|
planodion
Δεκ. 18
|
AΝ ΔΕΝ ΗΞΕΡΑ καλὰ τὸν Σωτήρη, δὲν
θὰ πίστευα λέξη ἀπ' τὴν ἀπίθανη ἱστορία ποὺ μοῦ μετέφερε. Ὄχι
ὅτι δὲν λέει κι αὐτὸς τὶς ὑπερβολές του, ἀλλὰ ἐδῶ πρόκειται γιὰ
γεγονότα τεκμηριωμένα. Ὁ θεῖος του, ποὺ τὸν εἶχα δεῖ κάνα-δυὸ
φορὲς στὸ σπίτι τοῦ Σωτήρη, εἶχε ἕνα οἰκόπεδο στὴν Πελοπόννησο.
Εἶχε στήσει κι ἕνα λυόμενο, κι ἐπειδὴ εἶχε πρόβλημα μὲ τὸ νερὸ ἔκανε
γεώτρηση νὰ φτιάξει πηγάδι. Εἴχανε κάνει κι ἄλλοι στὴν περιοχὴ
κι οἱ περισσότεροι εἴχανε ἐπιτυχία. Τὸ νερό, ὅμως, ποὺ βρῆκε ὁ
θεῖος, ἤτανε κόκκινο, καὶ δὲν ἤτανε νερό, ἦταν αἷμα. Κουβάδες ὁλόκληρους
ἔβγαλε, λέει, ὁ θεῖος ποὺ τά 'χε χαμένα, καὶ δὲν στέρευε μὲ τίποτα.
Εἶχε πέσει σὲ φλέβα. Πῆρε καὶ δεῖγμα καὶ τὸ πῆγε στὸ χημεῖο γιὰ ἀνάλυση.
Τρελάθηκε. Αἷμα, λέει, ἦταν, κανονικό, ἀνθρώπινο, ἀνακατεμένο
πολλὲς ὁμάδες μαζί. Εἶχε, ὅμως, τοῦ 'πάνε, καὶ κάτι κομμάτια μέταλλο
μέσα. Ξανάριξε τὸν κουβά, καὶ τὸ μυστήριο λύθηκε. Ἔχυσε τὸ πηχτὸ
αἷμα καὶ στὸν πάτο βρῆκε ἕνα κονσερβοκούτι ἀνέπαφο. Δὲν ἤθελε
καὶ πολὺ νὰ καταλάβει, ἤτανε καὶ τὸ οἰκόπεδο δυὸ-τρία χιλιόμετρα
ἀπ' τὸν Μελιγαλᾶ, κάτι γινότανε, λοιπόν, μὲ τὴν ὁμώνυμη πηγάδα.
Μαθεύτηκε καὶ στὸ χωριὸ καὶ γινότανε διαδήλωση μέρα-νύχτα. Μαῦρο
καλοκαίρι πέρναγε ὁ θεῖος. Ἤρθανε καὶ ἀπὸ τὴ Νέα Δημοκρατία
καὶ τοῦ δίνανε ὅσο ὅσο νὰ τὸ ἀγοράσουνε τὸ οἰκόπεδο, νὰ φτιάξουνε
καὶ ἐκκλησία καὶ νὰ τὴν ἀφιερώσουνε στὴν Ἁγία Βαρβάρα, τὴν προστάτιδα
τῆς χωροφυλακῆς, ἀλλὰ ὁ θεῖος ἤτανε ἀνένδοτος. Παλιὸς ἀριστερός,
βλέπεις, δὲ σήκωνε κουβέντα. Τὸ σφράγισε τὸ πηγάδι, κλείδωσε καὶ
τὸ σπίτι κι ἦρθε στὴν Ἀθήνα. Ὁ θεῖος τό 'χε λύσει τὸ μυστήριο. Τό
'πε καμαρώνοντας καὶ στὸν ἀνιψιό του: «Προβοκάτσια, Σωτήρη μου!
Προβοκάτσια!»
Πηγή: Μικροαστικὴ
καταστροφή, Ἔκδ. Ὄπερα, Ἀθήνα, 2005.
[Αὐτο-εργοβιογραφικὸ ἀπὸ τὴν ἔκδοση
Πούστευε καὶ μὴ ἐρεύνα,
Ἔκδ. Ὄπερα, Ἀθήνα, 2005:]
Τζίμης Πανούσης. Γεννήθηκε
τὸ 1954, στὶς 12 Φεβρουαρίου, λίγο πρὶν τὶς 12 τὰ μεσάνυχτα [...].
Γράφει τραγούδια, βιβλία καὶ κάνει ἐκπομπὲς στὸ ραδιόφωνο ἀπὸ
τὸ 1988. Ξεκίνησε τὴν καριέρα του ἐννέα χρόνων παίζοντας Καραγκιόζη,
μὲ αὐτοσχέδιες φιγοῦρες ἀπὸ ἐξώφυλλα περιοδικῶν, ἔξω ἀπὸ τὰ
σύρματα ἱδρύματος ἀπροσάρμοστων παιδιῶν στὸ Χολαργό. Ἔχει ἀλλεργία
στὸ ὀπαδιλίκι ὅλων τῶν τύπων, ἀπὸ κόμματα καὶ ὀργανώσεις μέχρι
ποδοσφαιρικὲς ὁμάδες καὶ πατρίδες. Σιχαίνεται τοὺς ἀμερινανοτσολιάδες,
τοὺς νεογενίτσαρους ἐκσυγχρονιστὲς καὶ τοὺς χρηματόδουλους ἀρπακολατζῆδες
[...]. Κομπορρημονεῖ ὁ ἴδιος, ὅτι οὐδέποτε συγκινήθηκε ἀπὸ τὸ
ντέρμπι τῶν αἰωνίων ἀντιπάλων Δόξας καὶ Χρήματος (τὸ παίζει στάνταρ
Χί, καὶ μάλιστα μηδὲν μηδέν). Συμπαγὴς καλλιτέχνης βαρέων βαρῶν,
ἔχει στὴν πλάτη του ἕνα βαρὺ ἔμφραγμα κι ἕνα βαρὺ ἐγκεφαλικό,
ἀλλὰ συνεχίζει ἀπτόητος (;) μὲ τὴν εὐχή: «Νὰ μᾶς ἔχει ὁ θεὸς γεροὺς
νὰ μποροῦμε ν’ ἀρρωστήσουμε, διότι ἡ ἀρρώστια στὸ καπάκι δὲ λέει,
εἶναι τουματσίλα....».
[Ὁ Τζίμης Πανούσης πέθανε ἀπὸ καρδιακὴ
ἀνακοπὴ στὶς 13 Ἰανουαρίου 2018.]
Εἰκόνα: Ἀπὸ τὴν εἰκονογράφηση τῆς
ἔκδοσης Πούστευε
καὶ μὴ ἐρεύνα, Ἔκδ. Ὄπερα, Β΄ ἔκδοση, Ἀθήνα, 2005.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου