|
|
ΠΟΣΟ ΚΑΙΡΟ ΕΧΕΙΣ νὰ χορέψεις τανγκό;» ρώτησε
ὁ Ρέι τὴν Πιλὰρ στὴ συνηθισμένη του ἐπίσκεψη στὸν θάλαμο ὅπου νοσηλευόταν.
Κάθε μέρα, ἀπὸ τότε ποὺ ἔμαθε μὲ μιὰ συμπαντικὴ σύμπτωση πὼς ἐκείνη
εἶχε εἰσαχθεῖ στὸ νοσοκομεῖο πρὶν τρεῖς μῆνες, ἐκεῖνος περνοῦσε πρὶν
ἢ μετὰ τὴ δουλειὰ καὶ καθόταν κάνα μισάωρο νὰ τῆς κάνει παρέα. Τὸ ἤθελε,
τὸ θεωροῦσε χρέος του ἀκόμα, καθὼς ἐκείνη τοῦ εἶχε δώσει τόσα πολλὰ
κι ἄς μὴ βρέθηκαν μαζὶ ποτέ. Ἡ Κάθριν δὲν τὸ ἤξερε, ἀλλὰ δὲν ὑπῆρχε
λόγος νὰ τὸ μάθει. Θὰ τὴν ἀναστάτωνε χωρὶς λόγο, ἔλεγε στὸν ἑαυτό
του. Εἶχαν ζήσει μιὰ ζωὴ μαζὶ καὶ τώρα πιὰ ὅλα αὐτὰ δὲν εἶχαν νόημα,
δὲν θὰ ἄλλαζαν τίποτα. Ἕνα τελευταῖο νόημα ἀπέμενε στὸ νὰ εἶναι
στὸ πλευρὸ τῆς Πιλάρ, ἔτσι ξαπλωμένη καὶ σχεδὸν ἀκίνητη ποὺ ἦταν στὸ
κρεβάτι τοῦ νοσοκομείου. Ἐκείνη ἄλλωστε δὲν εἶχε κανέναν. Εἶχε ρωτήσει
ὁ Ρέι, ἀλλὰ τοῦ εἶπαν οἱ νοσοκόμες πὼς δὲν εἶχε φανεῖ ποτὲ κανείς. Ἔτσι,
ἦταν ὁ μόνος.
«Πότε σταμάτησες νὰ χορεύεις τανγκό; Σίγουρα, γι’ αὐτὸ εἶσαι ἐδῶ. Θὰ χόρευες μέχρι πρὶν τρεῖς μῆνες καὶ θὰ ἔπεσες μαθαίνοντας σὲ κάποιον ἀνεπίδεκτο Ρέι τὰ μυστικά σου.» Ἐκείνη δὲν ἀπάντησε καὶ δὲν ἄνοιξε κὰν τὰ μάτια της, ὁ Ρέι ὅμως δὲν πτοήθηκε. «Καλά, ξεκουράσου. Κάποια στιγμὴ θὰ μοῦ πεῖς τὴν ἱστορία σου καὶ θὰ σοῦ πῶ κι ἐγὼ τί ἔνιωθα καὶ τί νιώθω ἀκόμ...
Ποιὸς μὲ παίρνει τώρα, ρὲ γαμῶτο; Παρακαλῶ; Ναί, Κάθριν, εἶμαι στὴ δουλειά, ἔγινε κάτι; Ἄ, ναί, θυμᾶμαι. Στὶς ἑπτά, ναί; Ἐντάξει, ἔγινε, σὲ κλείνω τώρα γιατί ἔχω μιὰ συνάντηση.» Κλείνοντας τὸ τηλέφωνο σιγουρεύτηκε πὼς δὲν εἶχε μείνει ἀνοιχτὸ κι ἔπειτα γύρισε καὶ κοίταξε τὴν Πιλάρ, ἔτσι γαλήνια ποὺ ἦταν μὲ κλειστὰ τὰ ὄμορφά της μάτια. Κάθισε πάλι στὴν καρέκλα, καθὼς τὸ μισάωρό του δὲν εἶχε τελειώσει ἀκόμα καὶ ἔψαξε στὸ τηλέφωνό του ἐκεῖ ποὺ εἶχε κρύψει τὴ φωτογραφία της ποὺ εἶχε βρεῖ σὲ μιὰ ἐφημερίδα στὸ διαδίκτυο. Χόρευε τανγκὸ μὲ κάποιον ἄλλο καὶ ὁ Ρέι τὴν εἶχε ἀποθηκεύσει καὶ τῆς εἶχε βάλει κωδικό, προστατεύοντάς τὴν ἀπὸ τὰ μάτια ποὺ δὲν θὰ καταλάβαιναν ποτέ.
Τελειώνοντας τὸ ὀνειροπόλο ταξίδι του στὸ μπὰρ τῆς Ντολόρες ὅπου τὴν
εἶχε πρωτοδεῖ κι ἀργότερα στὸ πιάνο μπὰρ «Ἐσπεράντζα», ὅπου τὴν εἶχε
μᾶλλον προβάλλει τὸ μυαλό του τόσο ζωντανὰ ποὺ ἐκεῖνος τὴν ἔνιωσε, ὁ
Ρέι σηκώθηκε καὶ βγῆκε ἔξω στὸν διάδρομο. Κοντοστάθηκε στὴν πόρτα
καὶ τῆς ἔριξε μιὰ τελευταία ματιά. «Δὲν θὰ μοῦ πεῖς ποτὲ γιατί ἐμένα,
ἔτσι;» μουρμούρισε καὶ ἔφυγε γιὰ τὸ σπίτι καὶ τὴν ὑποχρέωση στὶς ἑπτά,
ὅπως τοῦ εἶχε πεῖ ἡ Κάθριν.
Κοιτώντας προσεκτικά, γιὰ νὰ σιγουρευτεῖ ὅτι ὁ Ρέι εἶχε πιὰ φύγει, ἡ
Ντέστινι, ἡ νοσοκόμα τῆς βάρδιας, μπῆκε στὸν θάλαμο τῆς Πιλὰρ καὶ ἄρχισε
νὰ κάνει τὴ δουλειά της. Νὰ τὴν ἀλλάζει, νὰ τὴν καθαρίζει, ἀκόμα καὶ νὰ
τὴ χτενίζει, ὅπως τῆς ἄρεσε νὰ κάνει. Ἀναρωτιέμαι γιατί ἔρχεται, ἀφοῦ
ἐκείνη δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ἀκούσει, σκέφτηκε ἡ Ντέστινι καὶ κοίταξε ἔξω
ἀπὸ τὸ παράθυρο γιὰ νὰ δεῖ τὸν Ρέι μὲ καρφωμένα τὰ μάτια ἐκεῖ ποὺ βρισκόταν
ἡ ἴδια, ὅπως ἔκανε κάθε φορὰ ποὺ ἔφευγε ἀπὸ τὸ νοσοκομεῖο γιὰ λίγα
λεπτά. Κι ἔπειτα, ἀποφεύγοντας τὸν πυροσβεστικὸ κρουνὸ μὲ μιὰ χορευτικὴ
κίνηση, χάθηκε μέσα στὰ αὐτοκίνητα.
Ἡ Ντέστινι κοίταξε τὴν Πιλὰρ κι ἔπειτα ξανὰ ἔξω ἀπὸ τὸ παράθυρο.
Σουρούπωνε. Ἡ φωτεινὴ πινακίδα τοῦ νοσοκομείου Ὅρος Σινᾶ στὸ Μανχάταν
ἄναβε. Ἡ ταμπέλα τῆς σχολῆς χοροῦ διαγώνια ἀπέναντι ἄναβε κι αὐτή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου