|
|
Ο ΓΕΝΝΑΙΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ, ταξειδεύοντας
μὲ τὸ παπόρι κάποτε, διηγήθηκε στὴ σάλλα αὐτὸ τ' ἀνέκδοτο. (Ὁ Ὄθωνας
εἶχε φύγει πιὰ ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα).
«Ὅταν ὁ Βασιλέας μὲ τὴ Βασίλισσα καὶ τὴν ἄλλη συνοδιά, ἔκαναν
τὴν πρώτη περιοδεία τους στὴν Πελοπόννησο, φτάνοντας στ' Ἀνάπλι μὲ
κάλεσε καὶ μοῦ εἶπε ὁ Βασιλέας:
— »Πρέπει νὰ ἐπισκεφθῶμεν καὶ τὰς Μυκήνας, κύριε Κολοκοτρώνη.
Σεῖς ποὺ γνωρίζετε τὸν τόπον, παρακαλῶ νὰ φροντίσετε. Αὔριον θὰ γίνῃ
ἡ ἐκδρομή. Γνωρίζετε τὸ μέρος;
— »Μυκήνας, εἴπατε, Μεγαλειότατε... μάλιστα, θὰ φροντίσω!
»Κατέβηκα στὸ παζάρι κ' ἔφερνα γύρα ρωτῶντας ὅσους Ἀναπλιῶτες
ἀπαντοῦσα νὰ μοῦ ποῦν ποῦ βρίσκονται αὐταὶ αἱ “Μυκῆναι”. Κανεὶς ὅμως
δὲν ἤξερε νὰ μὲ φωτίσῃ.
— »Πρώτη φορὰ ἀκοῦμε αὐτὸ τ' ὄνομα! Τί τόπος εἶν' αὐτός;
»Ἀπελπισμένος κινάω νύχτα γιὰ τὸ πειὸ κοντινὸ χωριό. Στὸ δρόμο
ἀπάντησα κάτι τσοπάνηδες.
— »Ἐλᾶτε 'δῶ, μωρὲ παιδιά: Πέστε μου, σὲ ποιὸ μέρος ἐδῶ τριγύρω
συνηθᾶνε οἱ Λόρδοι καὶ
πηγαίνουνε νὰ δοῦν τίποτε παλιὰ χαλάσματα;
— »Ἐγὼ ξέρω! λέει ἕνας τσοπάνης, στὸ Χαρβάτι τὸ χωριό, κοντὰ στὰ
Φίχτια, πᾶνε συχνὰ οἱ Λόρδοι
μὲ βιβλία κι' ὅλο ψάχνουν κάτι παλιόπετρες ποὺ βρίσκονται
ἀπόξω ἀπ' τὸ χωριό.
»Τότε
θυμήθηκα κ' ἐγὼ πὼς ἤξερα τὸ μέρος, εἶχα μάλιστα κάνει ἕνα γερὸν
πόλεμο μὲ τοὺς Τούρκους ἐκεῖ.
»Κινήσαμε τὸ πρωΐ, κ' ἐγὼ μπροστὰ μὲ τ' ἄλογο καμαρωτὸς ἔφερα
τὴ βασιλικὴ ἀκολουθία στὸ Χαρβάτι, σήκωσα τὸ χέρι ἀργὰ-ἀργὰ κ' ἔδειξα
τὴς παλιόπετρες.
— »Αὐτὲς εἶναι οἱ Μυκῆνες! εἶπα.
»Οἱ συνάδελφοί μου ἔμειναν μὲ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα, παράξενοι γιὰ
τὴ σοφία μου. Ἀλλὰ καὶ ὁ Βασιλέας εὐχαριστήθηκε ὄχι λίγο.
— »Ὁ κύριος Κολοκοτρώνης εἶναι ἐξ ὅλων μας ὁ λογιώτερος καὶ ὁ
περισσότερον κάτοχος ἀρχαιολογικῶν γνώσεων...»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου