ΑΝΟΙΓΩ ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ νὰ μπεῖ τὸ φῶς τῆς μέρας
κι ἐκεῖνο περνᾶ διστακτικὰ μέσα ἀπὸ μικροὺς ἱστοὺς ἀράχνης ποὺ ἔχουν
ἀγκιστρωθεῖ στὰ παντζούρια. Πάντα προτιμοῦσα τὸ φυσικὸ φῶς. Μὲ βοηθᾶ
νὰ βλέπω τὰ πράγματα πιὸ ζωντανά. Ἀφήνω τὴ ματιά μου νὰ γλιστρήσει
στὸ ἀντικρινὸ μπαλκόνι μὲ τὰ πολύχρωμα γεράνια στὶς γλάστρες. Μῆνες
ἔχω νὰ πατήσω τὸ πόδι μου ἐδῶ μέσα. Ἂπ΄ τὴν πρώτη κιόλας στιγμὴ ποὺ
μπῆκα, νιώθω πὼς παρακολουθεῖ κάθε μου κίνηση. Γι’ αὐτὴν ἔχω
ἔρθει. Φέρνω ἀμήχανα ἕνα γύρο στὸ χῶρο κι ἔπειτα παίρνω τὴν ἀπόφαση
νὰ τὴν πλησιάσω. Εἶναι ἐκεῖ, ὅπως τὴν ἄφησα.
Καθισμένη στὰ τελευταῖα σκαλοπάτια
τῆς μαρμάρινης σκάλας, ἔξω ἀπ΄ τὴν μισάνοιχτη εἴσοδο τοῦ διαμερίσματος.
Σκυμμένη ἐλαφρῶς μπροστά, στηρίζει τὸ κεφάλι της μὲ τὴ δεξιά της παλάμη.
Φορᾶ μαῦρο παντελόνι καὶ μπλούζα μπλὲ μακρυμάνικη, ροῦχα τῆς δουλειᾶς.
Μιὰ μικρὴ τούφα ἀπὸ τὰ γκρίζα μαλλιά της ἔχει δραπετεύσει ἀπ΄ τὸ σφιχτοδεμένο
κότσο της καὶ στολίζει τὸ μέτωπό της, ἀπομεινάρι μιᾶς πρὸ πολλοῦ ξεχασμένης
ἀνέμελης νιότης. Πάντα τῆς ἄρεσε νὰ παίρνει μίαν ἀνάσα στὰ σκαλιὰ
πρὶν μπεῖ στὸ σπίτι, ὅταν ἐπέστρεφε ξημερώματα. Εἶχε συνηθίσει τὴν
ἡσυχία τῶν ἄδειων χώρων στὴ βραδινὴ βάρδια. Ἦταν ἡ ὥρα ποὺ ἔβαζε
τὶς σκέψεις της σὲ σειρά. Ἡ δική της ὥρα. Τὰ χέρια της μὲ δέρμα θαμπὸ
καὶ δάχτυλα πρησμένα, μαρτυροῦν πὼς ἡ ἀνάγκη τά ‘χε κάνει νὰ δουλεύουν
σκληρὰ ἀντὶ νὰ κεντοῦν σονάτες καὶ μαζοῦρκες στὸ πιάνο τοῦ Κρατικοῦ
Ὠδείου τῆς Τιφλίδας, ὅπως ἦταν μαθημένα. Ἐγκλωβισμένη στὴν ὤχρα
τῶν τοίχων τοῦ κλιμακοστασίου ποὺ τονίζει τὴ χλωμάδα τοῦ ξενυχτισμένου
προσώπου της, ἀναζητᾶ διέξοδο στὶς χαραγματιὲς καὶ τὰ ξεφλουδίσματα
τῶν τοίχων, μὲ τὸ σκοῦρο βλέμμα της νὰ τὰ διαπερνᾶ καὶ νὰ ταξιδεύει
πάλι ἐλεύθερο στὶς κορφὲς τοῦ Καυκάσου. Ἕνα ἀνομολόγητο παράπονο
θαρρεῖς πὼς διαγράφεται στὸ ἐλαφρὸ κύρτωμα τῶν στενῶν χειλιῶν
της.
Ἀπ΄ τὴ μισάνοιχτη πόρτα πίσω της,
βλέπω ξανὰ τὸν ἑαυτό μου μικρὸ παιδί, νὰ κάθεται μπροστὰ στὸ μοναδικὸ
τραπέζι τοῦ δωματίου καὶ νὰ τὴν περιμένει ζωγραφίζοντας στὸ χαρτὶ
κάτω ἀπ΄ τὸ κίτρινο φῶς τῆς λάμπας. Παρελθὸν καὶ παρὸν συναντιοῦνται
ξανά.
«Ἐδῶ, στὴ σκάλα νὰ μὲ ζωγραφίσεις.
Ἀπὸ δῶ πέρασε ἡ ζωή μου, ἡ ζωή μας.» Ὁ τόνος της, ἀποφασιστικὸς
καὶ σίγουρος δὲν μοῦ εἶχε ἀφήσει περιθώρια ἐπιλογῆς, ὅταν ἕνα
χρόνο πρὶν τῆς ζήτησα νὰ φτιάξω τὸ πορτρέτο της γιὰ τὴν τελευταία
μου ἔκθεση. «Ὅπως θὲς ἐσύ, Μάσενκα.» Χαμογελοῦσε πάντα ὅταν τὴ φώναζα
μὲ τὸ χαϊδευτικό της. Τῆς θύμιζε τὸ νεαρὸ δάσκαλό της στὸ πιάνο, ὅταν
τὴν ἐπιβράβευε γιὰ τὸ παίξιμό της. Εἶχε σταματήσει ἀπὸ καιρὸ νὰ
δουλεύει. Τὰ πόδια της δὲν τὴν βαστοῦσαν πιά. Ἦταν ἡ σειρά μου νὰ τὴ
φροντίζω. Τῆς ἄρεσε ὡστόσο νὰ κάθεται ἀκόμα ποῦ καὶ ποῦ στὶς σκάλες
τοῦ σπιτιοῦ, κι ἄς μὴν μέναμε πιὰ στὸ μικρὸ διαμέρισμα τῆς Καλλιθέας.
Τὴν ἄκουγα τότε νὰ σιγομουρμουρίζει τραγούδια τῆς μακρινῆς πατρίδας
της κι ἔβλεπα στὰ μάτια της βουνά. Ἕνα πρωϊνό, λίγες μέρες μετὰ τὴν
ὁλοκλήρωση τοῦ πίνακα, δὲν ξύπνησε. Τὸ ἀτελιὲ ἔμεινε κλειστὸ γιὰ
μῆνες. Τὸ πορτρέτο ὅμως μὲ περίμενε ὑπομονετικὰ σὲ μίαν ἄκρη ἄγρυπνο.
Βρίσκω τὸ θάρρος καὶ τὴν κοιτῶ
στὰ μάτια. Τὸ βλέμμα μου γίνεται ἕνα μὲ τὶς πυκνὲς καφετιὲς πινελιὲς
τοῦ δικοῦ της. Τὰ μάτια μου γεμίζουν βουνά.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Βάνια Σύρμου (Ρίο ντὲ Τζανέιρο, 1967).
Σπούδασε κλασσικὴ φιλολογία στὴ Φιλοσοφικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν καὶ ἐργάζεται
ὡς ἐκπαιδευτικὸς στὴ δευτεροβάθμια ἐκπαίδευση. Ὁλοκλήρωσε μεταπτυχιακὲς
σπουδὲς στὸ πρόγραμμα «Φύλο καὶ νέα Ἐκπαιδευτικὰ καὶ Ἐργασιακὰ Περιβάλλοντα
στὴν Κοινωνία τῆς Πληροφορίας» στὸ Πανεπιστημίο τοῦ Αἰγαίου. Οἱ
μεταφράσεις της ἀπὸ τὴν ἀγγλόφωνη λογοτεχνία κυκλοφοροῦν ἀπὸ
τὶς ἐκδόσεις Μπιλιέτο. Ἔχουν δημοσιευθεῖ διηγήματά της στὰ λογοτεχνικὰ
ἱστολόγια Fractal, Πλανόδιον – Ἱστορίες
Μπονζάι, Φρέαρ καθὼς
καὶ στὴν «Ἀνθολογία μικροῦ διηγήματος γιὰ τὴ νύχτα» ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις
«κύμα».
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου