ΚΑΘΕΤΑΙ ΣΕ ΑΠΟΣΤΑΣΗ ἀναπνοῆς ἀπὸ ἕναν
σχεδὸν κουφὸ συνομήλικό της ποὺ ἐπιμένει νὰ βάζει μουσική, ὅση
περισσότερη μουσικὴ μπορεῖ πρὶν ἀπὸ τὶς δώδεκα. Τώρα ἔβαλε τὸ
τελευταῖο κομμάτι, βγάζει τὰ ἀκουστικὰ καὶ τῆς χαμογελάει ἀμήχανα,
τὴν κερνάει ἕνα ποτό, πῶς τῆς φάνηκε τὸ τελευταῖο κομμάτι, δὲν
ἦταν καλό; Ἂν ἦταν 1977, θὰ ἔλεγε ὅτι ἦταν φανταστικό, ἀλλὰ τώρα
σηκώνει τοὺς ὤμους, τὸ ἔχει ξεχάσει ἤδη, ἔχει κουραστεῖ ν’ ἀκούει
κομμάτια ποὺ τριγυρνᾶνε γύρω ἀπὸ τὸ πτῶμα τῆς μουσικῆς. Ἂν ἦταν
1977, καὶ οἱ δύο θὰ ἤξεραν ὅτι στὸ τέλος τῆς βραδιᾶς ἔπρεπε ὑποχρεωτικὰ
νὰ πᾶνε σπίτι του ἢ σπίτι της, νὰ πιοῦνε κάτι, νὰ συζητήσουν ἀπὸ
πέντε μέχρι εἴκοσι λεπτά, νὰ πάει στὸ μπάνιο γιὰ νὰ ἄλλαξει τὸ
ρυθμό, αὐτὸς νὰ καπνίζει, νὰ γυρίσει καὶ νὰ καθίσει κάπως πιὸ
κοντά του, ν’ ἀρχίσει νὰ τοῦ λέει μιὰ ἱστορία μὲ κάποιον παλιό,
νὰ τῆς χαϊδέψει τὰ μαλλιά, νὰ γυρίσει πρὸς τὸ μέρος του, νὰ τὸν
κοιτάξει στὰ μάτια, νὰ σκύψει καὶ νὰ τὴν φιλήσει. Ἂν ἦταν 1969, ὅλα
αὐτὰ θὰ γινόντουσαν μέσα σὲ δεκαπέντε μέρες. Ἂν ἦταν 1979, λίγο
πιὸ σύντομα, ἂν ἦταν 1983, θὰ πήγαιναν κατευθεῖαν στὸ κρεβάτι
χωρὶς ποτό, συζήτηση, τσιγάρο, ἐπίσκεψη στὸ μπάνιο, ἐπιστροφὴ
δίπλα του στὸν καναπέ, μικρὴ συζήτηση, χάϊδεμα μαλλιῶν, στροφὴ
πρὸς τὸ μέρος του, βύθισμα στὰ μάτια του, φιλί. Θὰ πήγαιναν κατευθεῖαν
στὸ κρεβάτι, θὰ φιλιόντουσαν λίγο, θὰ γδύνονταν ξεχωριστὰ κι ὑστέρα
θὰ προσπαθοῦσαν νὰ συντονισθοῦν, θὰ δοκίμαζαν δύο ἢ τρεῖς στάσεις,
τὸ πολὺ τέσσερις. Θὰ τελείωναν μαζὶ ἢ χωριστά, θὰ ἔμεναν τρία
λεπτὰ ἀγκαλιασμένοι, ἀμίλητοι. Θὰ τὴν ρώταγε ἂν θέλει νερό, θὰ
ἔλεγε ναί, θὰ πήγαινε νὰ τῆς φέρει, θὰ ἄναβε τσιγάρο περιμένοντάς
τον, θὰ ἐπέστρεφε, θὰ ἔπιναν ὁ καθένας τρεῖς, τὸ πολὺ τέσσερις
γουλιὲς νερό, θὰ τὴν χάιδευε λίγο, λιγότερο ἀπ’ ὅσο θὰ ἤθελε,
θὰ τὸ ἔκαναν δεύτερη φορά, θὰ ἄναβαν τσιγάρο, θὰ ἔπιναν τὸ ὑπόλοιπο
νερό, αὐτὸς θὰ ἔσβηνε κάποια στιγμὴ τὸ φῶς. Θὰ κοιμόντουσαν λίγο
ἄβολα παρακολουθώντας ὁ ἕνας τὸν ὕπνο τοῦ ἄλλου, θὰ ξύπναγαν
κι ἐκεῖνος θὰ ἔλεγε ὅτι δὲν προλαβαίνει νὰ πιεῖ καφὲ γιατὶ ἔχει
μιὰ δουλειὰ στὶς δέκα καὶ μισή. Κι ἐκείνη θὰ ἔλεγε ὅτι ἔχει μιὰ
δουλειά, θὰ ντύνονταν βιαστικά, θὰ κατέβαιναν στὸ δρόμο, θὰ περπατοῦσαν
λίγο μαζὶ κι ὕστερα θὰ χώριζαν.
Ἂν ἦταν 1965, δὲν θὰ εἶχαν κάνει τίποτα καὶ θὰ ἐπιθυμοῦσαν
ἀκόμα ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, ἂν ἦταν 1985, δὲν θὰ εἶχαν κάνει τίποτα
γιὰ νὰ μὴν ἄναγκασθοῦν νὰ ποῦν τὸ πρωὶ ὅτι ἔχουν μιὰ δουλειά, θὰ εἶχαν
χωρίσει μὲ τὴν πρώτη ματιὰ ἢ θὰ εἶχαν πέσει ἀναίσθητοι ἀπὸ τὸ
ποτὸ ὥστε νὰ μπορέσουν νὰ κοιμηθοῦν μαζί, θὰ εἶχαν βαρεθεῖ ὁ ἕνας
τὸν ἄλλο ἀπὸ τὸ πρῶτο ἄγγιγμα. Ἂν ἦταν 1956, θὰ εἶχαν παντρευτεῖ,
ἂν ἦταν 1965, θὰ εἶχαν πάει σινεμά, θὰ πέρναγε τὸ χέρι του στὸν ὦμο
της, θὰ τὴν ἔσφιγγε λίγο, θὰ τῆς χάϊδευε τὸ λαιμό, θὰ τῆς ἔδινε ἕνα
φιλί, θὰ τὸν ἀπωθοῦσε χωρὶς νὰ τὸν ἀπωθεῖ στ’ ἀλήθεια, θὰ δεχόταν
νὰ τὴν φιλήσει πρὸς τὸ τέλος τῆς ταινίας, τὸ 1969 θὰ τὸν φίλαγε κι
αὐτή, μέχρι τὸ 1973 θὰ τὸν φίλαγε κι αὐτὴ κι ἀπὸ τὸ 1975 καὶ μετὰ
δὲν θὰ πήγαιναν καθόλου σινεμά, θὰ ἔκαναν μιὰ σοβαρὴ συζήτηση.
Θὰ συζητοῦσαν πολὺ σοβαρὰ γιὰ τὸ μέλλον τοῦ κόσμου, γιὰ τὸ παρελθὸν
ποὺ ἦταν ἔτσι ὅπως σοῦ λέω, τὸ διάβασα. Μέχρι τὸ 1979 θὰ συζητοῦσαν
πολὺ σοβαρὰ γιὰ τὴν πορεία τῆς ἀνθρωπότητας, στὸ βαθμὸ πού, στὸ
μέτρο πού, σὲ τελευταία ἀνάλυση, ποιὰ εἶναι ἡ βασικὴ ἀντίθεση,
τί πρέπει νὰ κάνουμε. Τὸ πρωὶ θὰ εἶχαν μιὰ δουλειά.
Ἂν ἦταν 1965, κάποια στιγμὴ θὰ τοῦ ἔλεγε ὅτι
πρέπει νὰ πάει σπίτι της, θὰ τὸν ἔβλεπε αὔριο, μήπως εἶχε δουλειά;
Τί δουλειὰ νὰ ἔχει, τρελάθηκες ποὺ ἔχω δουλειά, θὰ τὴν συνόδευε
μέχρι τὴν εἴσοδο τῆς πολυκατοικίας, θὰ τῆς ἔδινε ἕνα τελευταῖο
φιλί, θὰ τὴν ἔβλεπε αὔριο στὸ ἴδιο μέρος. Θὰ ἔμπαινε στὸ διαμέρισμα
βγάζοντας τὰ παπούτσια της, θὰ ξάπλωνε μὲ τὸ τρανζιστοράκι κάτω
ἀπὸ τὸ μαξιλάρι, θὰ κάπνιζε μέσα στὸ σκοτάδι ἀκούγοντας τὴ φωνὴ
ἑνὸς ἠθοποιού τοῦ Ἐθνικοῦ Θεάτρου νὰ διαβάζει κάτω ἀπὸ τὸ μαξιλάρι
τὴν Πριγκηπέσσα
Ἰζαμπώ, θὰ ἔψαχνε στὴ φωνὴ κάτι ποὺ ν’ ἀπευθύνεται
εἰδικὰ σ’ αὐτὴν καὶ θὰ τὸ ἔβρισκε, θὰ κοιμόταν μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι
ἡ Πριγκηπέσσα Ἰζαμπώ
γράφτηκε ἐπειδὴ κάποια στιγμὴ βγῆκε μὲ ἕναν ἄντρα ποὺ θὰ τὸν ἔβλεπε
πάλι αὔριο. Στὴ μέση τῆς νύχτας θὰ ξύπναγε ἀπὸ κάποιο κορνάρισμα,
θὰ ἄνοιγε τὰ μάτια κι ἔκεινη ἀκριβῶς τὴ στιγμὴ τὰ φῶτα τοῦ αὐτοκινήτου
ἀπὸ τὸ δρόμο θὰ ταξίδευαν φευγαλέα στὸ ταβάνι. Θὰ εἶχε ξεχάσει
ἀνοιχτὸ τὸ τρανζιστοράκι καὶ κάτω ἀπὸ τὸ μαξιλάρι μιὰ φωνὴ θὰ
παρουσίαζε ἀρχαῖες μουσικές, φυλαγμένες στὶς κατακόμβες τῆς
κρατικῆς ραδιοφωνίας. Θὰ σηκωνόταν χωρὶς νὰ κάνει θόρυβο καὶ
θὰ ἔβγαινε στὸ μπαλκόνι, θὰ ἔπαιρνε βαθιὰ ἄνασα, θὰ μύριζε τὴν
Ἀθήνα, θὰ σκεφτόταν διάφορα σαχλὰ πράγματα, θὰ ἔλεγε μέσα
της ἕναν ἀνόητο μονόλογο, θὰ γύριζε νὰ κοιμηθεῖ χωρὶς νὰ διακόψει
τὴν ἐλαφρὰ ξελιγωμένη φωνὴ κάτω ἀπὸ τὸ μαξιλάρι. Ἂν ἦταν
1983, θὰ εἶχε ἀνέβει μαζί της χωρὶς νὰ τὴν ρωτήσει κι ὅταν τελείωναν
ὅπως-ὅπως θὰ γύριζε ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, θὰ προλάβαινε καὶ θὰ γύριζε
πρώτη ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά. Ὅλη τὴ νύχτα θὰ εἶχαν γυρισμένες τὶς
πλάτες καὶ μόνο τὸ πρωὶ θὰ γύριζαν πέντε λεπτὰ πρὶν σηκωθοῦν, θὰ
τὴν ἀγκάλιαζε καὶ μετὰ θὰ τῆς ἔλεγε ὅτι ἔχει μιὰ δουλειά. Μέσα
σὲ εἴκοσι χρόνια κατάφεραν νὰ γυρίζουν πολὺ ἄνετα ἀπὸ τὴν ἄλλη
μεριά, αὐτὸ ἦταν τὸ πιὸ μεγάλο κατόρθωμα στὴν ἱστορία τῆς ἄνθρωποτητας,
οἱ ἐλεύθερες σχέσεις, ὁ σεβασμὸς τῆς προσωπικότητας, ἢ ἰσότητας
τῶν δύο φύλων, τὸ ἔλεγαν ὅλα τὰ περιοδικά, τὸ βροντοφώναζαν
οἱ πανεπιστημιακὲς ἀναλύσεις, τὸ ὑποστήριζαν οἱ διαδηλωτὲς
στοὺς δρόμους, τὸ πρότειναν τὰ τραγούδια, τὸ ἔβλεπαν στὶς ταινίες,
τὸ ἔγραφαν στὰ βιβλία, νὰ τοῦ γυρίζεις τὴν πλάτη, νὰ τῆς γυρίζεις
τὴν πλάτη, τὸ πρωῒ νὰ ἔχετε μιὰ δουλειά.
Μέσα σὲ εἴκοσι χρόνια ὅλοι βρέθηκαν ξαφνικὰ
νὰ ἔχουν μιὰ δουλειά, στὶς δέκα καὶ μισή ἔπρεπε νὰ βρίσκονται κάπου.
Μέσα σὲ εἴκοσι χρόνια εἶσαι ἐλεύθερος νὰ δοκιμάσεις ὅ,τι βρεῖς
μπροστά σου, εἶσαι ἔλευθερη νὰ δεχτεῖς ὅλες τὶς δοκιμασίες νομίζοντας
ὅτι εἶναι ξαφνικὲς εὐλογίες πού ἔρχονται ἀπὸ τὸ πουθενά, σταλμένες
ἀπὸ τὴν τυχαία πλοκή, κληροδοτημένες ἀπὸ τὸ τίποτα. Μελαχρινή,
συμπαθητική, ξέρει νὰ κοιμᾶται μὲ κάποιον χωρὶς νὰ τὸν γουστάρει,
τὸ ἔχει μάθει πολὺ καλὰ καὶ τὸ ἔχει βαρεθεῖ, ἂς ἐπιμένουν τὰ διαφημιστικά.
Σηκώνει τοὺς ὤμους, πίνει μιὰ γουλιά, ἂν ἦταν 1977, θὰ ἔλεγε ὅτι
εἶναι φανταστικὸ αὐτὸ τὸ κομμάτι καὶ τώρα μένει στὴ σιωπή, πίνει
μιὰ γουλιά, αἰσθάνεται μιὰ κάποια συμπάθεια γι’ αὐτὸν τὸν σχεδὸν
κουφὸ ἄνθρωπο ποὺ παλεύει ν’ ἀνακαλύψει λίγη μουσικὴ μέσα στὸ
χάος, εἴκοσι χρόνια, μετά. Δὲν θὰ τοῦ γυρίσει τὴν πλάτη, δὲν θὰ
κοιμηθεῖ μαζί του, θὰ τοῦ χαμογελάει ἀπὸ μακριά.
Πηγή:
Ἡ γραμμὴ τοῦ ὁρίζοντα
(Βιβλιοπωλεῖον τῆς Ἑστίας, 1991, 3η ἀνατύπωση, 2004) ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Χρῆστος
Βακαλόπουλος (Ἀθήνα,
1956-1993). Συγγραφέας, σκηνοθέτης καὶ ραδιοφωνικὸς παραγωγὸς.
Σπούδασε οικονομικὰ στὴν ΑΣΟΕ καὶ κινηματογράφο στὸ Παρίσι μὲ δάσκαλό
του τὸν Ἐρὶκ Ρομέρ. Πρῶτο του βιβλίο Ὑπόθεση
Μπὲστ-σέλερ (1980).
Συνεργάστηκε μὲ τὸ περιοδικὸ Ἀντί καὶ τὸν ραδιοφωνικὸ σταθμὸ
τοῦ Δεύτερου Προγράμματος τῆς ΕΡΤ. Τὸ 1992 ἔγραψε καὶ σκηνοθέτησε, μαζὶ
μὲ τὸν Σταῦρο Τσιώλη, τὴν ταινία Παρακαλῶ,
γυναῖκες, μὴν κλαῖτε, ποὺ πῆρε τὸ Βραβεῖο Σεναρίου καὶ
Σκηνοθεσίας στὸ Φεστιβὰλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης ὅπως καὶ τὸ
Βραβείο Καλύτερης Ταινίας τῆς Ἔνωσης Κριτικῶν Κινηματογράφου.
Πέθανε ἀπὸ καρκίνο τοῦ πνεύμονα σὲ ἡλικία 37 ἐτῶν.
Εἰκόνα:
Ἀφίσα τοῦ Θεμιστοκλῆ Οὐρανοπολίτη.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου