|
|
ΤΟ ΞΗΜΕΡΩΜΑ φτάνουν στὸν παράδεισο, στὸ προστατευμένο βασίλειο τῆς ἄμμου. Ἔχουν ἀρκετὲς ὧρες μέχρι νὰ καταφθάσουν οἱ κυνηγοὶ τῆς ψυχαγωγίας, οἱ πολύχρωμες ρακέτες, τὰ διαστημικὰ φουσκωτά, τὰ ἀστραφτερὰ ἀντίσκηνα. Μελαχρινή, πολιτικὲς ἐπιστῆμες, ἔχει μερικὲς ὧρες παρέα μὲ τὰ κοπάδια ποὺ βολτάρουν ἀμέριμνα. Σὲ λίγο θὰ σφαγιασθοῦν καὶ θὰ σερβιρισθοῦν μὲ ὡραῖα μακαρόνια.
Ἔχει λίγη ὥρα. Πρὶν εἰσβάλει μαζικὰ ὁ ξανθὸς κόσμος ὑπῆρχε πολλὴ ὥρα, ἀπίστευτα πολλὴ ὥρα. Ἡ μέρα ἔμοιαζε ἀτελείωτη γιατί βάραιναν πάνω της οἱ αἰῶνες, αὐτοὶ οἱ μυστήριοι αἰῶνες ποὺ ἐπιμένουν νὰ κάνουν αἰσθητὴ τὴν παρουσία τους ἀκόμα καὶ τώρα ποὺ πλημμύρισαν τὰ πάντα ἀπὸ τὸ παρόν, αὐτὸ τὸ παράξενο πράγμα ποὺ ἔφερε σὲ τοῦτα ἐδῶ τὰ μέρη ὁ ξανθὸς κόσμος. Κάποτε ὑπῆρχε ἐλάχιστο παρόν, ὅσο ἀκριβῶς χρειαζόταν ὥστε νὰ μὴν ξεχνιέται ἡ μέρα, νὰ μὴ λυγίζει κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῶν αἰώνων. Τότε ἦταν συμπαθητικό τὸ παρόν, ἦταν ντροπαλό, ἄκουγε τοὺς μεγαλυτέρους του, περίμενε τὴ σειρά του, δὲν ἔβγαζε γλώσσα, δὲν κρατοῦσε κακία, ἔλεγε τὸν πόνο του.
Τότε ἦταν τρυφερὸ τὸ παρὸν γιατί εἶχε καεῖ ἡ γούνα του ἀπὸ τὸν ἔρωτα. Εἶχε ἀποφασίσει νὰ εἶναι εὐγενικό, νὰ στέκεται στὴν ἄκρη καὶ νὰ παρατηρεῖ, νὰ μὴν προδίδει ἔτσι εὔκολα τὰ βάσανά του, νὰ μὴ διεκδικεῖ ἔτσι εὔκολα τὰ δικαιώματά του, νὰ μὴν χτυπάει τὸ ποδαράκι του στὸ πάτωμα, νὰ μὴ μουτρώνει, νὰ μὴν κακολογεῖ, νὰ μὴν γκρινιάζει. Ἦταν συμπαθητικό τὸ παρὸν ἔτσι ὅπως ἔστεκε ἀμήχανο, ἔτσι ὅπως περνοῦσε ἀπαρατήρητο, ἔτσι ὅπως προσευχόταν κάθε τόσο στὸν ἄγνωστο Θεό του. Τὸ μεγάλωναν ὅπως μποροῦσαν οἱ αἰῶνες, καμιὰ φορὰ τοῦ ἔδιναν ἀπὸ τὸ ὑστέρημά τους, τοὺς ἔλεγε κανένα εὐχαριστῶ, αἰσθανόταν πραγματικὴ εὐγνωμοσύνη, δὲν τοὺς γύριζε ἔτσι εὔκολα τὴν πλάτη. Ζοῦσε μαζί τους στὴν ἴδια γειτονιά, πήγαινε στὸ ἴδιο σχολεῖο, ψώνιζε ἀπό τὰ ἴδια μαγαζιά, σύχναζε στὰ ἴδια στέκια, ἐρωτευόταν τὶς ἴδιες γυναῖκες, εἶχε καεῖ μάλιστα ἡ γούνα του ἀπὸ ἔρωτα. Τὸν Ἰούλιο τοῦ 1965 ἡ γούνα τοῦ παρόντος κάηκε γιὰ τελευταία φορὰ ἀπὸ ἔρωτα καὶ οἱ αἰῶνες ἀνησύχησαν σοβαρά, μέχρι τὸν Ἰούλιο τοῦ 1965 ἦταν ἐρωτευμένο τὸ παρὸν κι αὐτὸ τὸ ἤξεραν ὅλοι στὴ γειτονιά, τὸ ἔλεγαν στὰ μαγαζιά, τὸ ψιθύριζαν στὰ σχολεῖα.
Τριανταδύο χρόνων, πολιτικὲς ἔπιστημες, ἔχει λίγη ὥρα μέχρι νὰ
καταληφθεῖ ἀπὸ τὰ ἀσκέρια τῶν διακοπῶν ἡ παραλία, κάτι θυμᾶται ἀπὸ
τὴν ἐποχὴ ποὺ τὸ παρὸν μεγάλωνε ὅπως-ὅπως μὲ τὴ βοήθεια τῶν ταπεινῶν
αἰώνων. Ὕστερα ἦρθε ὁ ξανθὸς κόσμος καὶ τὸ ξεσήκωσε, τοῦ σφύριξε στὸ
αὐτί, τὸ χτύπησε στὴν πλάτη, τὸ ἔπεισε ὅτι ὑπάρχει μόνο αὐτό, ὅλοι οἱ
ἄλλοι τὸ προετοίμαζαν, τὸ ἐμπόδιζαν, δὲν τὸ ἄφηναν νὰ τραβήξει τὸ
δρόμο του, τὸ στενοχωροῦσαν, τοῦ ἔστηναν παγίδες, τὸ εἶχαν φυλακίσει
σ’ αὐτὴ τὴν ἄθλια γειτονιά, τὸ κρατοῦσαν αἰχμάλωτο, τοῦ πέταγαν ψίχουλα
ἐνῶ ἦταν ὅλα δικά του, ἔπρεπε νὰ τὰ διεκδικήσει, νὰ σηκωθεῖ νὰ τὰ
πάρει. Ἔπρεπε νὰ σπάσει τὰ δεσμά, ν’ ἀγοράσει μηχανήματα, νὰ μασουλάει
κάτι ὅλη μέρα, νὰ ντύνεται στὰ καλύτερα μαγαζιά, νὰ διεκδικεῖ τὰ
δικαιώματά του, νὰ φωνάζει παντοῦ τὸ δίκιο του, νὰ συνδικαλίζεται,
νὰ καταστρέφει ὅ,τι ἔβρισκε μπροστά του, νὰ χαίρεται, ν’ ἀπολαμβάνει,
νὰ ἔχει ἄγχος, νὰ μὴν ἔχει καθόλου χρόνο, οὔτε γιὰ δεῖγμα. Τὸν Αὔγουστο
τοῦ 1965 τὸ παρὸν στάθηκε στὰ πόδια του κι ἀποφάσισε νὰ καταπιεῖ τὰ
πάντα, σιγὰ σιγὰ τὰ κατάφερε κι ἔτσι ἔχασε τελείως τὸ χρόνο του, ἀγόρασε
μηχανήματα, ἤπιε τὰ πιὸ ἀκριβὰ ποτά, γκρίνιαξε, γάμησε, ἔδειρε, τὰ
ἔκανε ὅλα μὲ τὴν εὐλογία τοῦ ξανθοῦ κόσμου. Ἀπὸ τὸν Αὔγουστο τοῦ 1965
καὶ μετὰ τὸ παρὸν προόδευσε σημαντικά, κάλυψε τὰ πάντα καὶ δὲν ἄφησε
τίποτα ὄρθιο, ἀνέτρεψε τὰ πάντα, ἄλλαξε γνώμη τριανταoχτὼ χιλιάδες
φορές, ἔκανε τὴν Ἐπανάστασή του γιὰ νὰ ἔχει ἀναμνήσεις στὴ συντήρησή
του, ἐγκαθίδρυσε παντοῦ τὴν καχυποψία, ἔφαγε χιλιάδες μπριζόλες,
σπούδασε πολιτικὲς ἐπιστῆμες, κατέλαβε τὰ μέσα μαζικῆς ἐνημέρωσης
καὶ δὲν τὰ ἄφησε νὰ πάρουν ἀνάσα, τὰ ὑποχρέωσε νὰ λειτουργοῦν ἀσταμάτητα
καὶ νὰ πληροφοροῦν τὴν ἀνθρωπότητα ὅτι οἱ αἰῶνες ὑπῆρξαν πλάσματα
τῆς φαντασίας της. Ἔτσι συνέβαινε πάντα, ὑπῆρχε μόνο παρὸν καὶ μᾶς τὸ
ἔκρυβαν, ὁ ξανθὸς κόσμος μᾶς ἀπελευθέρωσε, οἱ ρακέτες μᾶς ἀπελευθέρωσαν,
τὰ διαστημικὰ φουσκωτὰ μᾶς ἀπελευθερώνουν συνεχῶς, οἱ αἰῶνες βάραιναν
ἐπικίνδυνα πάνω μας καὶ δὲν μᾶς ἄφηναν ν’ ἀπολαύσουμε, ὅλα ἦταν βαρετὰ
καὶ ὑπῆρχε ἀπίστευτα πολλὴ ὥρα. Ὑπῆρχε μόνο παρὸν καὶ δὲν μᾶς τὸ ἔλεγαν,
θυμόντουσαν παλιὲς ἀνύπαρκτες ἱστορίες, πλάσματα τῆς φαντασίας
τους. Μᾶς εἶχαν φυλακίσει στὴ φαντασία μας, νομίζαμε ὅτι οἱ γειτονιές
μας εἶχαν τὸ ἀναφαίρετο δικαίωμα νὰ διαρκέσουν χίλια χρόνια. Οἱ πολύχρωμες
ρακέτες μᾶς ἀπελευθέρωσαν, τὰ μπαλάκια ποὺ ἔρχονται μὲ φουσκωτὰ σὲ
λίγη ὥρα τὰ ξανθὰ μαυρισμένα κορμιά, ὁ στρατὸς τοῦ παρόντος, ὁ ἐξολοθρευτὴς
τῶν ταπεινῶν αἰώνων ποὺ νομίσαμε ὅτι μᾶς μεγάλωσαν ὅπως-ὅπως. Κάποτε
τὸ παρὸν ἦταν συμπαθητικὸ κι ἀργότερα κατάλαβε τὸ λάθος του, στάθηκε
στὸ ὕψος του καὶ κυρίευσε τὴν οἰκουμένη.
Τριανταδύο χρόνων, συνομήλικη τοῦ παρόντος. Σπούδασε πολιτικὲς ἐπιστῆμες,
γνώρισε τὸν Γιάννη στὴ Βενετία, ἀποφάσισαν νὰ ζήσουν ὅσο μποροῦσαν
καλύτερα στὸ παρόν, μὲ λίγα λογικὰ σχέδια γιὰ τὸ μέλλον. Ἡ Ἔρση ἀποφάσισε
νὰ ζήσει στὸ παρόν, παντρεύτηκε ἕναν δημοσιογράφο. Ἡ Βάνα ἀποφάσισε
νὰ ζήσει στὸ παρόν, ἡ Μίνα ἀποφάσισε νὰ ζήσει στὸ παρόν, δημιουργοῦν
τὸ παρόν τους καὶ δὲν ἔχουν καθόλου χρόνο, κυνηγᾶνε τὸ παρὸν καὶ σκέφτονται
τί θὰ γίνει μετά, ἕνα τεράστιο μετὰ τοὺς ἐμποδίζει νὰ ζήσουν στὸ παρὸν
ὅπως ἔχουν ἀποφασίσει μὲ τὶς εὐλογίες, μὲ τὶς ρακέτες τοῦ ξανθοῦ κόσμου.
Ὑπάρχει συνεχῶς ἕνα μετὰ ἀπὸ τότε ποὺ ἀποσύρθηκαν οἱ ταπεινοὶ αἰῶνες,
προβάλλει ἀόριστο καὶ ἀπειλητικό, δὲν ὑπάρχει χρόνος γιὰ τίποτα, ὑπάρχει
ἕνα ἀδηφάγο μετά, στέκεται ἀδυσώπητο, ἀγέρωχο, ἀπειλητικό. Δὲν
πρόκειται γιὰ τὸ μέλλον, ἐκεῖνο ἀποτελοῦσε προϊὸν τῆς φαντασίας τῆς
ἀνθρωπότητας ἐξίσου μὲ τοὺς αἰῶνες, βάραινε μὲ τὴν ἴδια ταπεινότητα
στὸν αἰώνα τὸν ἅπαντα, συγχωνευόταν κάθε τόσο μὲ τὸ παρελθόν, ἦταν ἐπικίνδυνο
κι ἔπρεπε νὰ φύγει ἀπὸ τὴ μέση. Πρόκειται γιὰ τὸ μετά, αὐτὸ τὸ μετὰ ποὺ
ἀποτελεῖ καὶ τὸ μοναδικὸ ὑπαρκτὸ παρόν, τὸ εἰρωνικὸ μετὰ ποὺ κάνει
τὸν Γιάννη ἀνύπαρκτο, τὴν Ἔρση ἀνύπαρκτη, τὴ Βάνα ἀνύπαρκτη, τὴ Μίνα
ἀνύπαρκτη, τὶς πολιτικὲς ἐπιστῆμες ἐντελῶς ἀνυπόληπτες, τὸν ξανθὸ
κόσμο νευρικό, μὲ ἄγχος, χωρὶς καθόλου χρόνο. Τὸ παρὸν ἦταν τρυφερό,
εὐαίσθητο, ἀπροστάτευτο, μποροῦσες νὰ τοῦ δώσεις μιὰ καὶ νὰ τὸ λιώσεις
σὰν ζωΰφιο καὶ τώρα στέκει πάνοπλο, θωρακισμένο, ἐξοπλισμένο,
μπουκωμένο ἀπὸ πολιτικὲς ἐπιστῆμες, σιδηροδέσμιο στὸ ὑπόγειο ἑνὸς
μετὰ ἀπὸ τὸ ὁποῖο τοῦ εἶναι ἀδύνατον ν’ ἁπαλλαγεῖ ἀπὸ τότε ποὺ ἔκανε
πέρα τοὺς ταπεινοὺς αἰῶνες. Ἔχει λίγη ὥρα, μπορεῖ νὰ ξαπλώσει στὴν ἄμμο,
σὲ λίγο θὰ καταφθάσουν τὰ φουσκωτά, θὰ κατέβουν σὲ πλήρη ἐξάρτυση
καὶ θὰ ἐφαρμόσουν τὸ πρόγραμμα, θὰ προσπαθήσουν νὰ διασκεδάσουν σωστά,
νὰ μὴν χάσουν πολύτιμο χρόνο. Θὰ τοὺς δεῖ νὰ ἔρχονται θριαμβευτὲς ἀπὸ
τὴ θάλασσα, θὰ πλησιάσουν σχηματίζοντας ἕνα τεράστιο μετά, τί θὰ φᾶνε
μετά, θὰ σφάξουνε κανένα ζῶο. Τὸ παρὸν ἦταν ἄμηχανο, ἀπροστάτευτο,
τρυφερὸ καὶ τώρα ἀναρωτιέται τί πρόκειται νὰ τοῦ συμβεῖ, τώρα ποὺ ἔστειλε
στὸν ἀγύριστο τοὺς αἰῶνες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου