.
Πάολα Ντὲλ Τζόπο
(Paola Del Zoppo) Ἡ
λογοτεχνικὴ πολὺ σύντομη φόρμα [microforma]
στὴ
γερμανικὴ γλώσσα
μεταξὺ
τοῦ 1960 καὶ τῶν ἀρχῶν τοῦ 21ου αἰώνα.
Ἱστορικο-λογοτεχνικά,
θεωρητικὰ καὶ μορφικὰ χαρακτηριστικὰ
ἑνὸς τρόπου δέσμευσης (La
microforma letteraria in lingua tedesca tra il 1960 e i primi anni del 2000.
Tratti
storico-letterari, teorici e di scrittura di una forma dell’engagement)
ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ οἱ σύντομες
ἢ πολὺ σύντομες φόρμες —οἱ ὁποῖες δὲν ἀπολάμβαναν τὸ status ποὺ ἔχει
στὴν ἀγορὰ τὸ μυθιστόρημα οὔτε τὸ status ποὺ ἔχει στὸν κόσμο τῆς κριτικῆς
καὶ τῶν ἀκαδημαϊκῶν ἡ ποίηση— ἀντιπροσώπευαν, στὸν τρόπο ποὺ τὶς
ἐκλάμβανε ἡ κριτική, ἕνα δύσκολο εἶδος τὸ ὁποῖο, ἀντὶ νὰ χαίρει ἐκτίμησης
λόγῳ τῆς ἐν δυνάμει ἀπέραντης πολυπλευρικότητας καὶ ἑτερογένειάς
του, ὁριζόταν ex negativo ἤ, σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις, ὡς ἄμεσα
σχετιζόμενο μὲ τὸ σύντομο διήγημα. Στὴν ψηφιακὴ ἐποχὴ ἡ μικροαφήγηση
γνώρισε διαφορετικοὺς ὁρισμοὺς ποὺ βασίζονται στὶς δυνατότητες
καὶ τὶς ἀπαιτήσεις οἱ ὁποῖες, φαινομενικὰ τουλάχιστον, συνδέονται
μὲ τὸ διαφορετικὸ μέσο διάδοσης αὐτῶν τῶν ἱστοριῶν. Τὰ χαρακτηριστικὰ
τοῦ ἀμερικανικοῦ Flash Fiction καὶ τῆς ἱσπανόγραπτης minificcion, γίνονται
παράμετροι γιὰ μιὰ συζήτηση περὶ τοῦ «νέου εἴδους», μιὰ συζήτηση
ποὺ παρέχει σὲ μιὰ ὅλο καὶ πιὸ διαβαθμισμένη καὶ ἐπιμερισμένη
κριτικὴ μιὰ «χρήσιμη» ὀπτικὴ τῆς μικροαφήγησης, τώρα πλέον ποὺ ἔγινε
ἀντιληπτὴ ἡ διάδοσή της σὲ ἕνα ὅλο καὶ πιὸ εὐρὺ κοινό. Ἑπομένως, ἡ ἔκρηξη τοῦ φαινομένου ὡς ἐπικρατοῦσα λογοτεχνία, ἡ ὁποία συνδυάζεται μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τῆς διαδικτυακῆς καὶ μέσῳ τῶν ΜΚΔ ἐπικοινωνίας μὲ λογοτεχνικοπειραματικὰ κίνητρα, εἶναι ἐκείνη ποὺ προκαλεῖ τὴν κριτικὴ συζήτηση καὶ ποὺ ἐπηρεάζει ἐν μέρει προκαταβολικὰ τὴν ἐξέλιξη τοῦ κριτικοῦ ἀναστοχασμοῦ. Ὅπως παρατηροῦσε, μὲ μιὰ δόση εἰρωνείας, ὁ Robert Shapard στὸ World Literature Today (2012), τὸ εἶδος δὲν μπορεῖ στὴν πραγματικότητα νὰ ὁριστεῖ ὡς ἕνα εἶδος τῆς νέας χιλιετίας, παρὰ μόνο μὲ κριτήριο τὸ φαινόμενο τῆς ἀποδοχῆς του ἀπὸ τὸ κοινό, ἡ ὁποία εἶναι τέτοια ὥστε, ἀφενός, ἔχει καθιερωθεῖ στὴ Μεγάλη Βρετανία μιὰ National Flash Fiction Day καί, ἀφετέρου, οἱ πωλήσεις ὁρισμένων ἀνθολογιῶν μικροαφηγημάτων ἀγγίζουν τὸ ἕνα ἑκατομμύριο ἀντίτυπα. Ἡ προσοχὴ στὸ φαινόμενο, ἑπομένως, προέρχεται ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ «εἴδους» στὸ σύμπαν τοῦ εὐρέος κοινοῦ, μὲ τὴν ἔκδοση σημαντικῶν ἀνθολογιῶν, κυρίως στὰ ἀγγλικὰ καὶ τὰ ἱσπανικὰ (Shapard 1998, 2010, 2012). Ἡ ἔντονη κριτικὴ συζήτηση ἔχει ἀποκρυσταλλώσει, ἐπίσης, ὁρισμένες πολιτισμικὰ καθορισμένες ὁρολογικὲς διαφορές. Στὴν ἀγγλικὴ γλώσσα ἕνας ἀπὸ τοὺς πλέον χρησιμοποιούμενους ὅρους εἶναι τὸ Flash Fiction, ἀλλὰ δὲν ἀντιστοιχεῖ στὸ σύνολο τῶν ὁρισμῶν τῆς κριτικῆς, ποὺ περιλαμβάνουν καὶ τὰ «short short stories, prose poems, and various fiction based names such as micro, sudden, postcard, furious, fast quick, skinny, smoke-long, and minute fiction» (Al-Sharqi καὶ Abbasi, 2015: 53). Οἱ ὀνομασίες, προφανῶς, διαφέρουν ἀπὸ πολιτισμικὸ περιβάλλον σὲ πολιτισμικὸ περιβάλλον, ὅπως ἄλλωστε καὶ ὁ τρόπος γραφῆς. Σὲ διαφορετικὰ πολιτισμικὰ περιβάλλοντα, σύμφωνα μὲ τὶς λογοτεχνικὲς παραδόσεις, ποικίλουν, ἐπίσης, οἱ ὁρισμοὶ τῆς μορφῆς καὶ τοῦ ὕφους τῶν μικροϊστοριῶν ὡς λογοτεχνικοῦ εἴδους.
Ἡ μικροϊστορία εἶναι μιὰ «σύντομη φόρμα» ἤ, ὅπως προτιμᾶται
στὴ γερμανικὴ γλώσσα, μιὰ Kleine
Form, μιὰ «μικρὴ φόρμα». Ἡ ὀνομασία περιλαμβάνει, ἐπίσης,
πεζὰ κείμενα περιγραφικοῦ χαρακτήρα ἢ πεζοποιήματα: ὑφολογικὰ
ὑβριδικὲς φόρμες, στὴν κατηγορία τῶν ὁποίων περιλαμβάνονται, ἐν
πρώτοις, λυρικὲς φόρμες ἢ δημοσιογραφικά, αὐτοβιογραφικὰ ἢ περιγραφικὰ
κείμενα, ὅπως, γιὰ παράδειγμα, ἐκεῖνα τῶν Τζόακιμ Ρίνγκελαντς,
Ρόμπερτ Μούζιλ, ἢ Ρόμπερτ Βάλζερ. Ἕνας προσήκων καὶ χρήσιμος ὁρισμός,
καί, μάλιστα, συχνὰ χρησιμοποιούμενος γιὰ τὶς πολὺ σύντομες ἱστορίες,
ἦταν, τὸν 20ὸ αἰώνα, ἐκεῖνος τοῦ «Kurzprosa», ὁ ὁποῖος, ἀκριβῶς ἐπειδὴ
ἦταν πιὸ κατανοητός, ἀποδείχθηκε πολὺ ἀνθεκτικὸς στὸ χρόνο. Ὡς
Kurzprosa ὁρίζονται ὅλα τὰ κείμενα, μυθιστορηματικὰ ἢ μή, ποὺ παρουσιάζουν
χαρακτηριστικὰ σύνθεσης καὶ συντομίας (Spinnen, 1991: 3). Μὲ βάση
τὸν ὁρισμὸ τοῦ Kurzgeschichte, ποὺ βασίζεται στὸ Short Story καὶ ἀναγνωρίζοντας
μιὰ σχέση καταγωγῆς μεταξὺ τοῦ Kurzgeschichte καὶ τῆς πολὺ σύντομης ἱστορίας,
ἐπινοήθηκε ὁ ὅρος Kurzestgeschichte (very short story). Ὁ γερμανικὸς
ὁρισμὸς τοῦ Kurzestgeschichte δὲν ἐφαρμόζεται μόνο στὰ μυθοπλαστικὰ
κείμενα, ἀλλὰ καὶ σὲ κείμενα ποὺ δὲν ἔχουν ἰδιαίτερα ἀφηγηματικὸ
χαρακτήρα. Δὲν ἀντιστοιχεῖ, ἑπομένως, στὴ minificcion, οὔτε στὸ
Flash Fiction, ἀλλὰ περισσότερο σὲ μιὰ «λογοτεχνικὴ μικροφόρμα» ἡ
ὁποία, ὡστόσο, εἶναι δύσκολο ὁριστεῖ ὡς «εἶδος». 1. Ἡ πολὺ σύντομη φόρμα ὡς «εἶδος» Οἱ λογοτεχνικὲς πολὺ
σύντομες φόρμες εἶναι παροῦσες στὴ γερμανικὴ λογοτεχνία ἐδῶ καὶ
πολλὲς δεκαετίες, προκύπτοντας ἀπὸ εἴδη πολὺ δημοφιλῆ, τόσο στὴ
λογοτεχνία τῶν ἀνώτερων κοινωνικῶν τάξεων ὅσο καὶ στὴ λαϊκὴ λογοτεχνία
(ἀνέκδοτα, Kalendergeschichte) καὶ ἀπὸ τὶς σύντομες ἢ πολὺ σύντομες
φόρμες ποὺ ἐμφανίζονται μὲ περιοδικότητα ἤδη ἀπὸ τὸν 18ο αἰώνα.
Στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰώνα, ἡ ἐν λόγῳ φόρμα χαρακτηρίζεται περισσότερο
χρήσιμη γιὰ τὴν ἔκφραση μιᾶς ἰδεολογικῆς τοποθέτησης ἢ μιᾶς ρητῆς
πολιτικῆς διαμαρτυρίας. Στὸ τέλος τοῦ Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου,
πολλοὶ συγγραφεῖς τῆς μικρολογοτεχνίας παίρνουν ἀποστάσεις μὲ τὰ
κείμενά τους ἀπὸ τὸν ρεαλισμὸ μὲ τὸν ὁποῖο θεωρήθηκε ἀπαραίτητο
νὰ ἐκφραστεῖ ἡ ἀναδόμηση τῆς χώρας, προκειμένου νὰ ἀναπτυχθεῖ ἕνα
ὕφος πιὸ ὑποκειμενικὸ καὶ σὲ ὁρισμένα σημεῖα πλησιέστερο στὴν ἐξπρεσιονιστικὴ
λογοτεχνία: ἕνα εἶδος καλουπιοῦ, ἀδιαμφισβήτητα πιὸ ψυχολογικοῦ
τόσο στὴ χρήση τῆς προοπτικῆς ὅσο καὶ ἀπὸ ἄποψη ὑλικῶν καὶ ἐπιλογῆς
θεμάτων. Μεταξὺ τῶν πιὸ ἐνδιαφερόντων συγγραφέων τῆς δεκαετίας
τοῦ ’60 καὶ ’70 συγκαταλέγονται οἱ Γκύντερ Κοῦνερτ, Χέλμουτ Χάϊσενμπίτελ,
Βολφντίτριχ Σνοῦρε, Γκύντερ Μπροῦνο Φούκς, Πέτερ Μπίχσελ. Ὁ Ρὸρ Βόλφ, ἡ
Ἀδελαΐδα Ντουβανὲλ καὶ ὁ Οὒρς Βίντμερ εἶναι μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ἐξαιρετικοὺς
συγγραφεῖς τῶν τελευταίων δεκαετιῶν ποὺ προτιμοῦν τὸ ἐν λόγῳ εἶδος
γιὰ νὰ ἐκφράσουν τὴ δυσφορία καὶ τὴν εἰρωνεία γιὰ τὴν conditio
humana. Ὁ ὑφολογικὰ ἐλεύθερος χαρακτήρας καὶ ἡ δυνατότητα πειραματισμοῦ
καθιστοῦν τὸ εἶδος κατάλληλο γιὰ τὴν ἀποδόμηση τῶν κοινωνικοπολιτισμικῶν
κατηγοριῶν καὶ σχημάτων, σὲ σημεῖο ποὺ μπορεῖ νὰ ὁριστεῖ ὡς «εἶδος»
κατ’ ἐξοχὴν στρατευμένο, στὸ ὁποῖο ἀκριβῶς ἡ τάση νὰ δημιουργήσει
σύγχυση καὶ νὰ μὴν καθησυχάζει τὸν ἀναγνώστη, γίνεται ἕνα ἰσχυρὸ
μήνυμα κατὰ τῆς ὁμογενοποίησης καὶ τῆς ἀπουσίας συνείδησης.
Ἦταν τέτοια ἡ διάδοσή της, ὥστε στὴ δεκαετία τοῦ ’80 ἡ μικροϊστορία
εἶχε μιὰ εὐρεία διδακτικὴ χρήση, τόσο στὸ δημιουργικὸ ἐπίπεδο ὅσο
καὶ στὸ ἐπίπεδο τῆς ἀνάλυσης, χάρη, κυρίως, στὶς ἐξέχουσες φυσιογνωμίες,
ποὺ μεταξὺ τῶν δύο πολέμων, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸν Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο
ἀφιερώθηκαν στὴν πολὺ σύντομη γραφὴ τονίζοντας τὸν γλωσσικὸ δυναμισμὸ
τῆς κοινωνικῆς δέσμευσης. Ἡ δυσκολία στὴν κατηγοριοποίηση καὶ
στὴν πρόσληψη αὐτοῦ τοῦ χαρακτηριστικοῦ τῆς λογοτεχνίας σὲ γερμανικὴ
γλώσσα, γιὰ τὴν ὁποία οἱ ἀντιπαραθέσεις εἶναι ἀκόμη ἐνεργές, μπορεῖ
νὰ ἔχουν σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις συμβάλλει στὴ σύγχυση σχετικὰ
μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἐκλαμβάνεται, τόσο σὲ ἐνδοπολιτισμικὸ ὅσο καὶ σὲ
ἐπίπεδο μεταφραστικὸ καὶ πρόσληψής της σὲ ἄλλο πολιτισμικὸ πλαίσιο,
ἐξαιτίας τῆς ταξινόμησης τῆς μικροαφήγησης ὡς φόρμας «ἐλάσσονος»
καὶ τῆς περίπλοκης κατηγοριοποίησής της, ποὺ τὴν κατέστησαν λιγότερο
χρήσιμη ὄχι τόσο λογοτεχνικὰ ὅσο ἐμπορικά, παρόλο πού, κατὰ τὴν
περίοδο 2005-2010, ἄνθισαν στὴ γερμανικὴ γλώσσα οἱ ἀνθολογίες μὲ
μικροϊστορίες, παράλληλα μὲ τὴ διάδοσή τους σὲ ἄλλες χῶρες.
Σύμφωνα μὲ τὸν Lauro Zavala, ἕναν ἀπὸ τοὺς θεωρητικούς, ποὺ ἔχει
συμβάλλει περισσότερο στὴν κατηγοριοποίηση τῆς ἱσπανόγραπτης
μικροαφήφησης, ἡ μικροαφήγηση μπορεῖ νὰ ὁριστεῖ ὡς «εἶδος τῆς
σύγχρονης ἐποχῆς», ἐπὶ τῇ βάσει μιᾶς σειρᾶς παραγόντων: εἶναι σειριακή,
ἀποσπασματική, μεταμυθοπλαστική, διακειμενική, ἐλλειπτική,
παράδοξη καὶ πολύπλευρη. Ὁ Ζαβάλα ὁρίζει ὡς σταθερὰ χαρακτηριστικά
της τὴν ἀναφορικὴ ἀρχή, τὸν ἀποσπασματικὸ χρόνο, τὸν ἐπίσης ἐλλειπτικὸ
χῶρο καὶ τὸ «παιγνιῶδες» λεξιλόγιο καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα τὴν τάση νὰ κάνει
τὴ μικροαφήγηση ἕνα προνομιακὸ μέρος γιὰ τὴν εἰρωνεία. Οἱ θεωρήσεις
τοῦ Ζαβάλα γιὰ τὴν κατηγοριοποίηση τοῦ «μικρομυθοπλαστικοῦ εἴδους»
εἶναι πολὺ ἐνδιαφέρουσες, ἰδίως ὅσον ἀφορᾶ τὸν μετακειμενικὸ
χαρακτήρα τῆς λογοτεχνίας τῆς πολὺ σύντομης φόρμα, ὅπου ἀκόμη
καὶ αὐτὸ τὸ χαρακτηριστικὸ πρέπει νὰ θεωρηθεῖ μὴ ταξινομικό. Ἕνα
ἄλλο θεμελιῶδες χαρακτηριστικὸ σύμφωνα μὲ τὸν Ζαβάλα εἶναι ἡ
πολυπλευρικότητα, κατανοητὴ ὡς «ἀποσπασματικότητα» τοῦ κειμένου,
ἡ ὁποία ἀπὸ μόνη της θὰ καθιστοῦσε τὶς μικροαφηγήσεις μετανεοτερικὲς
καὶ ὑπερνεοτερικὲς (Zavala, 2007, 92-93). Ὄντας, ὡστόσο, ὁ ἴδιος ὁ ὁρισμὸς
καὶ ἡ ἰδέα τοῦ λογοτεχνικοῦ εἴδους ἀπὸ μόνα τους πολιτισμικὰ καθορισμένα,
εἶναι προφανὲς ὅτι ἡ ἔρευνα τοῦ Ζαβάλα δὲν εἶναι ἄμεσα σχετιζόμενη
καὶ ἐφαρμόσιμη στὶς πολὺ σύντομες ἱστορίες τῆς γερμανικῆς γλώσσας,
ἐν πρώτοις ἐξαιτίας τῆς διαφορετικῆς ἱστορικολογοτεχνικῆς ἀνάπτυξης
—περισσότερο ἀπὸ μετακειμενική, ἡ πολὺ σύντομη γερμανικὴ ἱστορία
εἶναι μεταλογοτεχνική, καὶ σὲ κάθε περίπτωση δὲν ἔρχεται ὕστερα
ἀπὸ τὸ μετανεοτερισμὸ— καί, κατὰ δεύτερον, λόγω τῆς τάσης τῆς γερμανικῆς
γλώσσας νὰ μὴν καταστήσει τὴν πολυπλευρικότητα ὡς ἕνα ἐπαναλαμβανόμενο
χαρακτηριστικὸ τῆς λογοτεχνικῆς μικρῆς φόρμας.
Στὸ γερμανόφωνο περιβάλλον τῆς κριτικῆς παρατηρεῖται ἀκόμη
καὶ σήμερα μιὰ ἔντονη συζήτηση σχετικὰ μὲ τὸ χαρακτηρισμὸ τῆς ἐπινοημένης
μικροαφήγησης ὡς εἶδος ἀπὸ μόνο του, κυρίως σὲ σχέση μὲ τὶς πιὸ διαδεδομένες
φόρμες ἀφήγησης τοῦ πιὸ πρόσφατου παρελθόντος, καθὼς καὶ γιὰ τὸ διαχωρισμὸ
αὐτοῦ του εἴδους, ἐν μέρει ἢ καθ’ ὁλοκληρίαν ἀπὸ ἄλλα εἴδη, ἀναφορικὰ
μὲ τοὺς τρόπους χρήσης καὶ ψηφιακῆς δημοσίευσης, ἀλλὰ καὶ τοῦ τί εἶναι
ἢ τοῦ τί ἦταν λογοτεχνικὸς πειραματισμὸς πέρα ἀπὸ τὰ συνήθη
(Meyer, 2007: 353-54). Ἡ ἀβεβαιότητα συνδέεται ἐν μέρει μὲ τὰ συνήθη
χαρακτηριστικὰ τῆς σύγχρονης πολὺ σύντομης ἀφήγησης καὶ μὲ τὴν
πρώιμη —σὲ σύγκριση μὲ ἄλλες χῶρες— ἀνάπτυξη καὶ διάδοσή της στὶς
γερμανόφωνες χῶρες (Althaus, 2007). Σὲ μιὰ ἀρκετὰ ἐπιφανειακὴ ἀνάλυση,
σημειώνεται ὅτι στὴ γερμανικὴ λογοτεχνία οἱ Kleine Formen ἀντιπροσωπεύουν
τὴ ραχοκοκαλιὰ τοῦ ἀφηγηματικοῦ πειραματισμοῦ καὶ τῆς γραφῆς διαμαρτυρίας
καὶ πολιτικῆς δέσμευσης, μὲ ἐκλεπτυσμένο καί, ἀναμφισβήτητα, ἀποτελεσματικὸ
τρόπο. Πρὸς τὸ τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ ’60, ἡ πολὺ σύντομη ἱστορία
(Kurzestgeschichte) ἀπολάμβανε εὐρείας ἐκτίμησης ἀπὸ ὁρισμένους
καταξιωμένους συγγραφεῖς τῆς περιόδου, οἱ ὁποῖοι ἐπέλεξαν αὐτὴ
τὴ φόρμα γιὰ περισσότερες ἀπὸ μία συλλογές, ὅπως οἱ Χάϊσενμπίτελ,
Λετάου, Μπίχσελ, Ἄϊχ, Ρὸρ Βόλφ. Ἡ ἐπιτυχία αὐτῶν τῶν συλλογῶν, ὡστόσο,
δὲν ὁδήγησε καὶ στὸν ὁρισμὸ τῆς τυπολογίας τοῦ κειμένου, καὶ τὸ
Kurzestgeschichte καλύφθηκε μὲ ὁρισμοὺς ὅπως «Miniatura, Bagatelle,
Kurze Prosa ἢ Kurze Geschichte», ἢ ἁπλῶς Geschichte, ὅπως προκύπτει ἀπὸ ἄρθρα
ἐφημερίδων, βιβλιοκριτικές, καὶ ἀπὸ τὴν ἐν γένει κριτική. Ἐκεῖνα
τὰ χρόνια, ὡστόσο, ἡ σύντομη φόρμα ἀναγνωρίζεται μόνο καὶ μόνο ἀπὸ
τὸ γεγονὸς ὅτι εἶναι ἰδιαίτερα οἰκεία λόγῳ τοῦ γεγονότος ὅτι
πληροῖ τὰ κριτήρια ποὺ ἀποδίδονταν στὴ λογοτεχνία τῆς ἀναδόμησης
τῆς χώρας, συμπεριλαμβανομένης τῆς ρεαλιστικῆς περιγραφῆς, ἀλλὰ
μέσα σὲ λίγα χρόνια ἀπὸ ἕνα ὕφος σχετιζόμενο μὲ τὸ ρεαλισμό, περνᾶμε
σὲ ἕναν πιὸ ψυχολογικὸ τρόπο γραφῆς ὅπου τονίζονται τὰ σουρεαλιστικὰ
χαρακτηριστικά, ἕως ὅτου, ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ ’60 καὶ ἔπειτα,
παρατηρεῖται μιὰ πιὸ γραμμικὴ συνειδητοποίηση τοῦ εἴδους.
Τὸ 1955 ὁ Χαϊμίτο φὸν Ντόντερερ εἶναι ὁ πρῶτος συγγραφέας ποὺ
χρησιμοποίησε τὸν ὅρο Kurzestgeschichte: «ἡ πολὺ σύντομη ἱστορία
εἶναι ἀπὸ γλωσσικῆς ἀπόψεως ἀκόμη πιὸ πυκνὴ καὶ ἐπικεντρωμένη
σὲ ἕνα σημεῖο», σὲ τέτοιο σημεῖο ὥστε νὰ θεωρεῖται ἡ αἰχμὴ τοῦ
Kurzgschichte (Lorbe, 1957, στὸ Marx, 2005: 85). Σταδιακά, ἡ φόρμα τῆς πολὺ
σύντομης ἱστορίας διαφέρει ἀπὸ ἄλλες φόρμες, ὅπως οἱ πνευματώδεις
ἱστορίες, λόγῳ διαφορετικῶν προθέσεων καὶ τρόπου ἀνάγνωσης.
Λίγα χρόνια ἀργότερα ἀπὸ τὶς δηλώσεις τοῦ Ντόντερερ, ὁ Χέλερερ ὑποστηρίζει
ὅτι ἡ πολὺ σύντομη ἱστορία διαφέρει ἀπὸ τὸ Witz ἀκριβῶς ἐπειδὴ
εἶναι λιγότερο «αἰχμηρή» (Marx, 2005: 85). Φαίνεται, λοιπόν, ὅτι ἡ
πολὺ σύντομη ἱστορία τοποθετεῖται σὲ μιὰ γραμμὴ μὲ ἀβέβαιο περίγραμμα
μεταξὺ τοῦ short story καὶ τοῦ ἀνεκδότου. Τὸ 1980 ὁ Ντουρζὰκ ἐπιβεβαιώνει
τὴν ἀπόσχιση τῆς πολὺ σύντομης ἀφήγησης ἀπὸ τὸ παράδειγμα τῶν
σύντομων φορμῶν, καὶ συγκεκριμένα ἀπὸ τὸ Kurzgeschichte, ἀπὸ τὸ ὁποῖο
διέφερε ἐξαιτίας τῆς πολὺ λεπτῆς ἀφηγηματικῆς ὕφανσης, ἀπὸ τὴν
ὁποία παραμένουν μόνο μερικὰ «ἀφηγηματικὰ ἑρμαφρόδιτα», τὰ ὁποῖα
τείνουν νὰ συγχέονται μὲ ἄλλα σύντομα εἴδη, ὅπως ἡ σημείωση, ὁ ἀφορισμὸς
καὶ ἡ παραβολὴ (Durzak, 1980: 258). Τὸ 1989 ὁ Κὰρλ Ρίχα ὁρίζει ὅτι στὴν
πολὺ σύντομη ἱστορία ὅλα τὰ γεγονότα καὶ ἡ ἀφήγηση ὁδηγοῦν στὸ
γλωσσικὸ παιχνίδι (Riha, 1989, στὸ Marx: 85).
Στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 1980, ὁ Γκρὰφ φὸν Νάϊχαους δημοσιεύει
μιὰ ἀνθολογία μὲ πολὺ σύντομες ἱστορίες (Nayhauss, 1982), μὲ κείμενα
τῶν Ντόρερερ, Φρίς, Χάϊσενμπίτελ καὶ Κοῦνερτ, μεταξὺ ἄλλων, καὶ παρουσιάζει
σὲ ἕνα εὐρὺ κοινὸ ἱστορίες συμπυκνωμένες σὲ μία μόνο γραμμή. Ἡ ἀνθολογία
ἔχει καὶ δεύτερο μέρος, τὸ 1987, τὸ ὁποῖο ἐκδόθηκε ἀπὸ τὸν ἐκδοτικὸ
οἶκο Κλέτ, μὲ πρόθεση περισσότερο διδακτική. Συζητώντας τὶς ἐπιλογές
του καὶ τὴ σύνθεση τοῦ βιβλίου, σημειώνει πὼς ἡ ὑποκειμενικότητα
τῆς προοπτικῆς γίνεται ὅλο καὶ πιὸ συχνή. Αὐτὸ ποὺ δημιουργεῖ ἀμηχανία
στὴ μελέτη του, εἶναι ἡ ἐκτίμηση ὅτι αὐτὴ ἡ ἀνάπτυξη κρύβει, στὴν
πραγματικότητα, τὴν παρακμὴ ἐκείνων τῶν φορμῶν σύντομης πεζογραφίας
ποὺ σχετίζονται περισσότερο μὲ τὴ συμμετοχὴ στὰ πολιτικὰ δρώμενα,
ὅπως γιὰ παράδειγμα τὸ ἄρθρο ἢ τὸ ρεπορτάζ, τὰ ὁποῖα «παρὰ τὴν ὑποτιθέμενη
ἀντικειμενικότητα», ἀποδείχτηκε ὅτι ἦταν μορφὲς πολιτικῆς
δράσης. Ἡ ἀντίθεση μεταξὺ ἀντικειμενικότητας καὶ πολιτικῆς
δράσης ὁρίζει, ἐκ νέου ex negativo, τὴ διάσταση τῆς πολιτικῆς-λογοτεχνικῆς
δράσης. Ὡστόσο, ἀντιστρέφοντας αὐτὸν τὸν θετικὸ χαρακτηρισμό, ἀναπόφευκτα
θὰ βρεθοῦμε ἀντιμέτωποι μὲ ὁρισμένους παράγοντες, οἱ ὁποῖοι μποροῦν
νὰ ἀποτελέσουν τὴ ραχοκοκαλιὰ τοῦ ὁρισμοῦ τῆς «γερμανικῆς μικρομυθοπλασίας».
Ἐπίσης, ἡ ἀκραία συντομία μπορεῖ νὰ ἔχει καὶ μιὰ διαφορετικὴ θεώρηση,
δεδομένου ὅτι ὁδηγεῖ σὲ μεγαλύτερη ὑποκειμενικότητα τὴ στιγμὴ
ποὺ παράγει ἐσωτερικὴ σημασιοποίηση, ἀναδεικνύοντας ἢ ἀποσυνδέοντας
γλωσσικές, ἐννοιολογικὲς ἢ ἀκόμη καὶ λογοτεχνικὲς συμβάσεις. Ἐπιπλέον,
ἡ πολιτικὴ δέσμευση σὲ διάφορα ἐπίπεδα εἶναι ἕνα χαρακτηριστικὸ
ἐπαναλαμβανόμενο καί, προφανῶς, θεμελιῶδες. Συνδεδεμένο μὲ
κοινωνικολογοτεχνικὲς ἐκτιμήσεις, ὑλοποιεῖται στὴν πύκνωση, ἡ
ὁποία δὲν μοιάζει νὰ εἶναι ἕνα χαρακτηριστικὸ ποὺ συνοδεύει τὴ
σύγχρονη κοινωνία μέσα στὴν ἐπιτάχυνσή της· προσομοιάζει περισσότερο
μὲ μιὰ ἀδιάλλακτη ἰδεολογικὴ τοποθέτηση ἐνάντια στὴν κονιορτοποίηση
τῶν σχέσεων, ποὺ ἐμφανίζονταν μὲ ὅλη τὴν ἐπικινδυνότητά τους ἀπὸ
τὶς δεκαετίες τοῦ ’70 καὶ τοῦ ’80, μέχρι τὴν ἐπίτευξη μιᾶς πιὸ εὐρείας
συνειδητοποίησης μόνο κατὰ τὰ τελευταῖα χρόνια. Αὐτὰ τὰ χαρακτηριστικὰ
θὰ βοηθοῦσαν στὸ νὰ ὁριοθετηθεῖ πιὸ συγκεκριμένα ἕνα μικρομυθοπλαστικὸ
«εἶδος» στὴ γερμανικὴ γλώσσα, ὅπου, ὡστόσο, φαίνεται ἀκόμη περίπλοκο
νὰ γίνει λόγος γιὰ «εἶδος» μὲ τὴν ταξινομικὴ ἔννοια.
Στὸν ἰταλικὸ λογοτεχνικὸ πολιτισμὸ ἡ ἔννοια τοῦ «εἴδους»,
στὰ χρόνια στὰ ὁποῖα διαμορφωνόνταν οἱ μεγάλες θεωρίες, δὲν εἶχε
ἀκόμη σχηματοποιηθεῖ, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ὑπῆρχαν μερικὲς ἀξιόλογες
κριτικὲς συμβολές. Βρίσκουμε τὸν ὅρο γιὰ νὰ ὁρίσουμε ἀρχέτυπα ὅπως
τὸ ἔπος ἢ τὸ δράμα, ἀλλὰ καὶ τὸ «εἶδος» μυθιστόρημα, τραγωδία, ἀκόμη
καὶ τὸ ἀστυνομικὸ μυθιστόρημα, τὸ ρομαντικὸ μυθιστόρημα καὶ τὴν
ἐπιστημονικὴ φαντασία. Ἔτσι, ὡς «εἶδος» θὰ ὁριζόταν, τόσο ὁ τρόπος
ἀφήγησης ὅσο καὶ τὸ θέμα καὶ τὸ ὕφος. Στὸν γερμανικὸ χῶρο, «ὁ διαχωρισμὸς»
μεταξύ των τύπων τῶν κειμενικῶν κατηγοριῶν εἶναι διαφορετικὸς
καὶ γιὰ νὰ δημιουργήσουμε ἕναν ὁρισμὸ ἢ γιὰ νὰ δώσουμε ἕνα «ὄνομα»
γιὰ τὶς μικροϊστορίες, εἶναι χρήσιμο νὰ ξεκινήσουμε ἀπὸ τὶς
Gattungstheorie τοῦ Χέμπφερ, ποὺ παραμένουν χρήσιμες γιὰ τὴν ἀνάπτυξη
μιᾶς ὁρολογίας, συγκεκριμένης, διαφορετικῆς ἀπὸ ἐκείνης τῶν
πιὸ γνωστῶν θεωρητικῶν. Ὁ Κλάους Χέμπφερ δημιουργεῖ ἕνα σύστημα
εἰδῶν ποὺ ταξινομοῦνται ἱεραρχικά, σύμφωνα μὲ τὸν Schreibweise /
τρόπο γραφῆς, τὸν typus / τύπο, τὸ Gattung / εἶδος, τὸ Untergattung / ὑποεῖδος,
τὸ Sammelbegriffe / σύνολο. Ὁ τρόπος γραφῆς ἀναφέρεται σὲ σταθερὲς
(ἀφηγηματική, δραματικὴ κ.λπ.) ποὺ δὲν ἀφοροῦν τὴν ἱστορία καί,
κατὰ συνέπεια, τὸν τρόπο ἐκφορᾶς της· τὸ Gattung [εἶδος] ἀποτελεῖ τὴν
ἐπικαιροποίηση τῶν τρόπων μέσα στὴν ἱστορία, καὶ τὸ Untergattungen
τὰ ὑποείδη (γιὰ παράδειγμα, τὰ ἐπιστολικὰ μυθιστορήματα). Τὸ
Typus σχετίζεται μὲ ἐκεῖνα τὰ συγκεκριμένα χαρακτηριστικὰ τῶν
τρόπων ποὺ ἀσκοῦν ἐπιρροὴ στὴν πρόσληψη τῆς ἀφήγησης (γιὰ παράδειγμα,
ὁ ὁμοδιηγητικὸς ἀφηγητής). Οἱ «ὁρισμοὶ τοῦ συνόλου» συλλέγουν ἐκείνους
τοὺς ὁρισμοὺς ποὺ δὲν πρέπει νὰ συγχέονται μὲ τὸ Gattung, ἀλλὰ ποὺ παραμένουν
χρήσιμοι γιὰ νὰ ὁριστοῦν τὰ εὐρέα εἴδη, π.χ. ἡ ἐπικὴ ποίηση, ἡ λυρικὴ
ποίηση κ.λπ. (Hempfer, 1973: 27 καὶ ἀλλοῦ). Τὴν ἴδια ἐποχὴ ὁ Ζενὲτ ἀναπτύσσει
τὶς θεωρίες του, ποὺ τονίζουν ὅτι στὴ μεταφράσιμη ἔννοια τοῦ «τρόπου»
μπορεῖ νὰ βρεθεῖ ἕνα κριτήριο γιὰ τὴ διάκριση διαφορετικῶν κειμένων.
Ἡ θεωρία τοῦ Ζενὲτ εἶναι μεταξὺ τῶν πιὸ γνωστῶν καὶ ἐπιδραστικῶν
τῆς ἀφηγηματολογίας: ὁ τρόπος ἀφήγησης ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἀφηγηματικὴ
κατάσταση, ἡ λύση δὲ ποὺ θὰ δοθεῖ συνεργεῖ στὸ ξεκαθάρισμα τῆς προβληματικῆς
διάκρισης μεταξὺ τρόπου καὶ τύπου. Τὸ μυθιστόρημα δὲν μπορεῖ νὰ ὑποτάσσεται
σὲ ἕναν συγκεκριμένο τρόπο ἀφήγησης, ἐπειδὴ ὑπάρχουν μυθιστορήματα
ὁμοδιηγητικὰ καὶ μυθιστορήματα ποὺ ἐπιλέγουν νὰ εἶναι ἑτεροδιηγητικά.
Ἔτσι, ἂν ὁ τύπος μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὡς «ὑπο-τρόπος», τὸ εἶδος δὲν
μπορεῖ νὰ ἀναχθεῖ σὲ κανέναν ὑπὸ-τύπο.
Ὁ Ζενὲτ (1976) κάνει ἀναφορὰ στὰ ἀρχιγένη, τὰ ὁποῖα δὲν πρέπει
νὰ συγχέουμε σὲ καμία περίπτωση μὲ τὸν τρόπο, καὶ αὐτὰ εἶναι ἡ λυρικὴ
ποίηση, τὸ ἔπος καὶ ἡ δραματικὴ ποίηση. Ὑπάρχουν ἀντικρουόμενες
ὑποθέσεις σχετικὰ μὲ τὴ σχέση τῶν δύο θεωριῶν μεταξύ τους, καί, ὡς
ἐκ τούτου, δὲν μποροῦν νὰ θεωρηθοῦν ἡ μία κριτικὴ τῆς ἄλλης. Τόσο ἡ
θεωρία τοῦ Χέμπφερ ὅσο καὶ ἐκείνη τοῦ Ζενὲτ ἔχουν γνωρίσει ἐφαρμογὲς
καὶ παραλλαγὲς διαφορετικῆς ἔντασης, ἂν καὶ ἡ θεωρία τοῦ Ζενὲτ
χρησιμοποιεῖται περισσότερο στὴ σύγχρονη ἀφηγηματολογία καὶ
στὴ γερμανικὴ γλώσσα. Ὁ Ζενὲτ ἑστιάζει περισσότερο στὶς σχέσεις
μεταξύ των εἰδῶν παρὰ στὴ διάκρισή τους, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἕνα ἀπὸ τὰ
προβλήματα ποὺ παρουσιάζονται ἀπὸ τὴ διάκριση τοῦ Ζενέτ, εἶναι ἡ
θεμελιώδης πεποίθηση ὅτι πρέπει νὰ ξεπεράσουμε τὴν ἐμμονὴ τοῦ
κειμένου, γιὰ νὰ ἐξετάσουμε τὴ σειρὰ τῶν συσχετισμῶν ποὺ καθιστοῦν
τὰ εἴδη ἕνα ἀρχικείμενο μὲ τὸ ὁποῖο σχετίζεται τὸ κείμενο. Οὔτε
ὁ Χέμπφερ, ὡστόσο, διατηρεῖ πάντα ξεχωριστὲς ἰδιότητες ὅσον ἀφορᾶ
τὸ θέμα καὶ τὴ μορφή. Σὲ αὐτὲς τὶς δύο «ἀρχιθεωρίες» τὰ μικροαφηγήματα
εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ ταξινομηθοῦν.
Στὴν Ἰταλία, τὴν ἴδια περίοδο, ἡ Μαρία Κόρτι ἐπισημαίνει ὅτι
μόνο ἀπὸ τὴ σχέση μεταξὺ θέματος καὶ ὕφους μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἕνας
λογοτεχνικὸς κώδικας καὶ προβαίνει στὴν ἀναζήτηση τῶν μὴ μεταβλητῶν
ποὺ εἶναι ἐνδεικτικὲς τοῦ ἐν λόγῳ κώδικα. Πρῶτα ἀπὸ ὅλα, προσδιορίζει
ὅτι μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ κώδικες μόνο μὲ τὴν παρουσία κανόνων ἀλληλεπίδρασης
μεταξὺ μορφῶν περιεχομένου καὶ μορφῶν ἔκφρασης, ἐπισημαίνοντας,
ὡστόσο, ὅτι ὁ κανόνας στὸ ἐσωτερικὸ ἑνὸς εἴδους, δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει
τὴν ἴδια ἀξία μὲ αὐτὸν ποὺ ἔχει σὲ ἕνα γλωσσικὸ ἢ νομικὸ σύστημα,
ἐπειδὴ εἶναι: «ἡ δυναμικὴ σχέση μεταξὺ ὁρισμένων θεματικῶν-συμβολικῶν
ἐπιπέδων καὶ ὁρισμένων ἐπιπέδων μορφῆς, τὸ ὅλον σὲ σχέση διάκρισης
ἢ ἀντίθεσης ἀναφορικὰ μὲ τὸ πρόγραμμα ἑνὸς ἄλλου εἴδους.» (Corti,
1976: 158).
Τὸ Kurzestgeschichte μπορεῖ νὰ παρουσιάσει ἄπειρους ἀφηγηματικοὺς
«τρόπους», πού, συνήθως ἔχουν πολὺ λίγες διακειμενικὲς ἀλληλεπιδράσεις,
ἀκόμα κι ὅταν καὶ παρουσιάζουν μιὰ πλούσια μεταλογοτεχνικὴ καὶ
μετακριτικὴ ἀντιστοιχία, καὶ δὲν προσφέρονται κὰν γιὰ διάκριση
μεταξὺ μυθοπλασίας καὶ μὴ μυθοπλασίας. Διατρέχοντας τὶς σκέψεις
τοῦ Νόρθροπ Φράι, σημειώνουμε ὅτι γιὰ τὸν μελετητὴ «ἡ διάκριση
μεταξὺ τῶν εἰδῶν βασίζεται στὴ λογοτεχνία, ἐπὶ τῇ βάσει τῆς παρουσίασής
τους. Οἱ λέξεις μποροῦν νὰ ἀπαγγέλλονται μπροστά σε ἕναν θεατή, νὰ
λέγονται σὲ ἕναν ἀκροατή, νὰ τραγουδιοῦνται, ἢ νὰ ἐκφωνοῦνται, νὰ
γράφονται γιὰ ἕναν ἀναγνώστη […]. Σὲ κάθε περίπτωση, μποροῦμε νὰ
ποῦμε ὅτι ἡ βάση μιᾶς κριτικῆς θεωρίας τῶν εἰδῶν εἶναι ρητορική,
ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι τὸ εἶδος καθορίζεται ἀπὸ τὸν τύπο τῆς σχέσης
ποὺ δημιουργεῖται μεταξύ του ποιητῆ καὶ τοῦ κοινοῦ του.» (Frye,
1969: 328).
Ἐπειδὴ ὁ Φράι συνιστᾶ νὰ μὴν κατηγοριοποιοῦνται τὰ κείμενα
ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ μέσου, δεδομένου ὅτι στὴ σύγχρονη ἐποχὴ δὲν θὰ ἦταν
καὶ τόσο παραγωγικό, ἡ σκέψη του θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι περισσότερο
χρήσιμη γιὰ ἕναν ὁρισμὸ τῶν μικροϊστοριῶν. Τὰ εἴδη, γιὰ τὸν Φράι,
εἶναι οἱ διαφορετικοὶ τρόποι νὰ παρουσιαστοῦν λογοτεχνικὰ ἔργα
σὲ κάποιο ἰδανικὸ ἐπίπεδο, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴ συγκεκριμένη
πραγματικότητα, στὴ συνέχεια, δέ, διαφοροποιοῦνται σὲ μιὰ ποικιλία
μορφῶν. Ὑπὸ αὐτὸ τὸ σκεπτικό, τὸ μυθιστόρημα υἱοθετεῖ μιὰ μορφὴ ἢ
ἕνα ὑποεῖδος τῆς μυθοπλασίας (φανταστικὴ λογοτεχνία). Εἶναι
προφανὲς ὅτι καὶ ὁ Φράι δὲν κατανοεῖ ὅλες τὶς δυνατότητες τῆς ἀφήγησης,
ἀλλά, θεωρώντας τὴ μυθοπλασία ὡς εἶδος, δίνει ὄνομα σὲ ἕναν τύπο
μὲ ἀφηγηματικὸ περιεχόμενο. Οἱ μικροϊστορίες, ἑπομένως, θὰ ὁριστοῦν
μόνο ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ δίπολου μεγάλη ἢ μικρὴ ἔκταση.
Ὡστόσο, ὁ ὁρισμὸς τῆς «συντομίας» στὴ μικρομυθοπλασία εἶναι
πολὺ ἀμφιλεγόμενος. Ὑπάρχουν ἐκεῖνοι ποὺ θέτουν ὅριο τὶς τρεῖς σελίδες,
ἄλλοι τὶς 500 λέξεις, μερικοὶ τὶς λίγες γραμμές. Φαίνεται πολὺ πιὸ
χρήσιμο νὰ ὁριστεῖ ἡ ἀφηγηματικὴ μικροαφήγηση σύμφωνα μὲ τὴν
κοινωνικοπολιτισμικὴ πραγμάτωσή της. Σύμφωνα μὲ τὸν Ζὰν Μαρὶ Σεφέρ,
οἱ ἰδιότητες τῶν κειμένων, δὲν εἶναι, ἑπομένως, ἐγγενεῖς, ἀλλὰ
προκύπτουν ἀπὸ τὴν πρόσληψη τοῦ συγγραφέα καὶ τοῦ ἀναγνώστη
(Schaeffer, 1992). Ὁ Σεφὲρ συνεπῶς προτείνει νὰ μὴν ξεκινᾶμε ἀπὸ τὸ
κείμενο, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ χρήση τῶν κατηγοριῶν, νὰ μιλᾶμε γενικὰ καὶ ὄχι
εἰδικὰ περὶ τῶν εἰδῶν, νὰ ἀναλύουμε τὴ λειτουργία τῶν ὀνομάτων
τῶν εἰδῶν, ὅποια καὶ ἂν εἶναι αὐτά, καί, ἑπομένως «νὰ προσπαθοῦμε
νὰ καταλάβουμε» σὲ τί ἀναφέρονται. Τὸ λογοτεχνικὸ κείμενο, ἀκόμη
περισσότερο ἀπὸ ἄλλα κείμενα, εἶναι σημειολογικὰ περίπλοκο ἀπὸ
μόνο του, καὶ σὲ μεγαλύτερο βαθμὸ ἀπαιτεῖ μιὰ ἀνάλυση ποὺ νὰ διαβάζει
καὶ τὴν ἱστορική του ὕπαρξη. Ἐπιπλέον, μὲ τὴν ἔννοια αὐτή, τὸ κάθε
κείμενο θὰ μποροῦσε νὰ κατηγοριοποιηθεῖ σύμφωνα μὲ δύο εἴδη: ἐκεῖνο
ποὺ ἔχει στὸ μυαλό του ὁ συγγραφέας καὶ ἐκεῖνο ποὺ ἀντιλαμβάνεται
ὁ ἀναγνώστης. Αὐτὲς οἱ γενικότητες θὰ μποροῦσαν νὰ πολλαπλασιαστοῦν
ἐπ’ ἀόριστον, ἂν σκεφτοῦμε τὶς ἐπικοινωνιακὲς κατηγορίες τοῦ
σύγχρονου λογοτεχνικοῦ συστήματος, ἀλλὰ τὸ ἐνδιαφέρον στὴ θεωρία
τοῦ Σεφὲρ ἔγκειται στὴ μετατόπιση τῆς κατηγοριοποίησης ἀπὸ τὰ
χαρακτηριστικὰ τοῦ λογοτεχνικοῦ κειμένου στὴν ὑποδοχή του (ὁ «ὁρίζοντας
προσδοκιῶν» τοῦ Τζάους), ὅπου ἡ κατηγοριοποίηση θὰ δινόταν, ἐπίσης,
μὲ τὴ διαπίστωση ὁμοιοτήτων μὲ ἄλλα (παρα)δείγματα κειμένων.
Μποροῦν νὰ καθοριστοῦν κανόνες σύμβασης γιὰ κάθε λογοτεχνικὸ κείμενο:
ἰδρυτικὲς συμβάσεις, κανονιστικὲς συμβάσεις καὶ παραδοσιακὲς
συμβάσεις. Ὑπὸ αὐτὴ τὴν ὀπτική, ἡ μικροϊστορία καθορίζεται ἀπὸ
τὴν ἰδέα περὶ συντομίας ποὺ ἔχει τὸ ἀναγνωστικὸ κοινό, καὶ ὡς ἐκ
τούτου, γιὰ παράδειγμα, ἀπὸ τὶς συμβάσεις ποὺ ὑπαγορεύει ἡ παράδοση
καὶ ἀκόμα περισσότερο ἀπὸ τὴν ἀντίληψη περὶ τῆς ἔκτασης ἑνὸς
κειμένου. Ἔτσι, τὸ «εἶδος» τῆς μικροϊστορίας ὁρίζεται ἀπὸ τὴ συντομία,
ἀλλὰ ἡ συντομία ὁρίζεται ἀπὸ τὴν ἀντίληψη τοῦ ἀναγνώστη.
Δουλεύοντας τώρα μὲ βάση τὴν ἀντίληψη, μπορεῖ νὰ δημιουργηθεῖ
ἕνα συνεχῶς ἐπαναλαμβανόμενο ἀφηγηματικὸ ἀποτέλεσμα, τὸ ὁποῖο
τὸ ὁρίζουμε ὡς κομμάτι τοῦ ταξινομικοῦ χαρακτηρισμοῦ μιᾶς μικροϊστορίας:
ἡ μικροϊστορία πρέπει νὰ γίνεται ἀντιληπτὴ ὡς ἀποπροσανατολιστική,
ἐκρηκτική, ἀκόμη καὶ ὡς «ἡμιτελής». Ἡ κατακλείδα τοῦ κειμένου
πρέπει νὰ φτάσει πρὶν ὁ ἀναγνώστης «βολευτεῖ» στὴν ἀφήγηση. Μιὰ κριτικo-γνωστικὴ
προσέγγιση, χρήσιμη γιὰ νὰ καταδείξουμε ποιά εἶναι ἡ πιὸ ὑψηλὴ
καὶ συνεκτικὴ φύση τῆς κειμενικῆς τυπολογίας στὴ γερμανικὴ γλώσσα,
ἦταν πολὺ πρόσφατα ἐκείνη τοῦ Γκότσχολ, ὁ ὁποῖος, παρὰ τοὺς προφανεῖς
ἱστορικο-κριτικοὺς περιορισμούς, ἀποτυπώνει ἕναν σημαντικὸ
παράγοντα, ὁρίζοντας τὴ μυθοπλασία ὡς «μιὰ ἀρχαϊκὴ εἰκονικὴ
τεχνολογία», ἡ ὁποία κατορθώνει καλύτερα ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄλλη
τὴν προσομοίωση τῶν ἀνθρώπινων προβλημάτων. Οἱ ἀφηγήσεις εἶναι ἕνας
τόπος ἐκκόλαψης τῶν βασικῶν γνωστικῶν δεξιοτήτων, τόσο σὲ σχέση
μὲ τὸν χωροχρόνο, ὅσο καὶ μὲ τὴν ἀντίληψη τῆς γραμμικότητάς τους,
καθὼς καὶ μὲ τὴ διαμόρφωση τῆς ἰδέας τῆς καθημερινότητας καὶ τῆς
ἰδιαιτερότητας. Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴν προσέγγιση, τὸ ἴδιο τὸ μυαλὸ
εἶναι προγραμματισμένο νὰ ἐπεξεργάζεται πληροφορίες σὲ ἀφηγηματικὴ
μορφή, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἔχει σχεδιαστεῖ γιὰ νὰ διαμορφώνεται μέσῳ ἱστοριῶν.
Οἱ ποιητικὸ-γνωστικὲς πειραματικὲς ἔρευνες θὰ εἶχαν τότε ἐντοπίσει
ἕνα δίκτυο ἐγκεφαλικῶν δομῶν ὑπεύθυνων γιὰ τὴν ἀφηγηματικὴ ὀργάνωση
τῶν πληροφοριῶν ποὺ ἀντιλαμβάνεται ὁ ἐγκέφαλος. Ἂν τὸ ἔργο τοῦ
γνωστικοῦ δικτύου εἶναι νὰ δημιουργεῖ ἀφηγηματικὲς ἐξηγήσεις
τῶν ἐξωτερικῶν φαινομένων, ἕνας ἀπὸ τοὺς κόμβους εἶναι ἡ ἱκανότητα
ἐξαγωγῆς συμπερασμάτων: ἀκόμη καὶ ὅταν οἱ πληροφορίες εἶναι ἀνεπαρκεῖς
ἢ ἀντιφατικές, τὸ μυαλὸ τὶς ἀναγκάζει σὲ ἕνα σχέδιο ποὺ βγάζει νόημα
μὲ βάση ἐκεῖνες τὶς ἑνότητες ποὺ ἔχει ἀποθηκεύσει ὡς ἀφηγηματικές.
Τότε ἡ πραγματικὴ ἀνατρεπτική, λογοτεχνικὴ καὶ κοινωνικὴ ἰσχὺς
αὐτῶν τῶν κειμένων ἔγκειται στὴ συνεχῆ ἀμφισβήτηση τῆς ἀφηγηματικῆς
σύνδεσης. Ἡ ἴδια ἡ ἔννοια τῆς μυθοπλασίας πρέπει νὰ ὁρίζεται μόνο
ἀπὸ τὴν ἀποδόμησή της, καὶ ἡ ἴδια ἡ κατηγορία τῆς ἀφήγησης, τῆς
ρητορικῆς, πρέπει νὰ ἀποδομηθεῖ πλήρως προκειμένου νὰ ἀποδοθεῖ
στὸν ἀναγνώστη ἡ βαθιὰ συνειδητοποίηση τῆς ἀνεπάρκειας στὴ σχέση
του μὲ τὸν κόσμο.
Ἑπομένως, ἡ συντομία τῆς μικροϊστορίας συνίσταται στὴν
πραγματικότητα στὴν ἀπόδειξη αὐτοῦ του ἀποδομητικοῦ μηχανισμοῦ.
Μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια, μπορεῖ κανεὶς νὰ καθορίσει, ἐπίσης, μιὰ κατεύθυνση
στὴ σύνθετη ἰδέα τῆς ἀποσπασματικότητας ποὺ ἐφαρμόζεται σὲ πολὺ
μικρὲς ἱστορίες: ἡ ἀποσπασματικότητα, ὡστόσο, ἔχει νὰ κάνει μὲ
μιὰ χρονικὴ ἀντίληψη ποὺ ἀνταποκρίνεται στὶς ἀναγνωστικὲς καὶ ἀφηγηματικὲς
συνήθειες. Ἀκόμη καὶ ἀπὸ χρονικῆς ἄποψης, εἶναι προφανὲς ὅτι ὁ
μηχανισμὸς τῆς ἀντίληψης τοῦ πρὶν καὶ τοῦ μετὰ στὴν ἀφήγηση, ἔχει ἤδη
ἀποδομηθεῖ στὴ μυθοπλασία μὲ τὴν ἐναλλαγὴ τῶν ἀφηγήσεων (γραμμικῆς,
ἀναδρομῆς, πρόληψης). Κάθε ἀφηγηματικὸ κείμενο φέρνει στοιχεῖα
τοῦ παρελθόντος στὸ παρόν, τοποθετώντας τα στὴ μνήμη. Πρόκειται γιὰ
γνώριμες γνωστικὲς μορφὲς καὶ κόσμους, ἀλλὰ καὶ γιὰ κειμενικὲς διατάξεις
ποὺ εὐνοοῦν τὴν ἐξαγωγὴ συμπερασμάτων καὶ τὴν ἀφηρημένη σκέψη,
οἱ ὁποῖες μὲ τὴ σειρά τους προκύπτουν, ὅπως ὑποστήριξε ὁ Σεγκρέ,
βάσει τῶν διαφορετικῶν «δομῶν τοῦ ὑλικοῦ καὶ τῶν διαφορετικῶν ἐπιπέδων
ἐκδήλωσης».
Στὸν ἐλάχιστο χῶρο μιᾶς πολὺ σύντομης ἱστορίας, ἡ ἐναλλαγὴ
τῆς ἀναδρομῆς καὶ τῆς πρόληψης γίνεται ἀντιληπτὴ ὡς ἀκραῖος κατακερματισμὸς
μιᾶς γραμμικότητας. 2. Ὀργάνωση τῆς μνήμης καὶ πολιτικὴ δέσμευση
Ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ
1960, καὶ ὕστερα ἀπὸ τὴ συστηματικὴ «χρήση» τῶν μικροϊστοριῶν ἀπὸ
τὸ Γκροὺπ ’47, ἕνα ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ τῶν πολὺ μικρῶν ἱστοριῶν
τῆς γερμανικῆς γλώσσας εἶναι, ὅπως ἤδη ἀναφέρθηκε, ἡ αὐστηρὴ κοινωνικὴ
κριτική. Ὁ κλειστοφοβικὸς χῶρος τῆς πολὺ σύντομης ἱστορίας φαίνεται
νὰ μὴν ἀφήνει περιθώρια διαφυγῆς στὸν ἀναγνώστη, καὶ ἐπικοινωνεῖ
τὴν ἀνάγκη γιὰ ἀτομικὴ δέσμευση. Σὲ πολλὲς περιπτώσεις, ὅπως στὶς
ἱστορίες τοῦ Ράινχαρντ Λετάου, τὸ ρητορικὸ-πραγματικὸ ἐπίπεδο
εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ἐπαναφέρει στὸν ἀναγνώστη τὴ γνωστικὴ ἀσυμφωνία
(Lettau, 1963 καὶ 1973), μέσῳ τῆς ἀναφορᾶς σὲ μοντέλα παραμυθιῶν
(Durzak, 2002). Σὲ ἄλλες περιπτώσεις πρόκειται γιὰ διάσπαση ἀφηγηματικῶν
μοτίβων ἢ κοινωνικο-πολιτιστικῶν καὶ ἠθικῶν συνδέσεων, ὡς ἄμεσο
ἀπότοκο τῶν σύντομων πεζῶν του Κάφκα ἢ τῶν ἡμερολογιακῶν σημειώσεων
τοῦ Μπρέχτ.
Στὰ τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 1960, ὁ Ἐλβετὸς Πέτερ Μπίχσελ δημοσίευσε
μιὰ σειρὰ ἀπὸ σύντομες ἱστορίες, μὲ τὶς ὁποῖες δίνει μί ἰσχυρὴ ὤθηση
στὴ δημοτικότητα τῶν συντομότατων ἱστοριῶν, δηλώνοντας στὴ συνέχεια,
στὶς Διαλέξεις Ποίησης τῆς Φρανκφούρτης, τὴ δύναμη τῆς σύντομης ἱστορίας
στὴν πολιτικὴ δέσμευση ἐνάντια στὴν αὐταρχικὴ σύμβαση τοῦ συστήματος
καὶ στὴν ἀνατροπή, ἐπὶ τῇ βάσει τῆς ἀντίληψής του γιὰ τὴ γραφή: «Μεταξὺ
ἄλλων, ἡ Ἱστορία καὶ ἡ Πολιτικὴ ἐξαπατοῦν ἐπίσης τοὺς ἀνθρώπους
μὲ τὶς ἱστορίες τους. Ἐκεῖνος πού, γιὰ παράδειγμα, ἀπεικονίζει τὸν
πρόεδρο μιᾶς μεγάλης χώρας ὡς καουμπόη τὸν ὑποβαθμίζει, ἐπειδὴ ἡ
λέξη καουμπόης, τουλάχιστον ἐδῶ στὴν Εὐρώπη, φέρνει στὸ μυαλὸ μας
τὴν εἰκόνα κάποιου ποὺ ζεῖ σὲ ἱστορίες. Ἀλλὰ ὁ καουμπόης, ὡς πρόεδρος,
δὲν θέλει νὰ ζεῖ σὲ ἱστορίες, ἀλλὰ στὴν Ἱστορία, καὶ αὐτὸ κάνει τοὺς
ἀνθρώπους ἀπρόβλεπτους. Καὶ γι’ αὐτὸ μερικὲς φορὲς μᾶς εἶναι δύσκολο
νὰ ἀναγνωρίσουμε τὸν ἄνθρωπο στοὺς πολιτικούς. Ἡ Ἱστορία εἶναι ὁ
ἐχθρὸς τῶν ἱστοριῶν καὶ μόνο στὶς ἱστορίες μποροῦν νὰ ἀναγνωριστοῦν
οἱ ἄνθρωποι. Μπορεῖ οἱ ἱστορίες νὰ εἶναι ὁ ἐχθρὸς ἐκείνων ποὺ δὲν
γνωρίζουν τίποτε ἄλλο παρὰ μόνο μιὰ ἱστορικὴ ἀποστολή. Ἐπίσης,
παρόλο ποὺ τὸ περιεχόμενο τῶν ἱστοριῶν μπορεῖ ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν
νὰ εἶναι κατάλληλο ἢ ταιριαστὸ γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ Κράτους, ἡ ἐξιστόρηση,
ἡ ἀφήγηση τοῦ ἐαυτοῦ μας, εἶναι ἤδη ἀπὸ μόνη της κάτι τὸ ἀνατρεπτικό.
[...] Ἀλλὰ τὸ γρανάζι γυρίζει ὑπερβολικὰ γρήγορα, δὲν μένει πιὰ
χρόνος γιὰ ἱστορίες, καὶ ἡ ζωὴ δὲν μπορεῖ πλέον νὰ ἐξιστορηθεῖ.»
(Bichsel, 1981: 150-151). 3. Παραδείγματα μικροαφηγήσεων Ἀκολούθως, παρουσιάζονται
μερικὲς πολὺ σύντομες ἱστορίες ἀντιπροσωπευτικὲς αὐτῆς τῆς δεσμευτικῆς
στάσης, ἡ καθεμιὰ μὲ διαφορετικὰ χαρακτηριστικὰ καὶ ποὺ ὅμως σαφῶς
θεωροῦνται παραδειγματικὲς τοῦ μικρολογοτεχνικοῦ εἴδους, στὸ ὁποῖο
ὑπογραμμίζονται ἡ συντριβὴ τῆς μίμησης, ἡ ἐπιθυμία γιὰ πολιτικὴ
διαμαρτυρία σὲ ἕνα ἐπίπεδο βαθιὰ «ἐκπαιδευτικὸ» καὶ ἡ ἀποδόμηση
καὶ ἡ παροδικὴ ἐπανεπεξεργασία ἀφηγηματικῶν καὶ γλωσσικῶν μοτίβων. 3.1. Ράινχαρντ
Λετάου Τὸ 1963 ὁ Ράινχαρντ Λετάου
δημοσίευσε τὸ δεύτερο ἔργο του, Auftritt
Manigs. Πρόκειται γιὰ μιὰ σειρὰ ἀπὸ πολὺ σύντομες ἱστορίες
στὶς ὁποῖες δὲν ὑπάρχει ἀκολουθία ἐνεργειῶν καὶ αἰτιωδῶν σχέσεων,
ἀλλὰ ἀντιθέτως ἀποτελοῦνται ἀπὸ μιὰ φαινομενικὰ ἀποσπασματικὴ
παράθεση τῶν γεγονότων. Ὁ χρόνος καὶ ὁ χῶρος εἶναι ἐντελῶς ἀπροσδιόριστοι.
Ὁ Μάνιγκ, ὁ «πρωταγωνιστής», κατοικεῖ σὲ ἕναν ἀνοιχτὸ κόσμο, ἀπολύτως
σχετικὸ καὶ πολυμορφικό, στὸν ὁποῖο ἀκόμη καὶ οἱ νόμοι τῆς φύσης
ξεφεύγουν ἀπὸ τὴν ἀντίληψη. Τὰ πρόσωπα δὲν ἐπιτρέπουν στὸν ἑαυτό
τους νὰ ἐπηρεαστοῦν οὔτε ἀπὸ συμβάσεις, οὔτε ἀπὸ κάποια τελεολογικὴ
παρόρμηση, καὶ αὐτὴ ἡ οὐσιαστικὴ ἀβεβαιότητα γιὰ τὴ λογικὴ τοῦ
κόσμου καθιστᾶ δυνατὲς τὶς ἀντιδράσεις καὶ τὶς συμπεριφορὲς τοῦ
πρωταγωνιστῆ, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νὰ ἑρμηνεύσει τὴν πραγματικότητα
μὲ τρόπο αἰσθητικὸ καὶ ἐνίοτε εἰρωνικὸ ἢ παιχνιδιάρικο. Οἱ ἀφηγηματικὲς
ἐπιλογὲς ὑπογραμμίζουν συστηματικὰ τὶς συγκεχυμένες ἐντυπώσεις:
ἡ ἑστίαση εἶναι κυρίως ἐξωτερική, γεγονὸς ποὺ τονίζει τὴ σχετικότητα
τῶν γεγονότων καὶ τῶν εἰκόνων ποὺ παρουσιάζονται, ἔτσι ὥστε κάθε
ἱστορία νὰ παρουσιάζεται ὡς πρόσκληση στὸν θεματικὸ προβληματισμό.
Ἡ ἀντίληψη τοῦ ἀναγνώστη, τοῦ παρατηρητῆ τῆς «εἰκόνας», εἶναι μιὰ
ἀντιληπτικὴ μετατόπιση: τίποτα δὲν εἶναι ἄσχετο καὶ τὰ πάντα
μποροῦν νὰ βρεθοῦν στὸ προσκήνιο ἢ ταυτοχρόνως στὸ παρασκήνιο. Ὁ Λετάου
ἐφαρμόζει μιὰ διαδικασία σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ ἴδια ἡ ἰδέα τῆς
κεντρικότητας ἀπο-ἱεραρχικοποιεῖται, ἀσκώντας ἔτσι ξεκάθαρη
κριτικὴ στὶς κατηγορίες ποὺ οἱ συμβάσεις, ἀκόμη καὶ οἱ ἀφηγηματικὲς
καὶ οἱ καλλιτεχνικές, ἀποτυπώνουν στὸν κόσμο. Ὡς ἐκ τούτου, σκοπεύει
νὰ ὑπονομεύσει πρῶτα ἀπ’ ὅλα τὶς κατηγορίες τῆς συγγραφῆς καὶ τῆς
ἐξουσίας. Τὰ κείμενα παραμένουν ἀνοιχτά, ἡ δυνατότητα καὶ ἡ καλλιτεχνικὴ
ἐγκυρότητα τῶν μυθοπλαστικῶν συμβάσεων τίθενται ὑπὸ ἀμφισβήτηση
καὶ ἡ περιγραφικὴ τεχνική, ἡ συσσώρευση τῶν λεπτομερειῶν, ἀποτελεῖ
καὶ αὐτὴ μιὰ ὑπογράμμιση τῆς ἀβεβαιότητας καὶ τῆς ἀταξίας. Τὸ ἐσωτερικὸ
σύμπαν τῶν χαρακτήρων παραμένει στὶς περισσότερες τῶν περιπτώσεων
ἀνέκφραστο, ἐνῶ ὅπου ὁ Λετάου ἀποφασίζει νὰ δώσει στὸν ἀναγνώστη
μιὰ ἀντίληψη τῶν σκέψεων τῶν χαρακτήρων του, ὁ κόσμος τους ποὺ περιορίζεται
σὲ ἐπιφανειακὲς πινελιὲς ἐπιτείνει τὴν ἐντύπωση τοῦ φευγαλέου.
Οἱ ἴδιοι οἱ χαρακτῆρες ἀναζητοῦν μερικὲς φορὲς τὸ νόημα καὶ τὴ
σύνδεση μεταξὺ τῶν πραγμάτων, ὅπως εἶναι ἔκδηλο στὶς ἱστορίες
«Σύντομη ἐπίσκεψη» καὶ «Βγαίνοντας». Ἡ συλλογικότητα παρουσιάζεται
πάντα ὡς προβληματική, συνδεδεμένη μὲ τὴν ἀδυναμία κατανόησης
τοῦ ἄλλου καὶ μὲ τὸν ἀναγκαστικὸ συγχρονισμὸ τῶν ἀτομικοτήτων. Ἡ
ἔντονη ἐπίδραση τῆς ἀποξένωσης (Σκλόφσκι) μεταδίδεται στὸν ἀναγνώστη
καὶ δὲν ἐπιτρέπει τὴν ἀντίληψη τῆς συνέχειας παρὰ τὴ δομὴ τοῦ βιβλίου.
Οἱ ἱστορίες γίνονται ἀντιληπτὲς ὡς ἀποσπασματικὲς καὶ ἀσυνάρτητες.
Στὶς τρεῖς ἱστορίες ποὺ παρουσιάζονται ἐδῶ τὸ κύριο πρόσωπο ἐπιλέγει
τὴ φυγὴ μπροστὰ στὴν παρεμβατικὴ καὶ στερεοτυπικὴ παρουσία μιᾶς
πολυφωνίας. Ἡ πολυφωνία εἶναι ταυτόχρονα ἔκφραση μιᾶς προκαθορισμένης
καὶ κανονικῆς τάξης, ἡ ὁποία ἀντισταθμίζει τὴν ἀβεβαιότητα τῆς
ταυτότητας τῶν προσώπων (ἰδίως τοῦ Μάνιγκ), ἀλλὰ ἀποτελεῖ ἐπίσης
μιὰ ὀργάνωση τῆς ἐξουσίας στὴν ὁποία τὸ ἐνσυνείδητο ἄτομο δὲν θὰ
μποροῦσε νὰ χωρέσει. Ὁ Μάνιγκ εἶναι ἕνας ἀποδυναμωμένος Στρέμπερ,
ὁ ὁποῖος ζεῖ τὸ φαουστικὸ Sehnsucht [νοσταλγία] σὲ ἀπόλυτη ἀντίθεση
μὲ τὸ μοντέλο του. Ἀποσύρεται ἀπὸ τὴν ἐμπειρία, παρατηρεῖ τὴ «ζωή»,
τὴν ὁποία ἀντιλαμβάνεται ὡς στημένη παράσταση καὶ δραπετεύει ἀπὸ
αὐτὴ κάθε φορὰ ποὺ φοβᾶται ὅτι μπορεῖ νὰ εἶναι παγιδευμένος, ἀλλὰ
συνεχίζει νὰ παρατηρεῖ, ἐνῶ ἡ ἐλπίδα του ἀποδυναμώνεται ἀπὸ ὅραμα
σὲ ὅραμα. Ἔτσι, ἡ ἐπαναληπτικὴ δομὴ τῶν κειμένων ἐντείνει τὴν ἀποσταθεροποιητική
τους ἐπίδραση. Γιὰ τὸν Ντεριντά, στὴ γραφὴ ὡς ἐπαναληπτικὴ δομή, ἡ
ἀπουσία ἐκδηλώνεται ὄχι ὡς ἁπλὴ τροποποίηση τῆς παρουσίας, ἀλλὰ
μᾶλλον σὲ ρήξη μὲ αὐτὴ (Theuas, 2009). Ὑπὸ αὐτὴ τὴν ἔννοια, ἡ γραφὴ
τοῦ Λετάου εἶναι μιὰ συνεχὴς καταγγελία τῆς ἀπουσίας ἑνὸς νόμιμου
κοινωνικοῦ, λογοτεχνικοῦ καὶ πολιτικοῦ κέντρου. Ἀκριβῶς μὲ τὴ λογικὴ
τοῦ Ντεριντᾶ, αὐτὴ ἡ ἀπουσία τοῦ ὁρισμοῦ εἶναι ἡ συμπερίληψη καὶ
ὄχι τόσο ἡ ἀπώλεια τοῦ ἐαυτοῦ, καὶ ἐπιτυγχάνεται μέσῳ τῆς ἀποδόμησης
τῶν σημασιολογικῶν ἀντιστοιχιῶν. Τὸ προφανὲς ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι
τὸ κατασκεύασμα μιᾶς λογικῆς διαφορετικῆς ἀπὸ τὴν ἀριστοτελική,
μὲ τὴν πραγματικὴ δημιουργία ἑνὸς «ἀναλογικοῦ» σύμπαντος [«Ἂς ἐπαναλάβουμε
τὴν ἐρώτηση. Ἀλλὰ ἂς τὴν μετακινήσουμε, παρατηρώντας πῶς τροποποιεῖται:
"Εἶναι ἡμέρα, τότε, ἐκείνη τὴ στιγμή; Εἶναι νύχτα;"»
(Derida, 2000, 13· βλέπε ἐπίσης Cixous καὶ Derrida, 1998)]. Ὁ Λετάου θέλει
νὰ καταστρέψει τὴ λογικὴ τῆς ἀναπαράστασης ξεκινώντας ἀπὸ τὴν ἀποδόμηση
καὶ τὸ ἐγχείρημά του εἶναι ἰσχυρὸ καὶ διαρκές, ἀλλὰ καὶ ἀκόμη πολὺ
ἐπίκαιρο:
Εἴσοδος Μπαίνει
ἕνας κύριος. «Ἐγὼ εἶμαι» λέει. «Δοκιμάστε ξανά» κάνουμε
ἐμεῖς. Μπαίνει πάλι μέσα. «Νά ’μαι!» λέει. «Δὲν εἶναι πολὺ καλύτερο»
κάνουμε ἐμεῖς. Μπαίνει ξανὰ στὸ δωμάτιο.
«Γιὰ μένα μιλᾶμε» λέει
ἐκεῖνος. «Μιὰ κάκιστη ἀρχὴ» κάνουμε
ἐμεῖς. Μπαίνει ξανά. «Χαίρετε!» λέει. Καὶ
γνέφει μὲ τὸ χέρι. «Μὰ σᾶς παρακαλοῦμε, ὄχι!»
λέμε. Προσπαθεῖ ξανά. «Πάλι ἐγώ» κάνει. «Σχεδόν» κάνουμε ἐμεῖς.
Μπαίνει πάλι μέσα. «Περίμενα ὥρα» λέει.
«Ἐπανάληψη» κάνουμε
ἐμεῖς, ἀλλά, ἔ, ἤδη περιμέναμε ὑπερβολικά, τώρα κάθεται ἔξω, δὲν
θέλει πιὰ νὰ μπεῖ μέσα, ἔφυγε μακριά, δὲν τὸν βλέπουμε πιά, ἀκόμα κι
ἂν πᾶμε νὰ ἀνοίξουμε τὴν πόρτα καὶ κοιτάξουμε γρήγορα δεξιὰ καὶ ἀριστερά.
Σύντομη ἐπίσκεψη Ὁ Μάνιγκ
βρίσκει τὸ δρόμο. Φτάνει στὸ σπίτι. Τὰ παράθυρα εἶναι φωτισμένα,
βλέπει τὸν κόσμο συγκεντρωμένο σὲ παρέες. Ὑπάρχουν δύο ἄντρες στὴ
δέσμη τοῦ φωτός. Ὁ ἕνας μιλάει, ἔπειτα μιλάει ὁ ἄλλος, ἔπειτα μιλοῦν
καὶ οἱ δύο ταυτόχρονα, ἔπειτα ὁ ἕνας γελάει, ἔπειτα γνέφει, ἔπειτα
κουνάει τὸ κεφάλι του καὶ ἔπειτα ἀγγίζει τὸν ἄλλο, ἔπειτα καὶ τοὺς
δύο, ἔπειτα τὸν ἕνα ὕστερα τὸν ἄλλο, ἔπειτα ὁ ἕνας κάνει ἕνα βῆμα
μπροστά, ἔπειτα ὁ ἄλλος πρὸς τὰ πίσω, καὶ οἱ δύο πρὸς τὰ ἐμπρός, καὶ οἱ
δύο πρὸς τὰ πίσω, ὁ ἕνας δείχνει στὸν ἄλλο ἕνα χέρι, ὁ ἄλλος δείχνει
καὶ τὰ δύο, ὁ Μάνιγκ τὸ ξέρει, καλύτερα νὰ γυρίσει πίσω, καὶ φτάνει
πιὰ μὲ τὴν κοινωνία.
Βγαίνοντας Βγαίνουμε
στὸ δρόμο. Τί βλέπουμε; Βλέπουμε τὸ δρόμο. Καὶ πιὸ πέρα; Σπίτια, δέντρα.
Συγκεκριμένα; Παράθυρα, πόρτες, τοίχους. Καὶ μπροστά, ἄνθρωποι.
Τί κάνουν οἱ ἄνθρωποι; Κάποιοι πηγαίνουν πρὸς μιὰ κατεύθυνση, ἄλλοι
πρὸς τὴν ἄλλη κατεύθυνση. Καὶ συναντιοῦνται. Μερικοὶ διασχίζουν
τὸ δρόμο, μερικοὶ λοξά, οἱ περισσότεροι ἀπὸ τὴ συντομότερη διαδρομή,
σχεδὸν ὅλοι, λοιπόν, γνωρίζουν ποῦ κατευθύνονται, μὲ ἢ χωρὶς σακοῦλες,
γεμάτες ἢ ἄδειες. Τὸ περιεχόμενο τῶν σακούλων ἐξαφανίζεται πίσω
ἀπὸ τὰ παράθυρα, τὶς πόρτες, τοὺς τοίχους. Καὶ πιὸ ἐκεῖ; Μερικοὶ εἶναι
ἀκίνητοι, ἄλλοι μὲ ἄλλους, δύο πλάτη μὲ πλάτη. Ποιὸν βλέπουμε ἐκεῖ;
Ἐκεῖ εἶναι ὁ Μάνιγκ. Βλέπει τὰ ἴδια πράγματα; Ὢ ναί, γιατί ἀργὰ-ἀργὰ
ἐπιστρέφει στὸ σπίτι. 3.2. Γκύντερ Μπροῦνο
Φούκς Στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας
τοῦ ’80 ὁ Γκύντερ Μπροῦνο Φοὺκς δημοσίευσε τὸ Fibelgeschichten του,
στὸ ὁποῖο τονίζει ὁρισμένα χαρακτηριστικὰ κοινωνικῆς διαμαρτυρίας:
τὴν κριτικὴ τοῦ κατακερματισμένου συστήματος ταυτότητας, τὴν ἀντίληψη
ὅτι δὲν ἔχει πλέον ἄθικτο πυρήνα, οὔτε προσωπικὰ οὔτε κοινωνικά,
καὶ ἡ ἀποσύνθεση τῆς πραγματικότητας συνδέεται μὲ σχέσεις αἰτίας-ἀποτελέσματος.
Τὸ ὕφος τοῦ Φοὺκς εἶναι λιγότερο ἀκραῖο ἀπὸ τοῦ Λετάου, ἡ ἔντασή
του ἔγκειται στὸ νὰ χρησιμοποιεῖ τὴν «ἐκρηκτικὴ δύναμη τῆς φαντασίας
γιὰ νὰ ξεπεράσει τὶς μιμητικὲς συμβάσεις» (Durzak, 2002: 200). «Ἡ ἀποξένωση
ὡς καλλιτεχνικὸ μέσο πρέπει νὰ ἐνθαρρύνει τοὺς ἀνθρώπους νὰ σκέφτονται.
Διαφορετικὰ θὰ μποροῦσα νὰ καθίσω ἐκεῖ καὶ νὰ πῶ: ἀγαπητοί, νὰ εἶστε
καλύτεροι ἄνθρωποι.» (Fuchs, 1961: 6).
Τὸ ἐκρηκτικὸ ἀποτέλεσμα δίνεται προγραμματικὰ μέσα ἀπὸ τὴ
συντομία καὶ τὴν ἰδέα τοῦ ταυτόχρονου, τὴν ὁποία προτιμᾶ ὁ Φοὺκς
στὶς ποιητικές του συνθέσεις ὅπως καὶ στὶς ἱστορίες (Domin, 1969 καὶ
Domin, 1977).
Ἡ στιγμὴ ἐπιστρέφει ὕστερα ἀπὸ χρόνια, διεγείρει τὴ φόρμα,
γεννιέται μιὰ ἱστορία, ἀφήνεται ἐκεῖ, παρατημένη, παραμένει ἀκίνητη,
ξαφνικὰ ἐμφανίζεται ξανὰ μπροστά μας, αἰσθάνεται κανεὶς ὅτι οἱ
λίγες φράσεις μαραζώνουν ἐκεῖ, θυμώνουν, ψάξε μας, δούλεψε σωστά,
ὑπάρχουμε, καὶ ἂν μᾶς βρεῖς, ἂν μᾶς δημιουργήσεις, ἂν πιστεύεις: Ὁρίστε,
ἐδῶ εἶναι! Ἔπειτα τοποθέτησέ μας στὸ ἤδη ὑφιστάμενο, στὸ παρελθόν,
στὸ ἰδωμένο, μέχρι νὰ ταιριάξουμε σὲ αὐτό, γιὰ νὰ ἀποδεσμευτοῦμε
ἀμέσως ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀντικειμενικὴ διαδικασία, νὰ γίνουμε ἀνεξάρτητες
ὡς πρὸς τὴ φόρμα, τὴν ὁποία στὴ συνέχεια ὁρίζεις ὡς ποίηση, στίχο,
τραγούδι, μπαλάντα. [...] ἡ ἄνοδος στὸ θρόνο τοῦ βασιλιὰ
τῆς γιορτῆς μὲ ἐξοργίζει, προσπαθῶ νὰ δημιουργήσω ἕνα κείμενο
ποὺ νὰ ὑπερασπίζεται τὸν ἑαυτό του, ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ χωρέσει σὲ ἕνα
φέιγ βολάν. Μὰ νά ποὺ μοῦ ξεφεύγει ἡ κατάσταση καὶ ἡ ἀναγνώριση τῆς
ἐνθρόνισης παίρνει σάρκα καὶ ὀστᾶ, βλέπω ὅτι γίνεται ὅλο καὶ πιὸ
μακροσκελής, σελίδα τὴ σελίδα, ἀρχίζω νὰ κόβω, μειώνω, ἀλλάζω, ἐπαναλαμβάνω
τὸ κείμενο στὸν ἑαυτό μου ὅπως στὴν τάξη, ἀναδύεται μιὰ εἰκόνα ποὺ
λίγο ἔχει νὰ κάνει τώρα πιὰ μὲ αὐτὸ ποὺ εἶχα ἀρχικὰ φανταστεῖ, ἀλλὰ
ἡ ἔμπνευση παραμένει ὁ πυρήνας αὐτοῦ ποὺ ἔχει δημιουργηθεῖ, καὶ
σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση ἐλέγχω ἂν τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι χρήσιμο πρὸς
παρουσίαση [...]
καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα ἂν εἶναι ἀρκετὰ ἀψεγάδιαστο γιὰ νὰ διατηρήσει
τὴν ὕπαρξή του ἀνάμεσα στὶς ἐπικρατοῦσες ἰδεολογίες.
(Fuchs, 1961: 7).
Δρόμος Σὲ
μιὰ γωνιὰ τοῦ δρόμου βλέπουμε ἕναν χιονάνθρωπο. Δίπλα στὸν χιονάνθρωπο
ὑπάρχει ἕνας ἄνδρας. Δίπλα στὸν ἄνδρα ὑπάρχει ἕνας δεύτερος χιονάνθρωπος.
Δίπλα στὸν δεύτερο χιονάνθρωπο ὑπάρχει ἕνας δεύτερος ἄνδρας. Καὶ
οἱ δύο χιονάνθρωποι ἀκοῦνε τί λένε οἱ δύο ἄνδρες. Οἱ ἄνδρες δὲν δίνουν
σημασία καὶ συνεχίζουν νὰ μιλοῦν κανονικά.
Ἕνα ταξίδι Ὁ Φρίντριχ
καὶ ὁ φίλος του ὁ Τσὰρλς διαβάζουν ἱστορίες περιπέτειας. Καὶ ἔτσι
διαβάζουν ἕνα κάρο πράγματα γιὰ τὴ θάλασσα καὶ γιὰ παλιὰ πλοῖα. Ὑπάρχει
ἐπίσης ὁ ἄνεμος, ἀκόμη καὶ μιὰ καταιγίδα. Καὶ οἱ δύο, ὁ Φρίντριχ
καὶ ὁ Τσάρλς, βάζουν χρήματα στὴν ἄκρη, ἀποταμιεύουν καὶ ἀποταμιεύουν.
Ἔπειτα, σπᾶνε τὸν κουμπαρᾶ. Ὑπάρχουν ἀρκετὰ χρήματα στὸ τραπέζι
γιὰ δύο εἰσιτήρια μετ’ ἐπιστροφῆς, τὰ χρήματα κυλοῦν στὸ πάτωμα
καὶ μερικὰ μάρκα καταλήγουν κάτω ἀπὸ τὸ κρεβάτι. Ταξιδεύουν μέχρι
τὴν παντοδύναμη θάλασσα. Ἀλλὰ ἡ θάλασσα ἔχει στεγνώσει, δὲν ὑπάρχει
πλέον νερό. Ποιός τὸ ἔκανε; Ἕνας γλάρος δίπλα τους ξεσπᾶ σὲ γέλια.
Πετᾶ μακριά. Ὁ Φρίντριχ καὶ ὁ Τσὰρλς καταλαβαίνουν ἀμέσως ὅτι δὲν ὑπάρχουν
περιπέτειες γιὰ νὰ ζήσουν σὲ αὐτὰ τὰ μέρη. Τὰ ταξίδια μποροῦν νὰ πᾶνε
στὸ διάολο. 3. Ἄντελχάιντ Ντυβανέλ Οἱ ἱστορίες τῆς Ἀντελχάιντ
Ντυβανὲλ ἀσχολοῦνται μὲ ἀνθρώπους ποὺ βρίσκονται στὸ περιθώριο τῆς
κοινωνίας, τοὺς μοναχικούς, τοὺς φτωχούς, τοὺς ἐγκαταλελειμμένους,
τοὺς ἀνθρώπους χωρὶς τὸ δικαίωμα λόγου. Ἡ Ντυβανὲλ ἐπιλέγει νὰ ἀρνηθεῖ
τὴν ἐμφάνιση τῆς ἑτερότητας στὴν ἀκινησία ποὺ συγκρατεῖ τὸ βλέμμα
καὶ τὴ διατηρεῖ «διαφορετική»: «Τὰ γυαλιὰ τοῦ Ἐρνέστο ἦταν βρόμικα·
ἔβλεπε τὸν κόσμο θολό, κάτι ποὺ τοῦ ταίριαζε ἀπόλυτα.» (Duvanel,
2004: 89). Ἡ ἔκταση τῶν ἱστοριῶν καθορίζεται ἀπὸ τὴ μεγαλύτερη
δυνατὴ πυκνότητα σὲ σχέση μὲ τὸ μέγιστο δυνατὸ βάθος: «Στὸν μικρότερο
δυνατὸ χῶρο, τὴ μεγαλύτερη δυνατὴ πυκνότητα. Αὐτὴ εἶναι ἡ αἰσθητικὴ
ἐπιταγὴ στὴν ὁποία ὑπέκυπτε καὶ στὴν ὁποία ὑποτασσόταν ἐπανειλημμένα.
Καὶ ἡ πυκνότητα ἀφορᾶ τόσο τὸ περιεχόμενο ὅσο καὶ τὴ γλώσσα.»
(Von Matt, στὸ Duvanel, 2004: 164). Οἱ ἱστορίες εἶναι ὑφολογικὰ τρισδιάστατες,
προσφέρονται στὸν ἀναγνώστη ὡς κινητὰ καὶ ἀόριστα ἀντικείμενα.
Ἐνῶ οἱ πρωταγωνιστὲς κινοῦνται σὲ μιὰ ἀβεβαιότητα ποὺ γίνεται
ξεκάθαρη ἀντίληψη, ἡ γλώσσα καὶ τὸ ὕφος εἶναι σκόπιμα ἀφελεῖς,
μειωμένα στὸ ἐλάχιστο ἀντιληπτό. Ὁ ἐξευγενισμὸς τῶν εἰκόνων καὶ
ἡ ἀναγκαιότητά τους λειτουργοῦν μὲ διαφορετικὸ τρόπο ἀπὸ τὴν ἀποξένωση
καὶ τὸ ἀνησυχητικὸ ἀποτέλεσμα τῶν ἱστοριῶν τοῦ Λετάου, τοῦ Φοὺκς
καὶ πολλῶν ἄλλων συγγραφέων. Ἡ ἀντιστοιχία μεταξὺ ἀφήγησης, σκοποῦ
ἀφήγησης καὶ ἐπιλογῆς θεμάτων εἶναι σχεδὸν τέλεια. Κάθε κείμενο
προσφέρει στὸν ἀναγνώστη ἕναν κλειστὸ καὶ οἰκουμενικὸ κόσμο. Οἱ ἱστορίες
στεροῦνται σκόπιμα συγκεκριμένου στόχου, δὲν ἀποκαλύπτουν κάτι,
ἀπορρίπτουν προγραμματικά, ἀκολουθώντας τὰ ἴχνη τοῦ Kalendergeschichte.
Ἡ Ἄντελχάιντ Ντουβανὲλ ξεπερνᾶ ὅλες τὶς ἀρχὲς καὶ ξεφεύγει ἀπὸ τὴν
κατηγοριοποίηση, ξαναδίνοντας στὴν πράξη τῆς ἀνάγνωσης τὴν ἀπώτερη
ἔννοια τῆς ἴδιας της ἀνάγνωσης, καὶ ἀπορρίπτοντας εἴδη καὶ μοντέλα,
κάνει μιὰ αὐθεντικὴ κριτικὴ τοῦ κοινωνικοῦ, λογοτεχνικοῦ καὶ
πνευματικοῦ συστήματος. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐφαρμογὴ ἑνὸς μηχανισμοῦ
παρωδίας, ἡ ἐπιθυμητὴ ἀπουσία συγκεκριμένου στόχου φέρνει τὸ
νόημα τῆς ἀνάγνωσης πίσω στὴν πράξη τῆς ἴδιας τῆς ἀνάγνωσης, στὶς ἁπλὲς
προτάσεις καὶ στὶς σύντομες παραγράφους ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἀποτελεῖται
ἡ συντομότατη ἀφήγησή της. Δὲν ὑπάρχει τίποτα νὰ ἀνακαλυφθεῖ,
καὶ ἡ σύνθεση περιορίζεται στὰ παραδείγματα καὶ στὸ κριτικὸ-ἑρμηνευτικὸ
ἐνδιάμεσο κείμενο. Στὸ διήγημα μὲ τίτλο «Ἐσωτερικὴ ζωὴ καὶ προσωπικὴ
ζωή», ὁ ἐξωτερικὸς ἀφηγητὴς δηλώνει: «Προτιμοῦσε περισσότερο
ἀπ’ ὅλα τὶς ἡμιτελεῖς ταινίες. Ἔβλεπε μόνο το τέλος, ἡ λεγόμενη
ἀρχὴ δὲν τὴν ἐνδιέφερε, καὶ ἐν τῷ μεταξὺ γνώριζε ὅτι δὲν θὰ μποροῦσε
ποτὲ νὰ ὑπάρξει πραγματικὸ τέλος.» Ἐπίσης στὴν Ντυβανέλ, ἡ παρουσίαση
τῶν περιγραφικῶν λεπτομερειῶν, ὅπου αὐτὲς ὑπάρχουν, ἀντιπροσωπεύει
τὴν ἀδυναμία κατανόησης τοῦ συνόλου, τὸ ὁποῖο δεσμεύεται ἀπὸ
μιὰ συμβατικὴ σειρὰ συνδέσεων. Ἡ ἐφευρετικότητα καὶ ἡ φαντασία,
μιὰ ἐλεύθερη ματιὰ ποὺ ξέρει πῶς νὰ βυθιστεῖ στὸ παρατηρούμενο,
παραμένοντας ταυτόχρονα ἔξω ἀπὸ αὐτὸ καί, ἑπομένως, ἡ διαπερατότητα
τῶν ἀτομικῶν καὶ ἀντικειμενικῶν ὁρίων εἶναι ἡ θλιβερὴ παρατήρηση
καὶ ἡ αἴσθηση ποὺ ἀποκομίζουν ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ βρίσκονται συνεχῶς
στὸ περιθώριο τῆς κοινωνίας. Σὲ ὁρισμένα κείμενα, ὅπως στὸ ἐλαφρῶς
ἐκτενέστερο κείμενο ποὺ παρουσιάζεται ἐδῶ πρῶτο, ὁ σουρεαλιστικὸς
καὶ παραμυθένιος τόνος ἀποκαλύπτει τὴν ἀχρηστία τῆς λογικῆς δομῆς
καὶ τῶν σχέσεων αἰτίου-ἀποτελέσματος, σὲ ἄλλες πιὸ σύντομες ἱστορίες,
ἡ ἀγωνία τῆς ὕπαρξης καὶ ἡ ἀνάγκη προστασίας ἀναδεικνύονται ἀπὸ
ἕνα ὕφος οὐσιῶδες καὶ ὀδυνηρό.
Τὸ καπέλο Στὸν
Κασπὰρ δὲν τοῦ ἄρεσε ὅταν ἡ ὁμίχλη ἔκρυβε τὸ φύλλωμα τῶν δέντρων
καὶ ὁ ἄνεμος ἔκλεινε τὸ στόμα τῶν λουλουδιῶν, γιὰ νὰ τὰ ἀφήσει νὰ
κείτονται σὰν νεκρὰ πουλιὰ στὴ γῆ, ἀντίθετα τοῦ ἄρεσε ἡ περιστρεφόμενη
κίνηση τοῦ φωτὸς στὶς κορυφὲς τῶν καμπαναριῶν, τὰ χορευτικὰ κύματα
τοῦ ποταμοῦ ποὺ ἄλλαζαν τὸ χρῶμα στὶς κοιλιὲς τῶν πλοίων, τὸ διαπεραστικὸ
κελάηδισμα τῶν πουλιῶν. Ὅταν ἦταν παιδί, σύμφωνα μὲ ὅσα θυμόταν,
καθόταν σὲ ἕνα δωμάτιο καὶ ἔτρωγε, καὶ ἡ μητέρα του, ποὺ πάντα εἶχε
ἕνα μεγάλο καπέλο στὸ κεφάλι της, πάντα πήγαινε κοντά του. Μερικὲς
φορές, ὅταν νύχτωνε, καὶ τὸ ρολόι σταματοῦσε νὰ χτυπᾶ καὶ ὁ οὐρανὸς
ἀπειλοῦσε νὰ καταρρεύσει μέσα στὸ παράθυρο, περνοῦσαν μετέωρα
λευκὰ λουλούδια. Μιὰ φορά, ὁ Κασπὰρ δὲν ἦταν πλέον παιδί, μιὰ νυχτερίδα
μπῆκε φτερουγίζοντας ἀπὸ τὸ παράθυρο. Τὰ μάτια της ἦταν γλυκὰ καὶ
λαμπερά, ἡ φωνή της ὅμοια μὲ μελωδία τῆς κόλασης, εἶχε κίτρινα
δόντια, κουνιόταν μὲ ἀσυνήθιστο τρόπο, χορευτικό, τὸ χαμόγελό
της καθαρὸ ὅσο ὁ πρωϊνὸς οὐρανός. Μίλησε: «Καλησπέρα» καὶ ζήτησε
νὰ τῆς ἐπιτραπεῖ νὰ καθίσει. Ἔφαγε ἄσπρο ψωμί, ἤπιε γάλα καὶ κοίταξε
ἔξω ἀπὸ τὸ παράθυρο ὅπου μεγάλες νιφάδες χιονιοῦ στροβιλίζονταν
στὴν κρύα χειμωνιάτικη νύχτα καὶ τὰ δέντρα σηκώνονταν ἀπὸ τὸ ἔδαφος
σὰν χέρια θαμμένων ἀνθρώπων. Τὸ παράθυρο ἦταν πάντα ἀνοιχτὸ καθὼς
ὁ Κασπὰρ εἶχε πάντα το φόβο τῆς ἀσφυξίας. Τώρα ἔβλεπε τὴν ἐπίσκεψη
μὲ ἀνησυχία, γιατὶ δὲν εἶχε δεχθεῖ ποτὲ κάποια παρόμοια (τὶς περιστασιακὲς
ἐπισκέψεις ἐπιθεωρητῶν δὲν τὶς ἔπαιρνε σοβαρὰ ὑπόψη). Ρώτησε:
«Ποιά εἶσαι;», δείχνοντας μιὰ προσπάθεια νὰ καταπνίξει τὴν ἔμφυτη
τάση του πρὸς τὴν εὐγένεια ποὺ θὰ τοῦ ὑποδείκνυε νὰ ἀπευθυνθεῖ στὴ
νυχτερίδα στὸν πληθυντικό. Εἶναι πιθανὸ ὅτι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἤθελε
νὰ ἀπομυθοποιήσει τὸ ξένο καὶ τὸ ἀπίστευτο, καὶ ἴσως γι’ αὐτὸν τὸν
λόγο δὲν σταμάτησε, καὶ συνέχισε νὰ ἐργάζεται πάνω στὰ πήλινα εἰδώλιά
του μὲ γυναικεῖα χαρακτηριστικά, τὰ ὁποῖα στὴ συνέχεια πουλοῦσε.
Ἡ μητέρα του καθόταν δίπλα στὴ σόμπα διαβάζοντας τὴν ἐφημερίδα.
Κάτω ἀπὸ τὸ καπέλο της, ποὺ ἦταν ἔντονου κόκκινου χρώματος, κοίταζε
ἴσια μπροστά, πολὺ σίγουρη γιὰ τὸν ἑαυτό της. Μᾶλλον ἤθελε νὰ κρατήσει
τὴν ἴδια καὶ τὸ μωρό της ὑπὸ τὴν προστασία τοῦ καπέλου. Ἡ νυχτερίδα
καθάρισε τὸ λαιμό της, ἔσκυψε πάνω ἀπὸ τὸ τραπέζι καὶ ἐκφώνησε
μερικὰ ἔπεα πτερόεντα[1],
καὶ τότε ἡ φιγούρα ποὺ ἔπλαθε ὁ Κασπάρ, τόσο ἐπιδέξια καὶ μὲ ἀγάπη,
ἄρχισε νὰ μεγαλώνει. Τῆς δόθηκαν καστανοκόκκινα μαλλιὰ καὶ γαλάζια
μάτια, ἕνα χαμογελαστὸ στόμα, χαριτωμένα χεράκια καὶ πόδια ποὺ
κουνιόνταν. Δεδομένου ὅτι ἦταν πιθανῶς ἕνα σεμνὸ πλάσμα, ἦταν
τυλιγμένη σὲ ἕνα λευκὸ δαντελωτὸ φόρεμα πού, σὰν σύννεφο χιονιοῦ,
αἰωροῦνταν πρὸς τὸ παράθυρο. Ὁ Κασπάρ, μὴν καταλαβαίνοντας τί τοῦ
συνέβαινε, τραύλισε: «πόσο ὄμορφη εἶσαι» καὶ παρατήρησε τὸ μικρὸ
θαῦμα ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρές, σὰν νὰ ἀμφέβαλλε γιὰ τὴν τελειότητά
του. Ἐνῶ ἀκόμα στηριζόταν μία στὸ ἕνα πόδι καὶ μία στὸ ἄλλο, χωρὶς
νὰ ἔχει συνείδηση αὐτῆς τῆς παιδικῆς συνήθειας, ἡ μαμά του σηκώθηκε
ἀπὸ τὴ γωνιά της, ὅπου εἶχε καθίσει σὰν μανιτάρι σὲ ἕνα σκοτεινὸ
δάσος, ἄνοιξε τὸ σκονισμένο στόμα της καὶ παραδέχτηκε ὅτι ὁ γιός
της εἶχε πετύχει ἰδιαίτερα καλὰ ἐκείνη τὴ φιγούρα καὶ ὅτι θὰ μποροῦσε
νὰ τὴν πουλήσει σὲ πολὺ ὑψηλὴ τιμή. Ἡ κοπέλα χαμογέλασε ὅταν ὁ
Κασπὰρ εἶπε, «Ναί, μαμά», γιατὶ φάνηκε σὰν νὰ μὴν ἦταν αὐτὸς ποὺ πρόφερε
αὐτὰ τὰ λόγια, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ γλώσσα του παρέμενε ἀκίνητη ἀγγίζοντας
τὰ χείλη του. Θυμήθηκε ὅτι μέχρι τότε εἶχε φιλήσει τὶς γυναῖκες ὅπως
χαϊδεύουν τὰ παράξενα ζῶα, γιὰ νὰ καθησυχάσει ἐκεῖνες, ἀλλὰ πάνω
ἀπ’ ὅλα τὸν ἑαυτό του. Καὶ καθὼς τοῦ ἔρχονταν στὸ μυαλὸ ἀρκετὲς σκέψεις,
ὄχι δυσάρεστες, τὸ καπέλο τῆς μητέρας του ἄρχισε νὰ ταλαντεύεται.
Ἔγειρε σὰν χιονάνθρωπος χαϊδεμένος ἀπὸ τὸν ἥλιο, ξεφούσκωσε,
σχηματίστηκαν σταγόνες ποὺ ἔπεσαν στὸ ἔδαφος, ἀλλὰ δὲν ἔλιωσε ὅπως
περίμενε ὁ Κασπάρ, ἀντίθετα, ὑψώθηκε, πέταξε μεγαλοπρεπῶς ἔξω
ἀπὸ τὸ παράθυρο, ὅλο καὶ πιὸ ψηλά, στὴ μέση ἑνὸς λευκοῦ οὐρανοῦ ποὺ
στροβιλιζόταν, ὅπου κοντοστάθηκε γιὰ μιὰ στιγμή, προσποιήθηκε ἕνα
βαθυκόκκινο φεγγάρι καὶ τελικὰ ἐξαφανίστηκε. Ἡ νυχτερίδα φτερούγιζε
ἤρεμα καὶ ὁ Κασπάρ, μπερδεμένος, μεθυσμένος ἀπὸ χαρὰ καὶ ἔκπληξη,
πῆρε τὸ κορίτσι ἀπὸ τὸ χέρι. Ἔξω, τὰ δέντρα στεκόνταν γονατισμένα
σὰν μεγάλες λευκὲς ἀρκοῦδες, ὁ οὐρανὸς χτυποῦσε μανιασμένα τὰ παράθυρα
τοῦ σπιτιοῦ, ὅπου ἡ ἔκπληκτη μητέρα καθόταν στὴ γωνιά της καί, μὲ ἕνα
μεῖγμα εὐγένειας καὶ ἀποδοκιμασίας, μουρμούρισε «Γιέ μου, γιέ
μου, τί παράξενα πράγματα συμβαίνουν; Ποιός ξέρει ἂν εἶναι γιὰ τὸ
καλό μας;» Χρόνια ἀργότερα, ὅταν ἡ ἡλικιωμένη μητέρα του, ποὺ ποτὲ
δὲν μπόρεσε νὰ παρηγορήσει τὸν ἑαυτό της γιὰ τὴν ἀπώλεια τοῦ καπέλου
της πέθανε καὶ ὁ Κασπὰρ εἶχε μετακομίσει μὲ τὴ νεαρὴ γυναίκα του
σὲ μιὰ πιὸ φωτεινὴ χώρα, σὲ μιὰ χώρα ὅπου οἱ καταιγίδες ἠχοῦσαν μὲ
χαρὰ πάνω ἀπὸ τὰ μεγάλα δέντρα, ὅπου ἡ ὁμίχλη ἦταν χρυσαφένια καὶ
οἱ ἄνεμοι ψιθύριζαν λόγια ἀγάπης, ὅπου τα λουλούδια χόρευαν μὲ ἄκαμπτα
μεταξωτὰ φορέματα καὶ τὰ πουλιὰ τραγουδοῦσαν ὅλη τὴν ἡμέρα, τύχαινε
μερικὲς φορὲς ὁ νεαρὸς γαμπρός, στὴ μέση μιᾶς συζήτησης, ξαφνικὰ
νὰ κοιτάει τὸν οὐρανὸ καὶ νὰ λέει ἐμφατικά: «Μά τὸ καπέλο τῆς μητέρας
μου», ἔτσι, ὅπως λένε ἄλλοι ἄνθρωποι: «Μά τὸν Θεό». Οἱ πάντες ἐκπλήσσονταν
μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁμιλίας, μόνο ἡ σύζυγός του τοῦ ἔκλεισε τὸ μάτι,
σὰν νὰ ἤξερε αὐτὴ περισσότερα ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα
ἤξερε γιὰ τὴ νυχτερίδα τόσα λίγα ὅσα καὶ ὁ σύζυγός της.
Σὲ ἕνα κουτάκι Ἕνα
βιολετὶ ἄνθος βρισκόταν στὶς διαβάσεις πεζῶν, ἕνας ἄντρας τὸ πάτησε
καὶ τὸ συνέθλιψε[2]. Ἀμέσως μετὰ μπῆκε σὲ
μιὰ πολυκατοικία καὶ ἔπειτα στὸ δωμάτιό του, ποὺ ἦταν σὰν μιὰ σκηνὴ
θεάτρου, στὸ σπίτι ἀπέναντι οἱ θεατὲς κάθονταν καὶ κοιτοῦσαν μέσα.
Τὸ παράθυρό του ἦταν πλαισιωμένο ἀπὸ μεγάλες, κόκκινες κουρτίνες.
Ἔλεγε στὸ τηλέφωνο, στὴν πρώην σύζυγό του: «Σὲ εἶδα σὲ ἕνα ὄνειρο,
στεκόσουν δίπλα σε ἕνα παράθυρο, φαινόσουν ὑγιής.» — «Εἶμαι μουσικός»,
ἀπάντησε ἐκείνη, «ἀκούγεται ἀπὸ τὴ φωνή σου ὅτι δὲν εἶσαι καλά.»
Δὲν ἦταν ἁπλῶς μιὰ ἀπροσμέτρητη κούραση, ριζωμένη στὸ πνεῦμα,
ποὺ τοῦ κατέστησε ἀδύνατη τὴν ἀνάγνωση ἑνὸς βιβλίου, ἦταν ἐπίσης
ὁ φόβος ἑνὸς ξένου κόσμου. Δὲν μποροῦσε νὰ ἀντέξει οὔτε προσεγγίσεις
οὔτε ἐπιθέσεις. Ἐξ ἐπαγγέλματος ἐρευνητὴς ἀγορᾶς, ρωτοῦσε τοὺς
ἀνθρώπους ποὺ πήγαινε νὰ βρεῖ στὰ σπίτια τους: «Θὰ ἀγοράζατε ἕνα βιβλίο
μὲ ἕνα κρανίο στὸ ἐξώφυλλο;». Δὲν ἄκουγε κὰν μουσική. Ξαφνικὰ ἀποφάσισε
νὰ φύγει. Πῆγε σὲ ἕνα ταξιδιωτικὸ γραφεῖο καὶ ἀγόρασε ἕνα ἀεροπορικὸ
εἰσιτήριο, τὸ ὁποῖο ἔβαλε στὴν τσέπη του. Τὸ κουβαλοῦσε πάντα μαζί
του καὶ τὸ ἀπολάμβανε. Στὸ ἑστιατόριο διηγήθηκε σὲ μιὰ ἄγνωστη
κυρία: «Εἶμαι γιὸς πολὺ φτωχῶν γονέων. Ἐφόσον ἔπρεπε νὰ κάνουμε
οἰκονομία, καὶ δὲν μπορούσαμε νὰ ἔχουμε τίποτα, μοῦ λείπει μιὰ κάποια
γενναιοδωρία στὴ σκέψη καὶ τὸ συναίσθημα. Ὁ κόσμος μου βρίσκει τὴ
θέση του σὲ ἕνα κουτάκι. Ἡ πρώην σύζυγός μου εἶναι διαφορετική:
Εἶναι μιὰ σαύρα, μοῦ ἔδινε φιλιὰ σαύρας.» Ἡ κυρία θὰ γελοῦσε μετὰ
χαρᾶς, ἀλλὰ δὲν ἤξερε ἂν ἦταν σωστὸ νὰ τὸ κάνει. Καὶ ἐπειδὴ κάποιος
ποὺ ζεῖ σὲ ἕνα κουτάκι δὲν μπορεῖ νὰ ἀνέβει μὲ χαρὰ σὲ ἕνα ἀεροπλάνο
καὶ νὰ πετάξει μακριά, ὁ ἄντρας παρέμεινε στὴν πόλη. [1]Τὸ
λογοπαίγνιο σχετίζεται, προφανῶς, μὲ τὴν ἔκφραση Gefluegelte
Woerte, ὅρος ποὺ ἀναφέρεται σὲ φράσεις ἢ σὲ ἀποσπάσματα ἔργων σημαντικῶν
συγγραφέων, ποὺ ἀποτελοῦν πλέον μέρος τῆς ὁμιλούμενης γλώσσας.
[2] Οἱ
περισσότερες ἀπὸ τὶς διακειμενικὲς ἀναφορὲς στὴν Ντυβανὲλ εἶναι
πολὺ σαφεῖς, ἔτσι ὥστε νὰ εἶναι λογοτεχνικὰ πιὸ ἀποτελεσματικὲς
(ἐδῶ ἡ ἀναφορὰ προέρχεται ἀπὸ τὸ Die Ermordung einer Butterblume,
τοῦ Ἄλφρεντ Ντέμπλιν).
Βιβλιογραφία
Al-Sharqi, Laila καὶ Abbasi, Irum Saeed. «Flash Fiction: A Unique
Writer-Reader Partnership». Studies
in Literature and Language, τόμ. 11 (1), 2015. 52-56.
Althaus, Thomas, Bunzel, Wolfgang καὶ Goettsche, Dirk (ἐπιμ.). Kleine Prosa: Theorie und Geschichte
eines Textfeldes im Literatursystem der Moderne. Βερολίνο:
De Gruyter, 2007.
Bichsel, Peter. Il
lettore, il narrare. Μιλάνο: MarcosyMarcos, 1981.
Cixous,
Helene καὶ Derrida, Jacques. Veli.
Φλωρεντία: Alinea, 2004.
Corti,
Maria. Principi della
comunicazione letteraria. Μιλάνο: Bompiani, 1976.
Derrida, Jacques. Toccare.
Jean Luc Nancy. Καζάλε Μονφεράτο: Marietti, 2007.
Domin,
Hilde. Doppelinterpretationen.
Φρανκφούρτη: Athenaeum, 1969.
Domin,
Hilde. Aber die Hoffnung.
Φρανκφούρτη: Piper, 1982.
Durzak,
Manfred. Die deutsche
Kurzgeschichte der Gegenwart. Βύρσμπουργκ: Konigshausen
& Neumann, 2002.
Duvanel, Adelheid. Beim
Hute meiner Mutter. Μόναχο: Hanser, 2004.
Fuchs,
Gunter Bruno, Gesammelte
Fibelgeschichten und letzte Gedichte, Μόναχο: Hanser, 1978.
Gottschall, Jonathan. L’istinto
di narrare. Μιλάνο: Bollati Boringhieri, 2014.
Hans-Christoph Graf v. Nayhauss (ἐπιμ.). Theorie der Kurzgeschichte. Uberarbeitete und
erweiterte Ausgabe. Στουτγκάρδη: Reclam, 2004.
Hempfer, Klaus. Gattungetheorie.
Μόναχο: Fink, 1973.
Hollerer, Walter. «Die kurze Form der Prosa». Akzente 9 (1962), τεῦχος 3.
226–245.
Lettau,
Reinhard. Auftritt
Manigs. Μόναχο: Hanser, 1963.
Lettau,
Reinhard. Immer kuerzer
werdende Geschichten. Μόναχο: Hanser, 1973.
Marx,
Leonie. Die deutsche Kurzgeschichte.
Στουτγκάρδη/Βαϊμάρη: Metzler, 2005.
Meyer,
Urs. «Zeitschrift, Zettel, Zigarettenschachtel», στὸ Thomas Althaus,
Wolfgang Bunzel καὶ Dirk Gottsche (ἐπιμ.). Kleine Prosa, Theorie und Geschichte eines Textfeldes
im Literatursystem der Moderne, Βερολίνο: De Gruyter, 2007.
353-369.
Shaeffer, Jean Marie. Che
cos'e un genere letterario. Πάρμα: Pratiche, 1992.
Shapard, Robert καὶ Thomas, James (ἐπιμ.). Sudden Fiction: American Short-Short Stories.
Ὤστιν: W. W. Norton, 1986.
Shapard, Robert καὶ Thomas, James. Sudden
Fiction Latino. Ὤστιν: W. W. Norton, 2010.
Shapard, Robert. Flash
Fiction International. Ὤστιν: W. W. Norton, 2012.
Shapard, Robert. «The Remarkable Reinvention of Very Short Fiction»
στὸ World Literature
Today,
https://www.worldliteraturetoday.org/2012/september/remarkable-reinvention-veryshort-fiction-robert-shapard
(ἀνακτήθηκε στὶς 9 Σεπτεμβρίου 2017).
Spinnen, Burkhard. Schriftbilder.
Studien zu einer Geschichte emblematischer Kurzprosa. Μόναχο:
Aschendorff, 1991.
Theuas,
Roland. «Iterability and Differance: Re-tracing the Context of the Text».
Kritike, τόμ.
III, τεῦχος 2. (2009). 68-89.
http://www.kritike.org/journal/issue_6/pada_december2009.pdf
(ἀνακτήθηκε στὶς 9 Σεπτεμβρίου 2017).
Zavala,
Lauro. «De la teoria literaria a la minificcion posmoderna» στὸ Ciencias Sociais Unisinos
43(1), Ἰανουάριος/Ἀπρίλιος 2007. 86-96.
Πηγή: Microtextualidades. Revista Internacional de microrrelato
y minificcion, τεῦχος 2, σέλ. 57-71, 2017. Τίτλος πρωτοτύπου:
«La microforma letteraria in lingua tedesca tra il 1960 e i primi anni
del 2000. Tratti storico-letterari, teorici e di scrittura di una forma
dell’engagement.»
Πάολα Ντὲλ Τζόπο (Paola Del Zoppo) (Νάπολη,
1975): Εἶναι διδάκτορας στὴ Συγκριτικὴ Λογοτεχνία καὶ Μετάφραση
Λογοτεχνικοῦ Κειμένου, ἔχει μεταπτυχιακὸ στὴν Ἱστορία καὶ τὰ Εὐρωπαϊκὰ
Πολιτικὰ Συστήματα καὶ εἶναι σήμερα Ἐρευνήτρια Γερμανικῆς Λογοτεχνίας
στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Τοσκίας, ἐποχικὴ καθηγήτρια Γερμανικοῦ Πολιτισμοῦ
καὶ Πολιτικῆς στὸ Ρωμαιοκαθολικὸ Πανεπιστήμιο (LUMSA) τῆς Ρώμης,
διευθύντρια σύνταξης τῶν ἐκδόσεων Del Vecchio Editore καὶ καθηγήτρια
γιὰ τὸ Master στὴ Λογοτεχνικὴ Μετάφραση τῆς Σιένα. Κύρια ἀντικείμενά
της εἶναι: Πολιτιστικὲς καὶ διαπολιτισμικὲς σπουδὲς (Γυναικεῖες
σπουδές, Ἐγκληματολογικὲς σπουδές), Διαπολιτισμικὴ πολιτική,
Μελέτες γιὰ τὴν πολιτιστικὴ μνήμη καὶ τοὺς κανόνες της, Σχέσεις μεταξὺ
λογοτεχνίας, λογοτεχνικῆς θεωρίας, κοινωνικο-ἀνθρωπολογικῆς
ἀνάλυσης καὶ κοινωνικῆς διαφωνίας (διακρίσεις μὲ βάση τὸ φύλο,
τὴν ἡλικία, τὴν διανοητικὴ ἀπόκλιση), Πολιτικὴ καὶ χῶροι ἀλληλεπίδρασης
καλλιτεχνῶν, Στιλιστικὴ καὶ τὴ λογοτεχνικὴ κριτική. Ἔχει γράψει
γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τοῦ Φάουστ τοῦ Γκαῖτε στὴν Ἰταλία (Artemide, 2009),
ἐπιμελήθηκε τὴ δημοσίευση στὴν Ἰταλία τῶν ἔργων τῆς Hilde Domin
(Del Vecchio Editore 2012-2020) καὶ τοῦ Leonhard Frank καὶ μετέφρασε συγγραφεῖς
τοῦ 20οῦ αἰώνα καὶ σύγχρονους ἀπὸ τὰ Γερμανικὰ καὶ τὰ Ἀγγλικά. Τὰ
τελευταῖα χρόνια ἔχει ἐπικεντρωθεῖ στὶς διασυνδέσεις μεταξὺ
παιδαγωγικῆς, πρακτικῶν χειραγώγησης καὶ στιγματισμοῦ στὶς λογοτεχνικὲς
σπουδὲς καὶ σὲ διαπολιτισμικὰ ζητήματα τῶν σχέσεων λογοτεχνίας
καὶ τηλεόρασης, μὲ ἔμφαση στὸ ἐγκληματολογικὸ μυθιστόρημα.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰταλικά:
Ὄλγα Ἀναστασιάδου – Κωνσταντίνα
Δράτσα – Κίμων
Κατσαμάκας (Τμῆμα Ἰταλικῆς Γλώσσας καὶ Φιλολογίας,
ΑΠΘ).
Ἐπιμέλεια μετάφρασης: Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος
Φωτογραφία: Ἡ Πάολα ντὲλ Τζόπο (ἀριστερά)
παρουσιάζει ὡς διευθύντρια σύνταξης τὶς ἐκδόσεις Del Vecchio
Editore (2012-2020) στὴ Διεθνῆ Ἔκθεση Βιβλίου τοῦ Τορίνο τὸ Φθινόπωρο
τοῦ 2017.
(βλ. καὶ σύνδεσμο: https://www.youtube.com/watch?v=_9rDbcfwOuY)
ΠΗΓΗ ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου