|
|
ΠΕΡΙ ΤΟΝ ΜΑΡΤΙΟΝ, νομίζω, τοῦ 1825 παρουσιάσθη
ἀνάγκη νὰ ἐκκινήσῃ ἀμέσως ὁ Ἑλληνικὸς στόλος κατὰ τοῦ Ἰμπραῒμ πασσᾶ.
Συνῆλθον τότε ἐν τῷ Μοναστηρίῳ οἱ μεγάθυμοι οἰκοκυραῖοι τῆς Ὕδρας
καὶ ἀπεφάσισαν νὰ συνεισφέρουν καὶ τὰ τελευταῖα τάλληρά των πρὸς ἐκκίνησιν
τοῦ στόλου, τέσσαρες δὲ χιλιάδες ταλλήρων ἀνελογίσθησαν εἰς τὸν Μῆτρο-Μιχάλην
(τὸν γέροντα Τσαμαδόν).
— »Ἀδελφοί, εἶπε τότε εἰς τοὺς ἄλλους, τάλληρα πλέον δὲν μοῦ ἔμειναν,
διότι ὅσα εἶχα τὰ ἐδαπάνησα· ἔχω ὅμως τὴν ζωήν μου ἀκόμη, καὶ ἰδοὺ
ἐπιβαίνω τοῦ πλοίου μου ὡς ναύτης.
»Καὶ ταῦτα εἰπών, ἐκίνησε μὲ τρέμοντας πόδας ὁ γηραιὸς οἰκοκύρης
τῆς Ὕδρας, ὅπως θυσιάσῃ διὰ τὴν ἀπελευθέρωσιν τῆς πατρίδος ὅ,τι εἰσέτι
τῷ ἔμενε, τὴν ζωήν του αὐτήν. Ἡμάρτησάν τινες τότε ὑποθέσαντες ὅτι
ἐκ φιλαργυρίας ὁ γέρων Τσαμαδὸς δὲν ἔδωκε τὰς 4.000 τάλληρα, ἀλλὰ
μετ' ὀλίγον ἠναγκάσθησαν νὰ ζητήσωσι συγγνώμην ἀπὸ τὸν νεκρόν
του, τὸν κηδευθέντα πενέστατα δι' ἔλλειψιν χρημάτων, ἐν ᾧ 150 χιλιάδες
τάλληρα ἐδαπάνησε διὰ τῆς πατρίδος του τὴν αὐτονομίαν. Τούτου δὲ ὁ
υἱὸς Λάζαρος ἐλθὼν εἰς Ἀθήνας διὰ νὰ ζητήσῃ χρηματικήν τινα περίθαλψιν
παρὰ τῆς Κυβερνήσεως, καὶ μὴ εἰσακουσθείς, κατέβη πεζὸς εἰς Πειραιᾶ,
διότι καὶ τῆς δραχμῆς ἐστερεῖτο δι' ἀγώγιον, καὶ μεταβὰς εἰς Ὕδραν
δωρεὰν διά τινος Ὑδραϊκοῦ πλοιαρίου, αὐτοχειριάσθη ὁ δύσποτμος*!(1)»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου