ἀγγέλλων οὔτε τὶς δικές μας, ἀφοῦ τὸ στοιχειὸ τῆς ἀπουσίας
καὶ τῶν ἀποχωρισμῶν κάνει κουμάντο μέσα τους. Ἡ λύπη κι ἐκεῖ ἀκουμπισμένη
στὴν ἐξώπορτα σὰν οἰκόσημο. Τὰ ρόπτρα ἀραχνιασμένα, ἀκούνητα
καιρό. Ὁ σύρτης περασμένος μὲ ἀσφάλεια στὴ θέση του. Στὸ σπίτι τῆς
χήρας Κούλκως βρίσκουμε ξαφνιασμένοι τὸ διάδημα τοῦ Χάρου: τὸ
καπάκι ἀπὸ τὸ σανιδένιο φέρετρο, ποὺ κατασκεύασε ὁ Ντάφας δεξιὸς
ψάλτης τῆς ἐκκλησιᾶς καὶ μαραγκὸς κατὰ κύριο ἐπάγγελμα. Τό ’χει
ντύσει μὲ μαῦρο πανὶ κι ἔχει στερεώσει ἐπάνω τα ἀπαραίτητα θρησκευτικὰ
σύμβολα μὲ λεπτὲς λευκὲς ταινίες. Ἀπὸ καιρὸ τὰ σημάδια τῆς ἀρρώστιας
τῆς μονάκριβης θυγατέρας εἶχαν ἀπελπίσει γιατροὺς καὶ συγγενεῖς.
Καὶ νὰ ποὺ ἡ μέρα ἔφτασε χριστουγεννιάτικα. Δὲν ἔχει κλείσει τὰ
εἰκοσιπέντε. Πέντε ἀπὸ μᾶς θὰ χρειαστεῖ μὲ ἐντολὴ τοῦ δασκάλου νὰ
συνοδέψουν τὴν νεκρὴ μέχρι τὴν ἐκκλησιὰ καὶ τὸ νεκροταφεῖο ὡς ἑξαπτέρυγα.
Ἐπίγεια Σεραφεὶμ καὶ Χερουβεὶμ ἀποσβολωμένα μπροστὰ στὸ θρῆνο
τῆς μάνας. Παραμονὴ Χριστουγέννων καὶ μιὰ νέα γυναίκα ντυμένη τὸ
νυφικό της κοιμᾶται κάτω ἀπὸ τὸ βλέμμα ἐκείνου ποὺ τὰ βλέπει ὅλα
κάτω ἀπὸ τὸ σκοτεινὸ τροῦλο. Εἶναι βαθὺ σούρουπο ὅταν ἔχουν τελειώσει
ὅλα…
Ξανὰ στὸ σχολεῖο. Νύχτα. Ἡ παρωδία
χριστουγεννιάτικου δέντρου, ἔνθεν καὶ ἔνθεν της σκηνῆς, μέσα σὲ
βάσεις τυλιγμένες μὲ τὸ ἀπαράλλαχτο μπλέ. Ἡ σχολικὴ γιορτὴ ποὺ ἀπὸ
στιγμὴ σὲ στιγμὴ ἀρχινᾶ. Τὸ ποδοβολητὸ τῶν νηπίων πίσω ἀπὸ τὴ
σκηνή. Ἡ μαδημένη φάτνη. Τὰ παράφωνα τραγούδια ἀπὸ τὶς παιδικὲς
φωνές. Δὲν ἀργεῖ τὸ γέλιο ν’ ἀνθίσει στὰ πρόσωπα καὶ σὰν μεταδοτικὸ
ἐξάνθημα νὰ ἐξαπλωθεῖ μιὰ ἔξαψη πάνω τους. Τὰ ἀναπόφευκτα λάθη,
οἱ στραβοτιμονιὲς τῆς θεατρικῆς διδασκαλίας, οἱ ξεχασμένοι
στίχοι τῶν ποιημάτων ποὺ ἀναγκαστικὰ παραλείπονται, ἡ ἀνυπομονησία
γιὰ τὶς δεκαπέντε μέρες σχόλης ποὺ ἔρχονται. Ἡ χαρμολύπη. Τὸ χοντρὸ
ἀστεῖο της ψεύτρας ζωῆς. Καὶ μιὰ ξύλινη σόμπα στὸ μέσον της αἴθουσας
ὅπου πάνω της ἔχουν ξεχαστεῖ λίγες φλοῦδες πορτοκάλι. Τὸ χιόνι
ποὺ πέφτει ψιθυριστὰ ἔξω καὶ σκεπάζει τώρα ἐκείνην μὲ τὸ νυφικὸ
στὰ φρεσκοσκαμμένα χώματα.
Ὅταν ὁ δάσκαλος μοιράζει μέσα
σὲ χειροκροτήματα τὰ φτωχικὰ δῶρα ποὺ κληρώνονται κι ὕστερα τὴ
συγκεντρωμένη ἀπὸ τὸ πρωὶ συγκομιδὴ ἀπὸ τὰ κάλαντα: πορτοκάλια,
μανταρίνια, καρύδια, μύγδαλα, φιστίκια, ξερὰ σύκα, μῆλα, κάστανα
ὡς καὶ χαρούπια, κάτι ἀνάμεσά σε «Δεῦτε τελευταῖον ἀσπασμὸν» ἢ
«Διεμοιράσαντο…» καὶ «Καλὴν ἑσπέραν ἄρχοντες…» σὰ νὰ μοῦ σιγομουρμουρίζει
ἡ σκληρὴ ἐδῶ πάνω βιωτὴ μὲ κεῖνο τὸ μπλέ της, ποὺ μέσα του πέφτουν
καὶ σκοτώνονται ὅλα τα χρώματα, θυμίζοντάς μου τὸ «Δυὸ πόρτες ἔχει
ἡ ζωὴ» κι ὅπου βέβαιά τα παιδιὰ μπαινοβγαίνουν «μὲ ἐλευθέρας».
Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγημάτων Ἐποχιακὸς Διανομέας
(ἐκδ. Πανοπτικόν, Θεσσαλονίκη, 2013).
Νώντας Τσίγκας (Ἀθήνα (1959). Ἔζησε μέχρι
τὴν ἐφηβεία του στὸ Βογατσικὸ Καστοριᾶς. Σπούδασε Ἰατρικὴ καὶ
εἰδικεύτηκε στὴ Νευρολογία. Ζεῖ καὶ ἐργάζεται στὴ Θεσσαλονίκη.
Εἶναι ἐπιμελητὴς τῶν ἀδημοσίευτων ἡμερολογίων τοῦ Ἴωνος
Δραγούμη. Τὸ 2021 ἐκδόθηκαν σὲ δική του Εἰσαγωγὴ-ἐπιμέλεια-σχόλια-ἐπίμετρο
Ἴωνος Δραγούμη, Τὰ
«κρυμμένα» ἡμερολόγια, Ὀκτώβριος 1912-Αὔγουστος 1913 (Πατάκης).
Βιβλία του ποὺ ἔχουν ἐκδοθεῖ: Οὑ
ἀπάν’ κι οὑ κάτ’ οὑ κόσμους (2009)· Μαῦρο χιόνι, «ΔιάπυροΝ» (2010)·
Ἐποχιακὸς διανομέας
(Διηγηματα, «Πανοπτικόν», 2013)· Μαθήματα
Πατριδογνωσίας Ι – δυὸ διηγήματα· Μαθήματα Πατριδογνωσίας
ΙΙ, Ἡ κοιμωμένη
(2019). Διηγήματά του ἔχουν δημοσιευτεῖ σὲ λογοτεχνικὰ περιοδικά.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου