ΘΑ ΠΑΩ τρεῖς μέρες στοὺς γονεῖς μου», τοῦ εἶπε
μιὰ μέρα στὸ μεσημεριανὸ ἡ Κάθριν. «Λέω τὸ ἄλλο σαββατοκύριακο.»
Τὴν κοίταξε ἀφηρημένος, ἐνῶ ταυτόχρονα μᾶλλον
ἤδη σκεφτόταν τί θὰ ἔκανε ἐκεῖνος. Μᾶλλον θὰ διόρθωνε γραπτά, ὅπως
ἦταν ἡ ἐμμονικὴ ἀπαίτηση σὲ αὐτὸ τὸ κωλοπανεπιστήμιο ποὺ δίδασκε.
Ἐκείνη στὴν ἐξοχὴ κι αὐτὸς στὴν ἐνοχή. Ὡραῖος τρόπος νὰ ζεῖς. Γάμα
το, σκέφτηκε καὶ τὴ ρώτησε ἂν εἶχε ἑτοιμασίες, ἂν ἤθελε νὰ κάνουν
κάτι πρὶν τὸ ταξίδι της καὶ τέλος ἂν ὄντως θὰ ἄνοιγαν ἐκεῖνο τὸ κρασὶ
ποὺ τοὺς ἔφεραν τὰ Χριστούγεννα οἱ γείτονες γιὰ νὰ δοῦν τὸ τελευταῖο
ἐπεισόδιο τῆς σειρᾶς ποὺ εἶχαν ἀρχίσει. Στὰ δύο πρῶτα, ἡ Κάθριν εἶπε
ὄχι, στὰ ἄλλα δύο ναί. Ἰσοπαλία 0-0. Σὰν τὸν γάμο του ἀπὸ τότε ποὺ ἔμαθε
πὼς ἡ Πιλὰρ ἦταν ξαπλωμένη στὸ κρεβάτι τοῦ νοσοκομείου σὲ κωματώδη
κατάσταση. Ἀπὸ τότε ποὺ πήγαινε καὶ τῆς μιλοῦσε στὸ προσκέφαλό
της. Ἀπὸ τότε ποὺ τὴν εἶδε μήπως στῆς Ντολόρες;
Τί νόημα ἔχει, σκέφτηκε. Νὰ τί θὰ κάνω. Θὰ περάσω
ὅλο τὸ σαββατοκύριακο κοντά της. Καὶ χαμογέλασε ἀσυναίσθητα.
Ἔφτασε, λοιπόν, ἡ ὥρα καὶ ἡ Κάθριν ἔφυγε τὴν Παρασκευὴ
τὸ πρωΐ. Μισὴ ὥρα ἀργότερα τὸν πῆρε τηλέφωνο. Θὰ ξέχασε κάτι, σκέφτηκε
ὁ Ρέι. Καὶ τὸ σήκωσε κάπως βαριεστημένα. «Ἔλα.» «Ἐγώ...» «Ξέχασες
κάτι; Γυρνᾶς;» «Ὄχι, ἤθελα νὰ σοῦ πῶ.» «Ἄ, τί;» «Στὴν εἴσοδο κάτω ἀπὸ
τὰ κλειδιά σου ἔχει κάτι.» «Ἄ, τί;» «Ἕνα γράμμα» «Ἄ, τί...» «Ὄχι, ἀπὸ
μένα. Δὲν σὲ χωρίζω, ἠλίθιε» «Ἀ, τί!» «Ἀπὸ τὴν Πιλάρ...» «Ἄα...»
Στὸ Πὶ εἶχε ἤδη πάει στὰ κλειδιά του καὶ κρατοῦσε
τὸ γράμμα στὰ χέρια του. «Πότε; Πῶς;» «Ἦρθε πρὶν καιρό. Πρὶν χρόνια.
Δέν...» «Γιατί;» «Δὲν ξέρω. Διάβασέ το. Σοῦ ἀνήκει. Γειά.» «Γειά.»
Μὶ κερίδο,
Δὲν μοῦ ἀρέσουν οἱ εἰσαγωγές, ὁπότε θὰ σοῦ πῶ ἀπευθείας
μιὰ ἱστορία γιὰ τότε ποὺ γνωριστήκαμε. Στῆς Ντολόρες. Θυμᾶσαι; Πῶς
νὰ μὴ θυμᾶσαι; Κάθε βράδυ σὲ περίμενα. Κάθε βράδυ σοῦ ἔκοβα τὸ “σ’
ἀγαπῶ” στὰ χείλη μὲ μιὰ κοφτὴ κίνηση στὸ τανγκό μας γιὰ νὰ μὴν τὸ πεῖς.
Ἐγὼ ὅμως σοῦ τὸ ἔλεγα. Θυμᾶσαι τὸ γλίστρημα τοῦ ποδιοῦ πρὸς τὰ πίσω;
Ἐκεῖνο ποὺ δὲν κατάφερες ποτὲ νὰ κάνεις χωρὶς νὰ χάσεις λίγο τὴν ἰσορροπία
σου; Ἐγὼ, ἐπίτηδες τὸ ἔκανα. Ἤμουν ἕτοιμη νὰ φτάσω μέχρι κάτω γιὰ
νὰ σοῦ πῶ πόσο ἀγωνιῶ νὰ ἔρθεις καὶ πόσο πετάω μέσα μου στὸ ἀδέξιο
κράτημά σου.
Κι ὅταν κάηκε τὸ μπὰρ τῆς Ντολόρες, κάηκαν μαζὶ
καὶ τὰ ὄνειρα ποὺ εἶχα νὰ ἔρχεσαι καὶ νὰ χορεύουμε καὶ νὰ ταξιδέψουμε
μαζί. Ἐκεῖ μέσα καὶ ἀλλοῦ. Ἤθελα νὰ εἶμαι μαζί σου, Ρέι. Μόνο μαζί
σου. Πῶς ξέρω τὸ ὄνομά σου; Σίγουρα θὰ τὸ σκέφτεσαι. Σκέψου. Θὰ τὸ
βρεῖς.
Ἔμαθα ὅτι παντρεύτηκες. Ἔμαθα ὅτι πᾶς στὸ Ἐσπεράντζα.
Εἶδα ὅτι μὲ σκέφτεσαι. Τὸ εἶδα στὰ μάτια σου τὴν ὥρα ποὺ κατέβαζες
τὴ Ρούμπια μπίρα. Ἐμένα σκεφτόσουν, Ρέι; Τὸ τανγκό; Τὸν Μάικ ποὺ φλυαροῦσε
στὸ πιάνο; Τί εἶδες στὴν τουαλέτα, Ρέι; Φάντασμα; Δὲν εἶμαι φάντασμα.
Εἶμαι ἡ Πιλάρ. Ἐσὺ πάντα ἤξερες τὸ ὄνομά μου. Αὐτὸ ποὺ δὲν ἤξερες ἦταν
ἡ ζωή μου. Οὔτε τώρα τὴν ξέρεις. Οὔτε ἔμαθες ἂν ἀγάπησα ποτέ, ἂν ἔκανα
παιδί, ἂν ἤμουν μὲ κάποιον, ἂν χόρεψα ξανά. Ὅμως, ἐγώ, Ρέι, ἔζησα
νὰ ξέρεις. Ὄχι μαζί σου. Ἔζησα. Μ’ ἐμένα. Ἀγάπησα ἐμένα κι ἕναν
ζωγράφο. Φαμπιὰν τὸν λέγανε. Σίγουρα θὰ ἔχεις ἕναν πίνακά του στὸ
σαλόνι σου. Ὅλοι στὸ Μανχάταν ἔχετε. Σᾶς πουλάει φαντασίωση. Ὅπως
μοῦ πούλησε κι ἐμένα. Χόρευα κι ἐκεῖνος ζωγράφιζε. Σὲ σκεφτόμουν
κι ἐκεῖνος ζωγράφιζε. Ἔφυγα κι ἐκεῖνος ζωγράφιζε. Ποιὰ Πιλὰρ σὲ
κοιτάζει αὐτὴ τὴ στιγμή, ἀλήθεια; Ἡ ξανθιὰ ποὺ περιμένει κάτι; Ἢ ἡ
ἄλλη στὸ μπὰρ ποὺ φαίνεται μόνο ἡ πλάτη της; Ἢ αὐτὴ στὸ κρεβάτι; Ὅλες
ἐγώ. Ὅλοι ἐσύ.
Σὲ ἤθελα, Ρέι. Ὅμως, πιὸ πολὺ ἤθελα νὰ εἶμαι καλὰ
ἐγώ. Θὰ μὲ ἔκανες καλά, Ρέι; Δὲν ξέρω πιά. Εἶπα, παρ’ ὅλα αὐτά, νὰ
σοῦ γράψω τί ἔνιωθα καὶ τί νιώθω. Κάτι στὸν τρόπο ποὺ μὲ κοιτοῦσες,
μὲ ἔκανε νὰ θέλω νὰ χορέψω πιὸ παθιασμένα, Ρέι. Δὲν μ’ ἔνοιαζε ποὺ
ἐσὺ δὲν τὰ κατάφερνες. Οὔτε μ’ ἔνοιαξε ποὺ γιόρτασες τὴν ἐπέτειό
σου στὸ μαγαζί μας. Κι ἄς ἦταν ἄλλο. Κι ἄς ἤμουν ἄλλη. Κι ἄς ἤσουν ἄλλος
πιά.
Ἀκόμα μὲ κάνεις νὰ χορεύω. Μᾶλλον ἔτσι θὰ πεθάνω
ἐγώ. Θὰ πέσω ὅταν τὰ κόκαλά μου δὲν μὲ κρατᾶνε πιὰ στὸ γλίστρημα πού
σοῦ λέω “σ’ ἀγαπῶ”. Φαντάζεσαι; Κι ἐσὺ θὰ ἔρχεσαι στὸ νοσοκομεῖο
νὰ μὲ δεῖς. Θὰ ἔρθεις, Ρέι; Θὰ εἶσαι τότε μαζί μου;
Ἐγὼ θὰ εἶμαι, Ρέι.
Τὲ κιέρο, μὶ ἀμόρ!
Πιλάρ, λὰ ρούμπια.
Τὰ μάτια τοῦ Ρέι ὑψώθηκαν ἀπὸ τὸ γράμμα καὶ κοίταξαν
τὸν πίνακα τοῦ σαλονιοῦ. Πάντα τοῦ ἄρεσε αὐτὸς ὁ πίνακας. Τοῦ δημιουργοῦσε
θαλπωρή. Ἔνιωθε ἥσυχος κοιτάζοντας τὴν ξανθιὰ κοπέλα ποὺ κάτι
περίμενε. Περίμενε μαζί της.
Δίπλωσε ἤρεμα τὸ γράμμα, τὸ ἔβαλε στὴν τσέπη τοῦ
μπουφὰν καὶ πῆγε στὸ νοσοκομεῖο νὰ τὴ χαιρετήσει.
Πηγή: Hayden’s Ferry Review,
Arizona State University, 2002.ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Ὁ Ρόμπερτ Μανς (Robert Mans) γεννήθηκε στὴ Νέα Ὑόρκη.
Σπούδασε Κινηματογραφία καὶ Δημιουργικὴ Γραφή. Ἀγαπάει τὴν
ποίηση καὶ τὸ μικροδιήγημα καὶ μοιράζει τὸν χρόνο του ἀνάμεσα
στὴ συγγραφὴ καὶ τὴ διδασκαλία δημιουργικῆς γραφῆς σὲ ὁμάδες ἐνηλίκων
καὶ παιδιῶν σὲ διάφορα μέρη τοῦ κόσμου, μὲ σκοπὸ τὴν αὐτοβελτίωση,
καθὼς καὶ τὴν ἀνάδειξη τῶν ταλέντων τους.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:
Μανουσάκης, Βασίλης. (Ἀθήνα, 1972). Ποίηση, διήγημα, μετάφραση.
Ἔχει διδακτορικὸ στὴν Ἀμερικανικὴ ποίηση. Διδάσκει λογοτεχνία
καὶ μετάφραση στὸ Hellenic American College. Βιβλία του: Μιᾶς σταγόνας χρόνος (ποίηση,
2009), Ἀνθρώπων ὄνειρα (διηγήματα,
2010), Movie Stills (ποίηση
στὴν ἀγγλικὴ γλώσσα, 2013), Εὔθραυστο
ὅριο (ποίηση, 2014). Συμμετεῖχε στὴν ἐπιμέλεια τῶν
τριῶν ἀφιερωμάτων τοῦ περιοδικοῦ Πλανόδιον γιὰ τὸ ἑλληνικὸ καὶ
τὸ ἀμερικανικὸ μικροδιήγημα/μπονζάι. Ἔχει μεταφράσει πάνω ἀπὸ
20 λογοτεχνικὰ βιβλία καὶ δεκάδες διηγήματα καὶ ποιήματα. Ἔχει
ἐπιμεληθεῖ λογοτεχνικὰ ἀφιερώματα στὸ ἐξωτερικό, ἐνῶ μεταφράσεις
καὶ ἄρθρα του ἔχουν δημοσιευτεῖ σὲ περιοδικὰ τῆς Ἑλλάδας καὶ τοῦ
ἐξωτερικοῦ. Ἀπὸ τὸν Νοέμβριο τοῦ 2020 διδάσκει σὲ σεμινάρια στὸ
New York Writers Workshop.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου